Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Το ένδυμα της ντροπής

Το ένδυμα της ντροπής




Η εκδίωξη από την Εδέμ. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Masaccio, 1424-8.
«Εστίν αισχύνη επάγουσα αμαρτίαν και εστίν αισχύνη δόξα και χάρις» (Παροιμίες 26,11)
Η ντροπή -ή επί το ελληνικότερον η αιδώς και το αγιογραφικότερον η αισχύνη- είναι ένα δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Ένα στεφάνι δόξας και χάριτος. Το αίσθημα αυτό προ της πτώσεως στη ζωή των πρωτοπλάστων λειτουργούσε ως πηγαίος σεβασμός και ιερό δέος προ της παρουσίας του Θεού. Μετά τη διάπραξη της αμαρτίας, οι πρώτοι άνθρωποι κυριεύονται από το κοινό αίσθημα της ντροπής, διότι «έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν» και γι’ αυτό φοβούνται και σπεύδουν να κρυφθούν «από προσώπου Κυρίου του Θεού» (Γένεση 3,7-8). Η πτώση αλλοίωσε σημαντικά το βαθύ και άγιο αίσθημα του σεβασμού, μετατρέποντάς το σε φόβο, έλεγχο και ντροπή. Αυτά ωστόσο τα στοιχεία θα λειτουργήσουν έκτοτε, στην μεταπτωτική οικονομία της ζωής μας, ως κατάλοιπα, χρήσιμα για τη συγκράτηση του άνθρωπου από το κατήφορο της αμαρτίας.Συγκεκριμένα το αίσθημα της ντροπής θα διαδραματίζει κατά θεία οικονομία, ένα διπλό ρόλο: αφ’ ενός θα χρησιμεύει ως ένα χαλινάρι της φοράς της πεσμένης ανθρώπινης φύσεως προς το κακό, και αφ’ ετέρου ως έλεγχος και πικρή μεταμέλεια μετά τη διάπραξη της αμαρτίας. Λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Δείχνοντας και εδώ ο αγαθός Κύριος πολλή πρόνοια για μας, εμπόδισε την αναισχυντία των γυναικών με την εντροπή, σαν με χαλινάρι. Διότι αν μόνες τους έτρεχαν προς τους άρρενες, «ουκ αν εσώθη πάσα σαρξ» (Λόγος 15). Με τη συνεχή διάπραξη του κακού, βεβαίως το αίσθημα αυτό στους μεγαλύτερους αμβλύνεται και δεν λειτουργεί πάντοτε ευεργετικά, όπως θα πούμε παρακάτω. Στα παιδιά όμως και στους έφηβους θα το συναντήσει κανείς ακόμη ενεργό και πολλές φορές έντονο. Και πρέπει να ομολογήσουμε ότι, το απαλό ερύθημα(κοκκίνισμα) του προσώπου τους, αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό αλλά και τη σπάνια ομορφιά τους!
Πάντως η αιδώς(ντροπή) ανέκαθεν υπήρξε αρετή και χαρακτηριστικό γνώρισμα του καθαρού ανθρώπου και από όλους εξυμνείται ως κατάσταση ανωτερότητας και αξιοπρέπειας. Οι αρχαίοι μάλιστα λάτρευαν την Αιδώ ως θεά!
Η Αγία Γραφή καθώς και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αποδίδουν μεγάλη βαρύτητα στην «αιδημοσύνη» και τη σεμνότητα του ήθους, θεωρώντας τες δόξα και χάρη του πνευματικού ανθρώπου και μίμηση του Χριστού! «… εστίν αισχύνη δόξα και χάρις» τονίζει το προοιμιακό μας επίγραμμα και: «πρόσωπον αιδήμονος μιμείται την ταπείνωσιν του ηγαπημένου (του Χριστού)» αποφαίνεται ο Αββάς Ισαάκ.
Το πολύτιμο αυτό εφόδιο του ανθρώπου παρουσιάζει ωστόσο μια αντιφατικότητα που έγκειται στο ότι ενεργοποιείται όπου δεν πρέπει και δεν ενεργοποιείται όταν πρέπει. Δηλαδή ο άνθρωπος ντρέπεται εκεί που δεν πρέπει και δεν ντρέπεται εκεί που πρέπει. Γι’ αυτό και η Γραφή λέει: «υπάρχει ντροπή επαίσχυντη και αξιοκατάκριτη και υπάρχει ντροπή γεμάτη δόξα και χάρη» (ενθ. άν.). Ας δούμε αυτό το οξύμωρο λίγο πιό αναλυτικά:
Το να παύσει να ντρέπεται ο άνθρωπος και μάλιστα όταν διαπράττει επαίσχυντες πράξεις, θεωρείται σύμφωνα με το πνεύμα της Γραφής και των Πατέρων μεγάλη κατάπτωση και αληθινή συμφορά. Ο Κύριος στο Ευαγγέλιο ταυτίζει τον αδιάντροπο άνθρωπο με τον αθεόφοβο: «κριτής ην εν τινι πόλει τον Θεόν μη φοβούμενος και άνθρωπον μη εντρεπόμενος» (Λουκ. 18,2). Έτσι βλέπουμε ότι η αδιαντροπιά οδηγεί στην αθεοφοβία και το αντίθετο. Εάν σκοπός της παιδείας -λέει ο Ιερός Χρυσόστομος- είναι να ντρέπεσαι τον εαυτόν σου, αποτελεί έσχατη απαιδευσιά το να μη ντρέπεσαι ούτε τους άλλους». Η ντροπή χρησιμεύει σαν ένα λεπτότατο ένδυμα της προσωπικότητος, το οποίο όταν αμαυρωθεί ή και καταστραφεί τελείως, αφανίζει το ανθρώπινο κάλλος και ο άνθρωπος «άφρων εστί και χοίρω μη έχοντι νόμον παραπλήσιος» (Αββάς Ισαάκ). Η ψυχή τότε γυμνή οδηγείται στην αναίδεια και στην αναισχυντία. Ο φράκτης της αιδούς(ντροπής) έχει κρημνιστεί και τότε ο δρόμος προς τη διαφθορά είναι ολάνοικτος. Δεν υπάρχουν πλέον για το άτομο ηθικοί δισταγμοί, αναστολές και συνειδησιακά προβλήματα. Όλα πλέον επιτρέπονται. Γι’ αυτό όλα διαπράττονται! Και μάλιστα φανερά, απροκάλυπτα και με καύχηση! Τούτο, το τελευταίο, είναι το χειρότερο: Η κυνικότητα είναι η έσχατη ηθική και πνευματική παρακμή ενός άνθρωπου και μιας κοινωνίας. Τούτο αποτελεί τη καρδιά της αμαρτίας, την αμαρτία της… αμαρτίας!!!
Ο Απόστολος Παύλος με λίγες μόνο λέξεις στην προς Φιλιππησίους επιστολή του (3,12) σκιαγραφεί τη κατάσταση των ανθρώπων: «ων ο Θεός η κοιλία και η δόξα εν τη αισχύνη αυτών, οι τα επίγεια φρονούντες· ων το τέλος απώλεια…». Εις δε το πρώτο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους (στίχ. 18,32) εκτενέστερα και με πόνο και τόνο δραματικό περιγράφει τη κατάπτωση του αρχαίου κόσμου, τον οποίο «παρέδωκεν ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα». Γι’ αυτό και ο Αββάς Ισαάκ προειδοποιεί: «οι αναιδείς και οι αναίσχυντοι τη φλογί του Αγίου Πνεύματος εκλείψουσιν» (Λόγος α’).
Πολύ φοβούμεθα ότι αυτή η «δόξα εν τη αισχύνη ημών» αποτελεί το κυρίαρχο «στίγμα» και της δικής μας εποχής. Φθάσαμε και εμείς στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας του κακού, όπως λέει ο ποιητής. Τί άλλο περιμένουμε; Και αυτό ίσως αποκαλύπτει το εσχατολογικό νόημα των ημερών μας, για τις οποίες πάλι ο Παύλος λέει: «… εν ταις εσχάταις ημέραις, έσονται οι άνθρωποι… ανόσιοι (μη έχοντες ιερόν και όσιο) και προπετείς (αυθάδεις)» (Β’ Τιμ. 3,2).
Υπάρχει δε πάνω σ’ αυτό και μια φοβερή πρόρρηση του Κυρίου, την οποία -σύμφωνα με κάποιο πρωτοχριστιανικό κείμενο- είπε, όταν η Σαλώμη η Μυροφόρος, τον ρώτησε: πότε θα έλθει η βασιλεία του Θεού; Της είπε: «όταν θα καταστρέψετε το ένδυμα της ντροπής»!!!
Στη Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν κεφάλαια ολόκληρα (Σοφ. Σειράχ 40-41) με παραινέσεις και προτροπές περί του πότε πρέπει ο άνθρωπος να φορά το ένδυμα της ντροπής και πότε όχι. Επιλεκτικά και δειγματοληπτικά θα αναφέρουμε μερικές:
- Βάσις όλων θεωρείται ο σεβασμός και η συστολή μπροστά στο Θεό και την αλήθεια Του, «Αισχύνεσθε από αληθείας Θεού και διαθήκης».
- Η ντροπή πρέπει να ρυθμίζει τις διαπροσωπικές και ανθρώπινες σχέσεις μας. Τότε το επίπεδο του πολιτισμού μας διατηρείται υψηλό. «Αισχύνεσθε από πατρός και μητρός» και «από κοινωνού και φίλου περί αδικίας και από τόπου ου παροικείς, περί κλοπής». Ο Πλάτων θεωρεί νόσο μιας πόλεως τον αναιδή και ως τέτοιο πρέπει να τον φονεύουν. «Αισχύνεσθε περί πορνείας, από οράσεως γυναικός εταίρας, από κατανοήσεως (να περιεργάζεσθε) γυναικός υπάνδρου και περιέργειας (μεγάλης οικειότητας) παιδίσκης αυτού και μη επιστής επί την κοίτην αυτής». Η ανηθικότητα και η ακολασία με όλες τις μορφές θεωρήθηκε ανέκαθεν επακόλουθο της αναισχυντίας. «Αναισχυντία, φαύλου ίδιον» έλεγαν και οι αρχαίοι!
-«Αισχύνεσθε από σκορακισμού λήψεως και δόσεως (τις παράνομες δοσοληψίες)» και «από αφαιρέσεως μερίδος και δόσεως (να αφαιρείς από κάποιον το δίκαιο μερίδιο του ή το δώρο του)»
-«Αισχύνεσθε από ηγουμένου και δυνάστου περί ψεύδους (να ντρέπεστε το ψεύδος ενώπιον του ηγεμόνος και του κατέχοντος εξουσία)»
-«Έτσι φερόμενος -λέγει εν κατακλείδι το ιερό κείμενο- θα αποκτήσεις την αληθινή και αξιέπαινη ντροπή και θα ευρίσκεις πάντοτε χάρη και εκτίμηση από όλους τους ανθρώπους»
Θεωρούμε όμως καλό να προσθέσουμε σ’ αυτές τις βιβλικές εντολές και μερικές διδαχές του Οσίου Πατρός ημών Ισαάκ του Σύρου, που αποπνέουν το άρωμα της πατερικής διακρίσεως και της οσιακής ψυχικής λεπτότητας. Αποτελούν θα λέγαμε ένα πατερικό «savoir vivre»!
- Τη συστολή και την κοσμιότητα προς όλους συνιστά κατ’ αρχήν ο όσιος Πατήρ (Λόγος Ζ): «γενού συνεσταλμένος από πάντων» και «έκκλινον από της παρρησίας ως από θανάτου»! Είναι γνωστό πόσο φοβούνται οι άγιοι την «παρρησία» δηλαδή την αδιάκριτη οικειότητα και την αυθάδεια, γιατί την θεωρούν πόρτα, που οδηγεί τη ψυχή στο ηθικό άνοιγμα «των ασκών του Αιόλου».
Και προχωρεί στις πατρικές υποδείξεις: «Κάθισε με κοσμιότητα και συστολή, χωρίς να γυμνώσεις κανένα μέλος σου…» Η εποχή μας αντίθετα κατέχεται από τη «νεύρωση του γδυσίματος»!…
«Να μην απλώσεις το χέρι σου με αναίδεια, εμπρός από τους συντρόφους σου για να πάρεις κάτι…» Τι λένε τα σύγχρονα παιδιά γι’ αυτό;
«Να μη ρίψεις εμπρός σε κάποιον πτύελο (σάλιο) κι αν σε πιάσει βήχας ενώ κάθεσαι σε τραπέζι, στρέψε το πρόσωπον σου προς τα πίσω και τότε βήξε!…» Υψηλό επίπεδο αλληλοσεβασμού, που δυστυχώς και αυτό τείνει να εκλείψει!…
«Όταν βαδίζεις στο δρόμο, να μη προσπεράσεις τους μεγαλύτερούς σου και αν προσπεραστεί ο σύντροφός σου, αφού προχωρήσεις λίγο, περίμενε τον!…» Αυτό ίσως πολλοί ούτε καν το γνωρίζουν…!
«Να εξέρχεσαι για την απαραίτητη ανάγκη με σωφροσύνη, από ευλάβεια προς το φύλακα άγγελο σου!!…» Το απόγειο του αυτοσεβασμού!!
Θίγοντας και άλλα τέτοια πολλά ο μεγάλος ανατόμος της ψυχής καταλήγει: «Αν λάβεις αυτές τις προφυλάξεις άνθρωπε και απασχοληθείς διαρκώς με τη μελέτη του Θεού, αληθινά η ψυχή σου θα ιδεί μέσα της το φως του Χριστού και δεν θα σκοτισθεί εις τον αιώνα…»
Υπάρχει όμως και ντροπή για τήν οποία, όπως είπαμε, πρέπει να… ντρεπόμαστε, «ου γαρ έστι πάσαν αισχύνην διαφυλάξαι, καλόν» (Σοφία Σειράχ 41,15). Ο ανθρώπινος εγωισμός, η ανθρωπαρέσκεια, το υλικό συμφέρον και η δειλία, βοηθούντος και του Διαβόλου, είναι οι γενεσιουργές αιτίες αυτής της επαίσχυντης ντροπής και οι οποίες ενεργούν μέσα μας και δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε στην διάπραξη του αγαθού και στη μαρτυρία της πίστεως. Γι’ αυτό και στηλιτεύονται εξ ίσου, τόσο μέσα στην Αγία Γραφή, όσο και στους Πατέρες. Στο 41 κεφάλαιο της Σοφίας Σειράχ διαβάζουμε: «Μη περί τούτων (αυτών που θα εκθέσει πάρα κάτω) αισχυνθής και μη λάβης πρόσωπον του αμαρτάνειν».
Καί συνεχίζει:
«Μη ντραπής να σέβεσαι τον νόμον του Υψίστου και την διαθήκη Του».
Και ο Κύριος στην Καινή Διαθήκη προειδοποιεί:
- «ος γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων των Αγίων» (Μάρκ. 8,38).
- Μη για λόγους ντροπής αποφεύγεις να παρουσιάζεις το λόγο του Θεού.
- Μη, ένεκα ντροπής προς κάποιο πρόσωπο, πέσεις σε κάποιο παράπτωμα.
- Μη ντραπείς να ομολογήσεις τα σφάλματα σου.
-Μη ντραπείς για την πλήρη και ορθή διαπαιδαγώγηση των τέκνων σου.
Και κάτι που ίσως μας χρειάζεται ιδιαιτέρως:
- Μη για λόγους ντροπής υποταχθείς δουλοπρεπώς σε άνθρωπο μωρό και ασεβή και μη επηρεασθείς ποτέ από πρόσωπα που κατέχουν αξιώματα ώστε να παρεκκλίνεις από την αλήθεια…
Όπως βλέπουμε η αποφυγή της ντροπής αυτής όχι μόνο συνιστάται, άλλα και θεωρείται τιμή και δόξα και χάρις Θεού, αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη μας και τα λόγια του Αποστόλου Πέτρου: «Μη γαρ τις υμών πασχέτω ως φονεύς ή κλέπτης ή κακοποιός ή ως αλλοτριοεπίσκοπος, ει δε ως χριστιανός μη αισχυνέσθω, δοξαζέτω δε τον Θεόν εν τω μέρει τούτω» (4,16).
Όμως η παρηκμασμένη και αλλοπρόσαλλη εποχή μας παρουσιάζει και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα, αυτή τη διαστροφή και αντιφατικότητα: περιπτώσεις που σου έρχεται να φωνάξεις: «αιδώς Αργείοι» και περιπτώσεις που αναγκάζεσαι σε κάποιον να πεις: «ντροπή σου είναι που… ντρέπεσαι»!…
(Αρχιμ. Αθηναγόρου Καραμαντζάνη, Οι πατέρες και τα προβλήματα της ζωής, τ.Β΄. Έκδ. Ι. Μ. Αγ. Αθανασίου Κολινδρού, σ. 76).

Ο άνθρωπος και ο χωρόχρονος

Ο άνθρωπος και ο χωρόχρονος


  Ήρθε ο Θεός Δημιουργός στον χωρόχρονο, σ’ αυτό το ωραίο Σύμπαν ή τα Σύμπαντα, που ο Ίδιος εδημιούργησε. Το μνημονεύουμε κάθε βράδυ στον 103ο Ψαλμό του Εσπερινού: «ανοίξαντός Σου την χείρα, τα Σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητας…». Ο πατήρ Ιουστίνος (Popovic) είχε την συνήθεια να λέει «οι κόσμοι του Θεού» σε πληθυντικό, αλλά υπάρχει και η βιβλική και εκκλησιαστική έκφραση, οι αιώνες: «και εις τους αιώνας των αιώνων» σε πληθυντικό, που φανερώνουν πολλούς κόσμους και αιώνες του Θεού. Όλους αυτούς εδημιούργησε ο Θεός δια του Λόγου και Υιού Του  ο οποίος, ως Δημιουργός Θεός, ήλθε και «ενεχωροχρονήθη». Και, από τότε, είναι μεγάλη η χαρά μας, χαρά να ζούμε το λογικό του κόσμου, το έλλογο του κόσμου, όπως πολλές φορές ανέφερε και διαπίστωσε ο Αϊνστάιν, αλλά ακόμη πιο μεγάλη χαρά είναι για μας ότι στον κόσμο και στον χρόνο μας ήλθε και εσαρκώθη ο Θεός Λόγος και σταυρώθηκε και αναστήθηκε.
Λοιπόν, πίσω από αυτό το έλλογο του κόσμου, την λογικότητά του, βρίσκεται ο προσωπικός Λόγος του Θεού, ο Θεός ως πρόσωπο. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο είναι κατ’ εικόνα του Λόγου του Θεού, του Χριστού. ‘Ο άνθρωπος υπάρχει και ζει μέσα στον χώρο και στον χρόνο και είναι υπαρκτικά συνδεδεμένος με τον χωρόχρονο. Έχει, όμως, ο άνθρωπος και τον εσωτερικό χρόνο να παλεύει, και εκτός και εντός του, μια ουσιαστική πάλη· αγωνίζεται έναν χωροχρονικό αγώνα. Η ζωή είναι μια πάλη, ένας αγώνας, μια άσκηση με την πρωταρχική έννοια του όρου (που εμείς οι Σλάβοι το λέμε «podvig». δηλαδή μια προσπάθεια και αγώνας για να προχωρούμε πιο πέρα και πιο πάνω). Πολύ ωραία ο πατήρ Φλορόφσκυ περιέγραψε αυτήν την άσκηση-podvig ως ενέργεια αθλητική, ψυχοσωματική και, κυρίως, θεληματική και ελεύθερη, ως πρόοδο προς τα εμπρός, αλλά και προς τα επάνω, δηλαδή αύξηση του άνθρωπου.
Και η επιστήμη, κατ’ εμέ, είναι μια άσκηση, ένα «podvig», ένας αγώνας για να γεμίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, να παλέψει με τον χώρο και τον χρόνο και μέσα του και γύρω του, να τον γνωρίσει, να τον δαμάσει, να τον γεμίσει με νόημα, αλλά και αγώνας να μην είναι δέσμιος του χώρου και του χρόνου. Είναι παράδοξο, αλλά και ο χώρος και ο χρόνος στον οποίο μας έχει θέσει και δέσει ο Θεός είναι περιορισμοί και τρόπον τινά δεσμά. Τώρα, δεν ξέρουμε ακριβώς πως ήταν στην αρχή του κόσμου, προτού να μας δέσει η αναγκαιότητα της φύσεως του χωρόχρονου και να το εκμεταλλευτεί ο διάβολος στον υλικό χωρόχρονο, όπως θα έλεγε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Δηλαδή, ο διάβολος να χρησιμοποιεί την φύση, τον χώρο και τον χρόνο και μέσω αυτών να μας πολεμάει με τα πάθη και τις αμαρτίες, «πολέμους συμπλέκων μέσω αυτών», όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος .
Είναι γεγονός ότι, αν και είμαστε δέσμιοι του χώρου και του χρόνου, την ίδια στιγμή, ο χώρος και ο χρόνος είναι συνθήκες ζωής, χώροι ζωής δοσμένοι από τον Θεό. Ο χώρος και ο χρόνος είναι το ενιαίο υπαρκτικό και γνωστικό context μας, το οποίο προσπαθούμε να υπερβούμε υπαρξιακά και γνωσιολογικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αποκάλυψη του Θεού μιλάει ταυτόχρονα για την κτίση και του χώρου και του χρόνου. Αυτό που ο Αϊνστάιν διετύπωσε με την θεωρία της σχετικότητας είναι ήδη διατυπωμένο από τον Άγιο Βασίλειο. Στην ερμηνεία του στην Εξαήμερο, ο Άγιος Βασίλειος σημειώνει με σαφήνεια ότι μαζί με τον κόσμο, δηλαδή με τον χώρο, με την ύλη, δημιουργήθηκε και ο χρόνος. (Και αυτό είναι η έμφυτη κίνηση στην κτίση, στην δημιουργία, κατά τον Άγιο Μάξιμο.)
Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη ενιαία, ψυχοσωματικός οργανισμός προικισμένος να οργανώνει τον χωρόχρονο, αλλά και να οργώνει μέσα του την γη της υπάρξεώς του, που βρίσκεται στη διάθεση του, δηλαδή να καλλιεργεί την ύπαρξη και έτσι να τρώει το ψωμί του. Την εντολή του Θεού στον άνθρωπο να εργάζεται την γη «εν ιδρώτι του προσώπου του», ο Άγιος Μάξιμος την ερμηνεύει ως εργασία κάτω από τον ζυγό του χώρου και του χρόνου, και έτσι να τρώει τον άρτο της θεολογίας (= της θεογνωσίας).
Είναι ζυγός ο χωρόχρονος και θέλει ο άνθρωπος να ξεφύγει από αυτόν, αλλά και αγαπάει και αγκαλιάζει και τον χώρο και τον χρόνο, ενώ θέλει και να τον υπερβεί. Και τον υπερβαίνει ακόμη και σε αυτή τη ζωή, ιδίως όταν βρεθεί σε ακραίες, οριακές καταστάσεις, σε μεγάλη θλίψη, σε μεγάλο πόνο, σε μεγάλη χαρά, σε κάποια έξαρση, διότι έχει κάποια έμφυτη τάση να βγει από τα «δεσμά» αυτά. Λυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος για κάτι μεγαλύτερο από τον κόσμο του χωροχρόνου.
Οι άγιοι της Εκκλησίας μας μαρτυρούν ότι, όταν ο άνθρωπος συναντιέται με τον Θεό, όταν ενώνεται με τον Θεό, όταν γεύεται την χάρη του Θεού, παρουσία θείας δυνάμεως, «πνευματικής ισχύος» που λέει ο Άγιος Μάξιμος-πνευματικής δύναμης του Αγίου Πνεύματος-, όταν μεταγγίζεται με κάτι θείο, με κάτι παραπάνω από ό,τι είναι απλώς σύνοψη των δικών του ψυχοφυσικών δυνάμεων, τότε νιώθει ότι ο Ζων Θεός είναι και εντός και πέραν του χωρόχρονου. Νιώθει, επίσης, ότι δεν κατάγεται ούτε παράγεται από τον χώρο και το χρόνο, δηλαδή δεν μπορεί να προέλθει ένας άνθρωπος ακόμη κι αν συνοψίσει κανείς όλη την φύση ή όλο το Σύμπαν, όλο τον χωρόχρονο· από αυτά και μόνον δεν βγαίνει ο άνθρωπος ως πρόσωπο. Ούτε μπορεί να πει κανείς ότι από μια ενδοκοσμική εξίσωση προκύπτει ο άνθρωπος και ο χώρος και ο χρόνος του.
Δεν ξέρω πως και που θα προχωρήσουν οι επιστήμες και τι θα βγάλουν ακόμη, αλλά η πείρα μου ως ανθρώπου και η πείρα των ανθρώπων μέχρι τώρα είναι ότι δεν προέρχεται ο άνθρωπος από την φύση και μόνον. Βλασταίνει και από την φύση των ζώντων γονέων, αλλά και από αλλού, όχι άσχετα προς την φύση, διότι είναι συνδεδεμένος και σαρκωμένος στον χώρο και στον χρόνο με την όλη κτίση που είναι σάρκα μας, είναι ζωή μας. Είναι το είναι μας, η ύπαρξή μας, χρονική και χωρική. Όμως ο άνθρωπος είναι σαν βέλος («βέλος πόθου και αγάπης», λένε οι Πατέρες), που θέλει να ξεφύγει, να υπερβεί τον χωρόχρονο, για να φτάσει πέραν και υπεράνω. Αυτή η θεόσδοτη τάση, ο δυναμισμός να υπερβαίνουμε τη φύση και να μην μένουμε δέσμιοι δικοί της, είναι η εικόνα του Θεού μέσα μας. Όχι βέβαια να απαλλαγούμε από τη φύση, από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά, χωρίς να εγκλωβιστούμε σ’ αυτά, να τα ανυψώσουμε, και να τα μεταμορφώσουμε, και να τα σώσουμε. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι και η φύση μου και η ψυχή μου και το σώμα μου περιμένουν να τα λυτρώσω εγώ κι όχι να με λυτρώσουν αυτά.
…Με τον Χριστό, ο χώρος και ο χρόνος σαν να ελίσσονται, δεν καταργούνται· θα έλεγα ότι απλώς αίρονται ή, καλύτερα, αλλάσσουν, μεταμορφώνονται. Υπάρχουν καταγεγραμμένες εμπειρίες αγίων-όπως του Αποστόλου Παύλου, του Αγίου Βενεδίκτου, του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, ο όποιος την περιγράφει χωρίς να λέει ότι συνέβη στον ίδιο, του Αγίου Συμεών του Νέου θεολόγου- οι οποίοι πολύ συνεσταλμένα και συνοπτικά περιγράφουν ότι, όταν τους εμφανίζεται ό Θεός, όταν έχουν ζήσει την παρουσία του Θεού, όταν έχουν ζωντανή συνάντηση με τον Χριστό, δεν υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος μεταξύ αυτών και του Θεού. Η σχέση και η κοινωνία μεταξύ ζώντος Θεού και ζώντος ανθρώπου είναι άμεση, δεν μεσολαβεί ο χώρος και ο χρόνος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει δημιουργηθεί ο άνθρωπος για τον χώρο και τον χρόνο. Αυτά, ως διαστάσεις και σκέψεις, είναι μάλλον μέσα του, για να μπορέσει να μπει και ο χώρος και ο χρόνος δια του ανθρώπου και με τον άνθρωπο στην αιωνιότητα. Εμείς, ως ζωντανά πρόσωπα και εικόνες του Θεού, καλούμεθα να υπερβούμε και τον χώρο και τον χρόνο, ώστε να μεταμορφωθούν, να θεωθούν μέσα μας εν Χριστώ. Αυτό σημαίνει ότι στην Ανάσταση του Χριστού, και στην δική μας κοινή ανάσταση, θα αναστηθούν και ο χώρος και ο χρόνος ως «ουρανός καινός και γη καινή» Διότι, κατά τους αγίους, «καινοτομούνται αι φύσεις», όταν «ο Θεός άνθρωπος γίνεται» και «ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν». Και αυτό είναι η εν Χριστώ ανάσταση των πάντων και η θέωση. Και, όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος, στην εσχατολογική Πεντηκοστή, η οποία είναι πλήρωμα και τέλος, δηλαδή τελείωση των πάντων, άρα και του χρόνου και του χώρου, όλα αυτά, ως φυσικοί περιορισμοί, θα παρέλθουν και ο άνθρωπος θα απελευθερωθεί από αυτά τα δεσμά και, εν Χριστώ αναστάντι και εν Αγίω Πνεύματι, θα τα έχει υπερβεί με την «αεικίνητο στάση» και την «στάσιμο αεικινησία».
…Ο διάβολος, το κακό, η αμαρτία, ο θάνατος με την συμμετοχή της ανθρωπίνης θελήσεως, μας εγκλωβίζουν στον χώρο και τον χρόνο. Και μη νομίζουμε ότι ο κόσμος αυτός, όπως είναι τώρα, δεν φέρει τις επιπτώσεις της πτώσεως του ανθρώπου. Η πείρα, π.χ., του Αποστόλου Παύλου και του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου δείχνει ότι ο κόσμος θα ήταν αλλιώτικος, αν ο Θεός δεν επέτρεπε να πέσουν επάνω του όλες οι συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου, ο οποίος χάλασε τις σχέσεις του με τον Θεό. Αλλά ο Θεός υπέταξε και την κτίση στην φθορά και βλέπουμε όλη την ώρα την φθορά, και στη φύση και σε μας. Νομίζω, οι γιατροί το ξέρουν, ότι από την γέννηση ήδη αρχίζει η φθορά μέσα μας. Αλλά ταυτόχρονα περιμένουμε να επανασυνδεθούμε με τον Θεό, και ο Θεός περιμένει να αναδειχθούν οι υιοί του Θεού  για να πάρουν και όλα τα δημιουργήματα ζωή, γιατί και αυτά είναι δημιουργημένα για την ζωή και την αφθαρσία.
Έτσι, ρεαλιστικά, τοποθετούμαι ως Ορθόδοξος χριστιανός, ως άνθρωπος, ως επίσκοπος: Να ζω στον χρόνο και στον χώρο, υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, αλλά και χωρίς να παραδέχομαι τον χώρο και τον χρόνο ως την τελική πατρίδα μου, ως τον οίκο μου. Είμαι στον οίκο του Πατέρα μου, αλλά θέλω πρωτίστως τον Πατέρα και όχι τον οίκο του και τα πλούτη του μόνον. Ξοδεύω τα υπάρχοντά μου, και έχω δικαίωμα να τα ξοδέψω, αλλά, πολλές φορές, ξοδεύω και τον εαυτό μου και αλλοτριώνομαι. Όταν συνέρχομαι, «εις εαυτόν ελθών ο άσωτος υιός» -και ποιός δεν είναι από μας· λίγο πολύ αύτη είναι η ιστορία όλων μας- και είμαι εγώ, τότε βλέπω ότι ο πατέρας ήδη έρχεται να με συναντήσει. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και σε εκείνα που ξόδευα ο Θεός ήταν παρών με τις ενέργειές Του, με τους νόμους Του, με την πρόνοια και αγάπη Του. Έτσι και ο κόσμος, ο χώρος και ο χρόνος, είναι έργο της αγάπης Του, αλλά δεν πρέπει να υποκαταστήσουν αυτά την αγάπη Του. Γι’ αυτό φοβάμαι ότι η επιστήμη συχνά ξεχνάει τον άνθρωπο και μεταβαίνοντας στο Σύμπαν, στην μικροφυσική ή την μακροφυσική, μεταβαίνοντας στους νόμους, στην ύλη, στην ενέργεια και δεν ξέρω σε τι ακόμη, τότε ο άνθρωπος αδικείται και εύκολα απανθρωπίζεται.
…. Επειδή αυτός που αρνιέται τον Θεό κάνει επίσης έναν αγώνα. Μπορώ, μάλιστα, να πω πως και ο ίδιος αδικείται, και τον Θεό αδικεί. Είναι πάρα πολύ δυνατή η ελευθερία του ανθρώπου, δυνατή και οπλισμένη με δύναμη να αρνείται και τον Θεό. Αλλά, αν το κοιτάξει κανείς από μέσα, τον εαυτό του βασικά ζημιώνει ο άνθρωπος, τον εαυτό του οδηγεί στη σκλαβιά, και είναι η χειρότερη σκλαβιά που μπορεί να γνωρίσουμε. Με τον Θεό, όμως, απελευθερωνόμαστε, με τον Ζώντα και Αληθινό Θεό, τον Θεό που φανερώθηκε και σαρκώθηκε, που εισήλθε στην ιστορία, στον χωρόχρονό μας και στην σάρκα και στην ψυχή μας.
 (Αθανασίου Γιέφτιτς, πρ. Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης. «ΧΡΙΣΤΟΣ – Η Χώρα των Ζώντων». Εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007).

Αν θέλει ο άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου να…

Αν θέλει ο άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου να…


Αν θέλει ο άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου να φθάσει στην αγιότητα, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, διδάσκοντας του μαθητές του την δύναμη της μετάνοιας.
Ένας νέος αξιωματικός που πριν από λίγο είχε οδηγηθεί στο δρόμο του Θεού κι ακόμα πάλευε με τη συνείδησή του, ρώτησε τον εξομολόγο του, αν πραγματικά, όπως του έλεγαν, δεχόταν ο Θεός τόσο εύκολα την μετάνοια του ανθρώπου.
-Αν κατά τύχη σκιστεί κάπου ο μανδύας σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, τον βγάζεις αμέσως και τον πετάς, σαν άχρηστο;
-Όχι, δα, έκανε εκείνος. Τον ράβω και τον επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωση.
-Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το φόρεμά σου κι εύκολα δεν το πετάς, πως δε θα λυπηθεί ο Θεός το πλάσμα Του και δε θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να το διορθώσει; Είπε ο καλός Γέροντας κι ανάπαυσε το νέο.
Ένας αρχάριος Μοναχός πήγε στενοχωρημένος στον Όσιο Ποιμένα.
-Έπεσα σε μεγάλο σφάλμα, Αββά, του εξομολογήθηκε, και θέλω τουλάχιστον τρία χρόνια για να μετανοήσω.
-Είναι πολλά, του είπε ο Όσιος.
-Είναι αρκετοί τρεις μήνες, τότε;
-Και τόσο είναι πολύ, αποκρίθηκε ο Όσιος. Εγώ σου λέγω πως, αν ειλικρινά μετανοήσεις και πάρεις σταθερή απόφαση να μη επαναλάβεις ποτέ το ίδιο σφάλμα, σε τρεις μέρες σε δέχεται η αγαθότης του Θεού.
Άλλος Αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα, αν ο Θεός εύκολα συγχωρεί τις αμαρτίες του ανθρώπου.
-Πώς είναι δυνατόν να μη συγχωρεί, τέκνο μου, Εκείνος που δίδαξε τη μακροθυμία στους ανθρώπους; Δεν παραγγέλλει στον Πέτρο να συγχωρεί εκείνον που του σφάλλει «έως εβδομηκοντάκις επτά» δηλαδή επ’ άπειρον; αποκρίθηκε ο Γέρων.
Κάποιος άλλος πάλι ζήτησε να του εξηγήσει τι ακριβώς είναι μετάνοια.
-Η μη επανάληψη της ίδιας αμαρτίας, αποκρίθηκε ο Όσιος Ποιμήν.
Ένας Αδελφός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη:
-Έπεσα, Πάτερ. Τι να κάνω τώρα;
-Σήκω, του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο Άγιος Γέροντας.
-Σηκώθηκα, Αββά, μα πάλι έπεσα στην καταραμένη αμαρτία, ομολόγησε με θλίψη ο Αδελφός.
-Και τι σ’ εμποδίζει να ξανασηκωθείς;
-Ως πότε; Ρώτησε ο Αδελφός.
-Έως ότου σε βρει ο θάνατος ή στην πτώση ή στην έγερση. Δεν είναι γραμμένο «όπου εύρω σε εκεί και κρινώ σε»; Εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου στον Θεό να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή σηκωμένος με την αγία μετάνοια.
«Αμαρτία προς θάνατον», γράφει ο Αββάς Μάρκος ο Ασκητής, είναι κάθε αμετανόητη αμαρτία. Ούτε αυτός ο Αγαθός και Φιλάνθρωπος Θεός συγχωρεί τον αμετανόητο αμαρτωλό. Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται συχνά λύπην και αηδία δια τας αμαρτίας των, δέχονται όμως με ευχαρίστηση τας αφορμάς των.
Αυτή η φωνή ακούγεται να λέγει επιτακτικά στον επιλήσμονα άνθρωπο, έλεγε κάποιος Πατήρ: «Σήμερον επίστρεψον».
Οι τωρινοί άνθρωποι δε ζητούν το σήμερον, αλλά το αύριον για να μετανοήσουν, έλεγε άλλος Γέρων.
Λένε πως ένας Αδελφός, κάθε φορά που οι λογισμοί του τον ξεγελούσαν και του έλεγαν, άφησε σήμερα και αύριο μετανοείς, εκείνος ο σοφός αποκρινόταν «Σήμερα θα δείξω με έργα τη μετάνοιά μου, όσο για αύριο, ας γίνει του Θεού το θέλημα».
Να τι διαβάζουμε στ’ «Ασκητικά» του μεγάλου διδασκάλου του ασκητισμού Ισαάκ του Σύρου:
«Με τα ίδια μέσα που έχασες το αγαθό, προσπάθησε πάλι να το αποκτήσεις. Χρυσάφι χρωστάς στον Θεό; Δε θέλει από σένα μαργαριτάρια. Τη σωφροσύνη σου έχασες; Δε σου γυρεύει ελεημοσύνη, αλλά τον αγιασμό του σώματός απαιτεί. Περιφρονείς την εντολή της αγάπης, νικημένος από το πάθος του φθόνου; Για ποιο λόγο πολεμάς τον ύπνο με αμέτρες αγρυπνίες ή αφανίζεις το σώμα σου με υπερβολική νηστεία; Αυτά δεν σου προσφέρουν καμιά ωφέλεια, δε γιατρεύουν τον φθόνο. Κάθε αρρώστια της ψυχής, όπως και του σώματος, χρειάζεται ειδικά φάρμακα και θεραπεία ανάλογη»
(από το γεροντικό)

Ο Ιερέας δεν είναι ένα συνηθισμένο πρόσωπο

Ο Ιερέας δεν είναι ένα συνηθισμένο πρόσωπο



Φοβού τον Κύριον και δόξασον ιερέα
(Σοφ.Σειράχ 7: 29-31)

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ

Ο Ιερέας δεν είναι ένα συνηθισμένο πρόσωπο. Παρά τις αμαρτίες, οι οποίες αναπόφευκτα ως άνθρωπο τον βαρύνουν, παρά τις ατέλειες και τις βρότειες(ανθρώπινες) αδυναμίες του, εξαιτίας της αγίας ιεροσύνης που φέρει, βρίσκεται ανάμεσα στο Θεό και στους ανθρώπους. Μεταξύ ουρανού και γης! Γιατί η ιεροσύνη «τελείται μεν επί της γης, τάξιν δε επουρανίων έχει ταγμάτων…».
Τελείται μεν πάνω στη γη, αλλά ανήκει στα έργα των ουρανίων δυνάμεων. Και τούτο είναι πολύ φυσικό, εφόσον δεν την ίδρυσε ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε καμιά άλλη κτιστή δύναμη, αλλά την ίδρυσε το ίδιο το Πανάγιο Πνεύμα, το οποίο και έκαμε ανθρώπους που ακόμα ζουν με το σώμα τους, ικανούς να διεξάγουν υπηρεσία Αγγέλων, όπως μας πληροφορεί ο απλανής διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο Χρυσορρήμων Ιωάννης.
Ο ιερέας επιτελεί έργο Αγγέλων. Ή μάλλον και υψηλότερο των Αγγέλων, διότι οι Άγγελοι δεν έχουν εξουσία να τελούν τη Θεία Λειτουργία, ενώ εκείνος μετέχει στην ιεροσύνη του Χριστού και θυσιάζει τον Αμνό του Θεού! Οι Άγγελοι δεν έχουν εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες, ενώ εκείνος έχει εξουσία όχι μόνο να συγχωρεί, αλλά και να μη συγχωρεί («δεσμείν και λύειν»), και η απόφασή του δεσμεύει την κρίση του Θεού! Είναι οικονόμος των Μυστηρίων του Θεού! Προσφέρει στον Κύριο την προσευχή της Εκκλησίας- την ευχαριστία, τη δοξολογία και τα αιτήματά μας, και φέρνει στο λαό τη χάρη, την ειρήνη, τη συγχώρηση, την καταλλαγή, την ίαση, τη δωρεά, «πάσαν δόσιν αγαθήν και παν δώρημα τέλειον, άνωθεν καταβαίνον εκ του Πατρός των φώτων». Προσφέρει τον κόσμο στο Θεό και κατεβάζει το Θεό στον κόσμο! Ουρανώνει τη γη και θεώνει τον άνθρωπο!
Βασιλείς και άρχοντες και οι σπουδαίοι της γης, όλοι από τη μια μεριά, δεν μπορούν να ισοσταθμίσουν ένα ιερέα από την άλλη! Γιατί εκείνος, μόνος του, απλός και άσημος συχνά κατά κόσμον, μπορεί όχι μόνο τον κόσμο και τους επί γης να οικονομήσει κατά Θεόν, αλλά και τους προ πολλού απελθόντες! Όταν λειτουργεί ο πάπας, ο τελευταίος και αμαρτωλός -αν θέλετε- φωτίζεται και η ίδια η κόλαση, και βρίσκουν κάποια αναψυχή και παρηγοριά κι αυτοί οι απολεσθέντες! Γι’ αυτό και ο Πατέρας του Γένους μας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέει: «Αν συναντήσω στο δρόμο ένα παπά και τον Βασιλέα, τον παπά θα τιμήσω περισσότερο κι αυτόν θα χαιρετήσω πρώτα. Αν συναντήσω έναν Άγγελο και έναν Ιερέα, πρώτα τον ιερέα θα χαιρετήσω και θα προσκυνήσω και μετά τον Άγγελο »!
Εμείς οι Έλληνες, πέρα από τους θρησκευτικούς λόγους, έχουμε κι άλλους λόγους να σεμνυνόμαστε για τους ιερείς μας. Ο ιερός κλήρος της Ρωμηοσύνης, ο ταπεινός Έλληνας πάπας, δεν βαστάζει μόνο του Ιησού Χριστού τα στίγματα, μα και του μαρτυρικού μας Γένους! Η καρδιά του έπαλλε και πάλλει πάντα στον ρυθμό της καρδιάς του ποιμνίου του! Πάντοτε μοιράστηκε με τα πρόβατά του τις τύχες τους! Πατέρας κι αδελφός και δάσκαλος μαζί! Συναγωνιστής και μάρτυρας και θύμα! Ο Ελληνικός Κλήρος δεν υπήρξε ποτέ τάξη ευγενών, ούτε ταυτίσθηκε με τους ισχυρούς της γης. Ρακενδύτης(με παλιά ρούχα) συχνά και αποχειροβίωτος(που ζει από χειρονακτική εργασία), πολύτεκνος και ταπεινός, αμέτρητες φορές έβαψε το ράσο του με το ιερό του αίμα στους εθνικούς αγώνες! Φιλότιμα κράτησε αναμμένο το καντήλι της πίστης, καλλιέργησε τις ελληνορθόδοξες αξίες, διατήρησε τη γλώσσα την ελληνική, δίδαξε έργω και λόγω την τεθλιμμένη οδό του Κυρίου…
Όλα τα παραπάνω είναι αρκετά για να υπογραμμίσουν ποιά πρέπει να είναι η στάση του καθενός όταν διαβαίνει ένα ράσο. Όταν φαίνεται στο δρόμο ένας που έχει το βαρύ προνόμιο να είναι επωμισμένος την ευθύνη της σωτηρίας μας και της μεταμορφώσεως του κόσμου μας σε «καινή κτίση». Ένας που έχει το προνόμιο να φέρει το πένθος των αμαρτιών μας μαζί με το πένθος του Γένους μας και τους στεναγμούς της Ρωμηοσύνης! Όμως το ράσο συχνά γίνεται αντικείμενο χλεύης εκ μέρους της πονηρής και αγνώμονος γενεάς μας. Με άλλοθι (εκ των υστέρων!) κάποιες τραγικές περιπτώσεις πεπτωκότων ιερωμένων, χυδαία λόγια, ανόητες προλήψεις, ακόμη και αισχρές χειρονομίες όχι σπάνια, σημειώνονται  στη θέα και μόνο του κληρικού! Οδυνηρό σύμπτωμα, που ασφαλώς προδίδει υποβόσκουσα βαρύτατη πνευματική νόσο του νεώτερου Ελληνισμού! Κι όταν η μνήμη λειτουργεί, θυμούνται οι παλιότεροι, όχι χωρίς πικρία, ότι κ’ οι αλλόθρησκοι κατακτητές του τόπου μας τιμούσαν τους ιερείς μας και τους Αρχιερείς και δεν αποτελούσε παράξενο φαινόμενο νάβλεπες Τούρκο να φιλάει το χέρι ενός παπά και να ζητάει την ευχή του!…
Ο λόγος του Θεού είναι κατηγορηματικός: «Μ’ όλη σου την ψυχή να ευλαβείσαι τον Κύριο και να τιμάς τους Ιερείς Του. Μ’ όλη σου τη δύναμη ν’ αγαπήσεις Αυτόν ! που σ’ έπλασε και να μην εγκαταλείψεις τους λειτουργούς Του. Να φοβάσαι τον Κύριο και να δοξάζεις τον ιερέα Του…». Και αλλού: «Στους προφήτες μου μην κάνετε κακό!» (Α’ Παραλειπ. 16: 22)
Τους λειτουργούς μου, τους κήρυκες του λόγου μου, τους απεσταλμένους μου, μην τους κακομεταχειρίζεσθε!
Ένα οδυνηρό συμβάν αναφέρεται στη Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο Δ’ Βασιλειών, κεφ. Β’. Ο Προφήτης Ελισαίος, ένας κατ’ εξοχήν πονετικός και φιλάνθρωπος άνθρωπος του Θεού, ανέβαινε προς τη Βαιθήλ. Καθώς ανέβαινε, ένα σμάρι αλητόπαιδα άρχισαν να τον γιουχαΐζουν και να τον ειρωνεύονται: «ανάβαινε, φαλακρέ, ανάβαινε!» (ήταν φαλακρός). Βρέθηκε σε στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας ο δούλος του Θεού. Πικράθηκε, γύρισε πίσω και τα κοίταξε και «τα καταράστηκε στο όνομα του Κυρίου». Την πικρία του Προφήτη εκδικήθηκαν την ίδια στιγμή δύο αρκούδες που βγήκαν από το διπλανό δάσος και «όρμησαν πάνω τους και κατασπάραξαν σαράντα δύο παιδιά»! Κατασπάραξαν σαράντα δύο παιδιά! Ασύλληπτα φοβερό πράγμα η πικρία και η δίκαιη αγανάκτηση των λειτουργών του Θεού! Ρίχνει τον αίτιο της στη δικαιοσύνη του Θεού και εφαρμόζεται το «είναι φοβερό να  πέσει κανείς στα χέρια του αληθινού Θεού»! (Εβρ. 10: 31).
Ας μην σκεφθεί κανείς: Ο Ελισαίος ήταν Προφήτης· ο παπάς δεν είναι κάτι ανάλογο! Μεγαλύτερος  του Προφήτη είναι ο ιερέας! Ο Προφήτης δεν είχε εξουσία ούτε θεία Λειτουργία να τελεί, ούτε αμαρτίες να συγχωρεί, ούτε νεκρούς να λύει από τα δεσμά άθεσμων πράξεων! Την εξουσία, όμως, αυτή την έχει ο ιερέας!… Τα συμπεράσματα είναι άπλα και εύκολα…
Το χειρότερο στις περιπτώσεις ασεβούς συμπεριφοράς έναντι των Κληρικών είναι ότι οι εκδηλώσεις της ασέβειας δεν απευθύνονται προς το πρόσωπο του ιερωμένου (συχνά ούτε καν τον γνωρίζουν οι τολμητίες), αλλά προς το ράσο! Προς την Ιεροσύνη! Επομένως δεν είναι καθόλου υπερβολικό να πει κανείς ότι αυτό είναι μια απ’ τις χειρότερες περιπτώσεις βλασφημίας. Ένα είδος βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος, το οποίο χορηγεί το χάρισμα της Ιεροσύνης! Και είναι σαφής και απερίφραστος ο λόγος τού Θεανθρώπου: «Όποιος μιλήσει προσβλητικά κατά του Αγίου Πνεύματος, αυτόν ο Θεός δεν θα τον συγχωρήσει ούτε  στον  τωρινό ούτε  στον μελλοντικό κόσμο»! (Ματθ. 12: 32).
πηγή: «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως
Κατηγορία: Αγία Γραφή, Θεολογία, Ορθόδοξο βίωμα

θεολογική προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων (μέρος β΄)

θεολογική προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων (μέρος β΄)


του Γεωργίου Μαντζαρίδη, ομότιμου καθηγητή Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ο Χριστός  μεταδίδει την σωτήρια και ανακαινιστική χάρη του όχι μόνο στην φύση αλλά και στην υπόσταση του κάθε ανθρώπου[1]. Με τα μυστήρια της Εκκλησίας, με τις εντολές και την διδασκαλία του Χριστού διαγράφεται το «πρόγραμμα», που καλείται να ακολουθήσει ο άνθρωπος, για να ενεργοποιήσει την πανανθρώπινη ομοουσιότητα. Η ενεργοποίηση αυτή προβάλλει στον πιστό ως έργο ζωής. Με κάθε σκέψη και κάθε πράξη, με το όλο φρόνημα και την όλη ζωή του ο πιστός καλείται να φανερώσει την αλήθεια της εντάξεώς του στο σώμα του Χριστού· καλείται να φανερώσει την οικείωση και την αφομοίωση της θείας αγάπης στο οστράκινο σκεύος του.
Βέβαια ποτέ η αγάπη του ανθρώπου δεν μπορεί να φτάσει την αγάπη του Θεού. Και ποτέ το άνοιγμα του προσώπου του προς τους άλλους δεν μπορεί να φτάσει στον βαθμό του ανοίγματος των προσώπων του Τριαδικού Θεού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αγάπη και η κοινωνία των προσώπων των Χριστιανών δεν πρέπει να καλλιεργούνται με πρότυπο την αγάπη και την κοινωνία του Τριαδικού Θεού.Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί απαιτεί την πλήρη αυταπάρνηση και αυτοπροσφορά του ανθρώπου στον Θεό και τον πλησίον. Είναι έργο πίστεως που πραγματοποιείται με την άρση του σταυρού και την όδευση της στενής και τεθλιμμένης οδού που οδηγεί στην όντως ζωή.
Η ανακαίνιση λοιπόν που προσφέρει ο Χριστός στον κόσμο συντελείται: α) με την οντολογική αποκατάσταση της ομοουσιότητας της ανθρώπινης φύσεως, που πραγματοποιήθηκε με την πρόσληψή της από  τον Θεό Λόγο, και β) με την οικείωση της ομοουσιότητας αυτής από τον άνθρωπο, που πραγματοποιείται με την πίστη, την κοινωνία των μυστηρίων της Εκκλησίας, την υπακοή στο θέλημα του Θεού και την τήρηση των εντολών του ‒πρωτίστως βέβαια της εντολής της διπλής αγάπης‒  στην καθημερινή ζωή.
Τα μυστήρια της Εκκλησίας αποκαθιστούν τον άνθρωπο στην οντολογική του ομοουσιότητα με τους συνανθρώπους του, που έρχεται μετά την προπατορική πτώση ως δώρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και βιώνεται μέσα στην Εκκλησία. Οι πιστοί με την χάρη αυτή αποκτούν την δυνατότητα να ενεργοποιήσουν την μυστηριακή ομοουσιότητα στο ηθικό επίπεδο μεταφράζοντας τις εντολές σε τρόπους ζωής. Και στο στάδιο όμως αυτό δεν πρέπει να λησμονείται ο εκκλησιολογικός και χαρισματικός χαρακτήρας της ανακαινίσεως. Αυτό άλλωστε υποδηλώνεται εξαρχής με τα μυστήρια που εισάγουν τον άνθρωπο στην Εκκλησία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την θεία Ευχαριστία, τα οποία εμπεριέχουν συμβολικά και το «πρόγραμμα» της χριστιανικής ζωής.
Όπως είναι γνωστό, οι πρώτοι χριστιανοί  των Ιεροσολύμων επιδίωξαν  την ενότητά τους με την αποταγή όλων των υπαρχόντων τους και την ελεύθερη προσφορά τους για κοινή χρήση: «Ουδέ είς τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ήν αυτοίς άπαντα κοινά»[2]. Η κοινοκτημοσύνη όμως αυτή, που αφορούσε μόνο την κατανάλωση αγαθών, εκδηλώθηκε ως χαρισματικό φαινόμενο, που δεν προσέλαβε θεσμική μορφή. Γι’αυτό άλλωστε δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί διαχρονικά και καταργήθηκε. Την διαχρονική διατήρηση της κοινοκτημοσύνης κατέστησε δυνατή ακολούθως ο θεσμός του μοναχισμού που προβλέπει όχι μόνο κατανάλωση αλλά και παραγωγή αγαθών. Στον μοναχισμό καθιερώνεται μαζί με την αποταγή  της ατομικής ιδιοκτησίας και  η αποταγή  του ατομικού θελήματος. Έτσι αίρεται ευρύτερα η αιτία της διασπάσεως και γίνεται δυνατή η ενότητα των μελών της κοινότητας.
Βέβαια και ο μοναχικός θεσμός έχει  την κοσμική του διάσταση με την κοινή περιουσία, την κατοικία, τα διακονήματα κ.τ.λ., που είναι απαραίτητα για την επιβίωση των μοναχών. Εδώ όμως όλα αυτά ρυθμίζονται με άξονα την κατακόρυφη κοινωνικότητα, δηλαδή την κοινωνία με τον Θεό. Ο πρώτος άλλωστε σκοπός του μοναχισμού είναι η τήρηση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της εντολής της αγάπης προς τον Θεό. Αυτή όχι μόνο δεν αλλοτριώνει την φύση των διαπροσωπικών σχέσεων των ανθρώπων, αλλά αντιθέτως τις τοποθετεί στην οντολογική τους βάση και προοπτική.Έτσι η οριζόντια κοινωνικότητα προβάλλεται σε υψηλότερο πνευματικό επίπεδο και ευρύνεται απεριόριστα: «Μοναχός εστιν ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος»[3].
Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Χριστιανισμό η ύπαρξη της αγάπης στις διαπροσωπικές σχέσεις προβάλλεται ως μαρτυρία της νίκης εναντίον του θανάτου και της μετοχής στην αληθινή ζωή[4]. Και ο ορθόδοξος μοναχισμός συνδέει την ταυτότητά του με την βίωση της αγάπης στις διαπροσωπικές σχέσεις: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου»[5]. Ή, όπως γράφει ο άγιος Σιλουανός, «ο αδελφός μας είναι η ζωή μας…η χάρη έρχεται με την αγάπη προς τον αδελφό και με την αγάπη προς τον αδελφό διατηρείται»[6]. Γι’ αυτό και η εκκοσμίκευση του μοναχισμού ή η θεολογική αλλοτρίωσή του αποστερεί και την κοσμική κοινωνία από την παρουσία κέντρων αναφοράς, όπου επιχειρείται η ιδεώδης μορφή αναπτύξεως των διαπροσωπικών σχέσεων.
Η παρουσία του μοναχισμού προσφέρει άφθονα στοιχεία για την ανάπτυξη σωστών διαπροσωπικών σχέσεων στην καθημερινή ζωή του κόσμου. Η παραίτηση  από το ατομικό θέλημα και η φροντίδα για τους άλλους, ο παραμερισμός του ατομικού συμφέροντος για την εξυπηρέτηση του πλησίον, η ειλικρίνεια και η φιλαλήθεια στις καθημερινές σχέσεις, η αποφυγή της κατακρίσεως ή και αυτής ακόμα της κρίσεως των  άλλων, η θεώρηση του πλησίον ως αδελφού, όπως και πολλά άλλα που  συνιστούν βασικές θέσεις του ορθόδοξου μοναχισμού, εξευγενίζουν και  εξυψώνουν ουσιαστικά τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων.
Τα μέλη της Εκκλησίας, ως μέλη αλλήλων, είναι συνεργάτες και συνυπεύθυνοι για ολόκληρο το σώμα. Αλλωστε αυτό το αίσθημα υπαγορεύει και η ομοουσιότητα των ανθρώπων. Γι’αυτό και η συμπεριφορά προς τον πλησίον, η στήριξή του, η συμμετοχή στον πόνο και την χαρά του, η αποφυγή της προσβολής ή του σκανδαλισμού του αποτελούν βασικές υποχρεώσεις για τον πιστό. Η ανακαίνιση του ανθρώπου δεν είναι ατομικό αλλά συλλογικό έργο, που πραγματοποιείται με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Οι διαπροσωπικές σχέσεις δεν ανήκουν στο περιθώριο αλλά στο επίκεντρο της χριστιανικής ζωής.
Εκφραστικό για το θέμα αυτό είναι το αίτημα που απευθύνεται κατά την Θεία Λειτουργία, λίγο πριν από την Θεία Κοινωνία: «Την ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος αιτησάμενοι, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα»[7]. Ο Χριστιανός δεν φροντίζει μόνο για την προσωπική προσαγωγή του στον Θεό, αλλά και για την στήριξη του πλησίον να πλησιάσει τον κοινό Πατέρα. Και η φροντίδα αυτή δεν αποτελεί δευτερεύον αλλά κύριο έργο που εκφράζει την ταυτότητά του ως μέλους του σώματος του Χριστού. Αυτό το νόημα έχει και η προτροπή που απευθύνει ο Απόστολος Παύλος προς τους πιστούς: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά  το του ετέρου έκαστος»[8].
Εκτός από την εντολή της αγάπης υπάρχει και ο λεγόμενος χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής: «Πάντα όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς»[9]. Εδώ καλείται ο άνθρωπος να μεταφέρει τον εαυτό του στην θέση του άλλου και να ενεργήσει απέναντί του έτσι, όπως θα ήθελε να ενεργήσουν οι άλλοι απέναντι σε αυτόν. Ο κανόνας αυτός προσφέρει στον καθένα το ασφαλέστερο πρακτικό μέτρο σωστής συμπεριφοράς, αλλά δεν κάνει λόγο για τα όριά της. Αυτά υποδηλώνονται με  την δεύτερη μεγάλη εντολή, που καλεί τον Χριστιανό να αγαπήσει τον πλησίον του ως εαυτό του. Τον καλεί να ανοιχθεί απεριόριστα προς ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Να μή ξεχωρίζει τον πλησίον από τον εαυτό του, αλλά να τον βλέπει και να τον αγαπά ως εαυτό του. Να ζεί την ζωή του πλησίον ως δική του ζωή και να γίνεται ένα μαζί του[10].
Η θεώρηση αυτή του πλησίον δεν κατασκευάζεται σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά προκύπτει ως οντολογική συνέπεια  μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Για τον Χριστιανό ο αληθινός εαυτός του είναι ο πλησίον. Χωρίς αυτόν  δεν βρίσκεται ουσιαστικά μέσα στο κοινό σώμα. Δεν επαληθεύει την ταυτότητα του Χριστιανού. Αυτό βέβαια δεν γίνεται αισθητό μέσα στην εκκοσμικευμένη εκκλησιαστική κοινότητα. Γι’αυτό και εξαρχής η εκκοσμίκευση της χριστιανικής ζωής οδήγησε πολλούς πιστούς έξω από την κοσμική κοινωνία και συνέβαλε στην εμφάνιση του μοναχισμού.
Ο μοναχισμός δεν επιδιώκει τίποτε περισσότερο από αυτό που πρέπει να επιδιώκει κάθε Χριστιανός. Το μοναστήρι είναι μια εκκλησία που λειτουργεί μέσα στο σώμα της όλης Εκκλησίας και με τον ίδιο σκοπό όπως και αυτή. Γι’αυτό άλλωστε και οι ορθόδοξοι λαοί έβλεπαν στο μοναχικό κοινόβιο την ιδεώδη χριστιανική κοινωνία.  Σε σχέση μάλιστα με το θέμα μας μπορεί να λεχθεί ότι αυτό  αποτελεί και το τελειότερο πλαίσιο για την καλλιέργεια σωστών διαπροσωπικών σχέσεων. Ουσιαστικά η κοινοβιακή ζωή στην ιδανική της μορφή αποσκοπεί στην πληρέστερη δυνατή προσέγγιση της αγάπης και της ενότητας, που έχει ως έσχατο στόχο την ενότητα του Θεού της αγάπης, του Τριαδικού Θεού.
Γι’αυτήν την ενότητα προσευχήθηκε ο Χριστός: «Ίνα πάντες έν ώσιν»[11]. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ενότητας ο καθένας ως πρόσωπο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το κέντρο του συνόλου· κάθε άνθρωπος και κάθε πράγμα είναι γι’αυτόν. Αλλά και αντίστροφα αυτός ο ίδιος με καθετί που του ανήκει προσφέρεται σε όλους και στον καθένα[12]. Η Τριαδολογία εικονίζεται στην ανθρωπολογία. Κάθε πτυχή του Τριαδικού δόγματος έχει και το ανθρωπολογικό της νόημα. Κάθε θεολογική αλήθεια προβάλλεται στον άνθρωπο ως αλήθεια ζωής.
Η σωστή ανθρώπινη κοινωνία απαιτεί σωστές διαπροσωπικές σχέσεις. Και οι σωστές διαπροσωπικές σχέσεις προϋποθέτουν σωστά πρόσωπα. Σωστά, τέλος, πρόσωπα ή ολοκληρωμένες ανθρώπινες υποστάσεις είναι εκείνες που αγκαλιάζουν με την αγάπη τους ολόκληρο τον κόσμο, όλη την ανθρωπότητα. Η κένωση του ατομικού εγωισμού για την υποδοχή του πλησίον ωριμάζει και ολοκληρώνει το πρόσωπο. Όσο βαθύτερα «συγχωρεί» κάποιος μέσα του τους άλλους, όσο περισσότερο τους αγκαλιάζει με την αγάπη του, τόσο πιο σωστές διαπροσωπικές σχέσεις καλλιεργεί, τόσο περισσότερο ολοκληρώνεται ως πρόσωπο και ανυψώνεται προς το ιδανικό πρότυπό του, τον Τριαδικό Θεό. Και αυτό γίνεται δυνατό με την ταπείνωση, που αποτελεί την άλλη όψη της αγάπης.
Από όσα  σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερό ότι τέτοια πρόσωπα δεν μπορούν να προετοιμαστούν χωρίς την θεανθρώπινη κοινωνία, έξω από την Εκκλησία· δεν είναι δυνατό να διαμορφωθούν χωρίς τις ανθρωπολογικές και πνευματικές προϋποθέσεις που έχει και προσφέρει αυτή στον άνθρωπο. Στον βαθμό που ο άνθρωπος προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση αυτήν ολοκληρώνεται ως πρόσωπο και καλλιεργεί σωστές διαπροσωπικές σχέσεις. Ζεί την αληθινή αγάπη και γίνεται εκφραστής της στην καθημερινή ζωή. Αυτό φαίνεται δύσκολο, και είναι πράγματι δύσκολο ιδιαίτερα μέσα στην σύγχρονη εγωκεντρική κοινωνία, γι’αυτό θεωρείται συνήθως ως έργο των μοναχών. Η εντολή όμως της αγάπης δεν απευθύνεται μόνο στους μοναχούς αλλά σε όλους τους πιστούς.
Η θεσμοποίηση ενός τέτοιου τρόπου ζωής γίνεται δυνατή με την αυτεξούσια συγκατάθεση των ανθρώπων και όχι με οποιονδήποτε εξωτερικό καταναγκασμό. Ο εξωτερικός καταναγκασμός μπορεί να έχει ορισμένα πρόσκαιρα αποτελέσματα, αλλά προκαλεί αναπόφευκτα έντονες αντιδράσεις και δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις. Οι νόμοι και οι θεσμοί μπορούν να εμποδίσουν την ακαταστασία ή την παρενόχληση της κοινωνικής ζωής και των διαπροσωπικών σχέσεων, αδυνατούν όμως να κατευθύνουν τις διαθέσεις των ανθρώπων ή να εμπνεύσουν την αγάπη και την καταλλαγή στις καρδιές τους. Αντιθέτως, η Εκκλησία με την αλήθεια των δογμάτων της προσφέρει στους ανθρώπους την δυνατότητα να συλλάβουν το βαθύτερο νόημα της υπάρξεώς τους και να ολοκληρωθούν ως πρόσωπα.
Πηγή: Σύναξη, τχ. 113, Ιαν.-Μαρτ. 2010, σ. 4-13.

O φόβος

O φόβος


Jean Claude Larchet
Οι Πατέρες συμπεριλαμβάνουν στα πάθη το φόβο και τις συγγενείς προς αυτόν καταστάσεις, που συνιστούν μορφές ή διαβαθμίσεις του, όπως τη φοβία, το δέος, τον τρόμο και επι­πλέον το άγχος, την αγωνία, την αδημονία.
Γενικά, ο φόβος προκαλείται από τον κίνδυνο στέρησης ή πόνου/δοκιμασίας, μέσω της ιδέας ή του αισθήματος ότι θα χάσουμε ή ενδεχομένως θα χάσουμε αυτό, που επιθυμούμε ή αυτό στο οποίο είμαστε προσκολλημένοι.
Ωστόσο, ο φόβος, -που ορίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο- είναι δυνατόν ν’ αποτελεί αρετή παρά πάθος. Σημειώνει σχε­τικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας: «Ει και πάθος ο φόβος, ως βούλονταί τινες, ότι φόβος εστί πάθος, ουχ ο πας φόβος πά­θος». Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε δύο είδη φόβου.
1) Το πρώτο είδος φόβου, που ο Θεός ενέβαλε στον άν­θρωπο κατά τη δημιουργία του, -συνεπώς ανήκει στην αν­θρώπινη φύση-, έχει διπλή μορφή.
α) Η πρώτη του μορφή είναι μια δύναμη, που συνδέει τον άνθρωπο με την ίδια την ύπαρξή του και τον κάνει να φο­βάται για την απώλεια της ίδιας της ψυχής και του σώματός του. Μέσω αυτού του φόβου στις στοιχειωδέστερες εκδηλώσεις του, ο άνθρωπος προσαρμόζεται στη ζωή και το είναι, ενώ φοβάται ο,τιδήποτε θα ήταν δυνατόν να τα διαβρώσει και να τα καταστρέψει [Σ.τ.μ.: Τη ζωή και το είναι]. Επιπλέ­ον αποστρέφεται το μη-είναι και την ανυπαρξία, όπως το εξηγεί ο Αγιος Μάξιμος, που υπογραμμίζει ότι η συγκεκρι­μένη ροπή είναι φυσική, δηλαδή ανήκει στην ίδια τη φύση του ανθρώπου: «Ει γαρ εξ ουκ όντων τα όντα γενόμενα, και του όντος, ου του μη όντος, έχουσι ανθεκτικήν δύναμιν· ταύτης δε κατά φύσιν ίδιον η προς τα συστατικά ορμή, και προς τα φθαρτικά αφορμή»· μετέχει των λόγων, «των δημιουργικώς αυτή [Σ.τ.μ.: «Τη ανθρωπίνη φύσει»] παρ’ α(Α)υτού εντεθέντων». Και ο ίδιος γράφει σε άλλο σημείο: «Εστί γαρ και κατά φύσιν και παρά φύσιν δειλία [Σ.τ.μ.: Φόβος]· και κατά φύσιν δειλία εστί, δύναμις κατά συστολήν του όντος ανθεκτι­κή». Ακριβώς με την ίδια έκφραση, «δύναμιν κατά συστολήν του όντος ανθεκτικήν», χαρακτηρίζει το φόβο, ο Αγιος Ιω­άννης Δαμασκηνός και συμπληρώνει ότι θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αντιστοιχεί στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, την ορμή της ζωής, την έμφυτη ροπή ότι οφείλουμε να παρα­μείνουμε στο είναι και να διαιωνίσουμε την ύπαρξή μας. Ιδι­αίτερα εκδηλώνεται ως φόβος του θανάτου που συνιστά φυ­σική ροπή, καθώς ο Δημιουργός μάς έδωσε τη ζωή για να τη διατηρήσουμε και η φθορά και ο θάνατος αποτελούν φαινό­μενα αντίθετα στη φύση.
β) Η δεύτερή του μορφή είναι ο «φόβος του Θεού», που στην αρχική βαθμίδα του είναι ο φόβος της θείας τιμωρίας και στην ανώτερη βαθμίδα του ο φόβος της απομάκρυνσης και του αποχωρισμού από το Θεό. Η δεύτερη μορφή φόβου συνδέεται φυσικά με την προηγούμενη: ο προσκολλημένος στη ζωή και το είναι του άνθρωπος, φοβούμενος την απώλειά τους, εάν γνωρίζει την πραγματική φύση τους, τρέμει πιθα­νόν τον χωρισμό από το Θεό, που είναι η αρχή και το τέλος τους, η πηγή και το νόημά τους. Ακόμη υψηλότερα από τη βιολογική ζωή, για τον άνθρωπο που συνειδητοποιεί το θεμέ­λιο της πραγματικότητας, βρίσκεται η εν Χριστώ ζωή, για την απώλεια της οποίας φοβάται. Να γιατί στον πνευματικό άνθρωπο, ο φόβος του Θεού και ο φόβος αυτών που είναι δυ­νατόν να τον χωρίσουν από τον Θεό, -της αμαρτίας και του Πονηρού, που οδηγούν στο θάνατο της ψυχής (πρβλ. Ματθ. 10, 28. Λουκ. 12, 5)-, εξαφανίζουν το φόβο του θανάτου. Ο θάνατος της ψυχής είναι ο μόνος, που οφείλει να φοβάται ο άνθρωπος, καθώς του στερεί οριστικά όλη τη ζωή, ενώ ο βιο­λογικός θάνατος μόνο πρόσκαιρα χωρίζει την ψυχή από το σώμα και αποσυνθέτει μόνο τη γήινη και φθαρτή μορφή της ύπαρξης.
Το πρώτο είδος του φόβου, που μόλις παρουσιάσαμε στις δύο μορφές του, συνιστά αρετή, που κατείχε ο Αδάμ στην προπτωτική κατάστασή του. Πράγματι, ο προορισμός του Αδάμ ήταν να γίνει κατά χάρη αθάνατος, αλλ’ ήταν επιδεκτι­κός θανάτου εξαιτίας της ελεύθερης βούλησής του, εάν μέσω αυτής ερχόταν σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Να για­τί ο Θεός λέγει στον Αδάμ και την Εύα: «Από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού· η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2, 17). Ο φόβος, (συγχρόνως, του θανάτου και του χωρισμού από το Θεό), ήταν ένα από τα μέσα που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, για να τον βοηθήσει να τηρεί την εντολή Του και να προφυλάσσεται από τ’ αποτελέσματα της παράβασής της.
2) Το δεύτερο είδος φόβου, το οποίο οι Πατέρες θεωρούν ως πάθος, αποτελεί συνέπεια του προπατορικού αμαρτήμα­τος. Εκδηλώνεται πάντα με τη μορφή αποστροφής, που νιώθει ο άνθρωπος έναντι αυτού που είναι δυνατόν να φθεί­ρει και να καταστρέφει την ύπαρξή του· ο όρος ύπαρξη δεν αναφέρεται όμως στο κατά Θεόν είναι του ανθρώπου, αλλά στο πεπτωκός είναι του, στο οποίο προσκολλάται με τη φι­λαυτία. Εμφανίζεται πάντα πριν από κάθε φόβο θανάτου, αλλά πλέον για διαφορετικό λόγο σε σχέση με την πρώτη μορφή. Λαμβάνει πολυποίκιλες μορφές, και θα ήταν κουρα­στικό να τις απαριθμήσουμε στο σημείο αυτό. Θ’ αναφέρου­με μαζί με τον Αγιο Μάξιμο, για να χαρακτηρίσουμε το συγκεκριμένο φόβο ότι συμμετέχει στα πάθη που οφείλονται στη στέρηση της ηδονής και έρχεται όπως εκείνα ως αποτέ­λεσμα αυτού που η φιλαυτία κατεργάζεται μέσω της οδύνης ψυχής και σώματος: ο άνθρωπος φοβάται μήπως χάσει ένα αισθητό αντικείμενο, η κατοχή του οποίου (πραγματική ή φανταστικά πρόωρη) του παρέχει συγκεκριμένη αισθητή απόλαυση. Φοβάται επίσης και την αιτία της πιθανής απώ­λειας του αντικειμένου. Η ιδέα ή η αίσθηση της πιθανής αυτής απώλειας γεννά στην ψυχή του κατάσταση δυσφορίας και ταραχής, των οποίων τις συνέπειες υφίσταται και στο σω­ματικό πεδίο εξίσου: «Ποτέ μεν η ψυχή, ποτέ δε το σώμα προεδειλίασε, και τω ετέρω του πάθους μετέδωκεν», σημει­ώνει ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Σε όλες τις περιπτώσεις ο φόβος-πάθος αποκαλύπτει πρόσδεση και αγάπη στον κόσμο τούτο: στα αγαθά του, στην αισθητή ηδονή τους, καθώς επίσης και στο συγκεκριμένο τρόπο ζωής, καθώς αυτή η ζωή κατανοείται ως προϋπηρεσία για να φτάσει κάποιος στην απόλαυση. Από τότε είναι δυνα­τόν να επανασυνδέσουμε στη συγκεκριμένη μορφή φόβου, κάθε φόβο θανάτου, που δεν υπήρχε πριν για παράδειγμα, όπως στο πλαίσιο του φυσικού φόβου μπορούμε να συνά­ψουμε το φόβο απώλειας της ζωής, ο οποίος αναγνωρίζεται:
α) ως αγαθό που προσφέρεται από το Θεό και προϋπηρεσία για να ενωθούμε μαζί Του
β) ως απώλεια των αισθητών ηδονών του κόσμου, τις οποίες η ζωή επιτρέπει ν’ απολαύ­σουμε.
Η βασική αυτή σχέση του πάθους του φόβου και της κοσμικής ζωής, -που κατανοείται και βιώνεται σαρκικά-, αξιολογείται συχνά στο πλαίσιο της διδασκαλίας των Πατέ­ρων. Ο Αγιος Ισαάκ γράφει: «Ότε [άνθρωπος] εν τη γνώ­σει και τη πολιτεία του σώματος ίσταται, εκ του θανάτου πτο­είται». Ένα απόφθεγμα αναφέρει: «Ρωτήθηκε ένας Γέρο­ντας: “Γιατί φοβάμαι όταν περπατώ στην έρημο;” Και απάντησε: “Γιατί εξακολουθείς να ζεις”!». Και ένα ακόμη: «Αδελφός ρώτησε ένα Γέροντα: “Γιατί με καταλαμβάνει φό­βος όταν μου τυχαίνει να βγαίνω μόνος τη νύκτα;” Και ο Γέ­ροντας απαντά: “Γιατί η ζωή τού κόσμου εξακολουθεί να έχει αξία για σένα”».
Ενώ το πρώτο είδος του φόβου είναι «κατά φύσιν», το δεύτερο, που συνιστά κακό πάθος, είναι «παρά φύσιν» και «παρά λόγον». Οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος απομάκρυνε το διπλό σκοπό του φόβου, -φυσιολογικό και φυσικό-, που τον συνέδεε με το αληθινό είναι του και το Θεό, για να τον καταστήσει φόβο απώλειας του πεπτωκότος είναι τού αποχωρισμού από τον αισθητό κόσμο, και απώλειας της εμπαθούς ζωής και της αντίστοιχης, προς αυτή, ηδονής. Αντί να φοβάται ό,τι απειλεί την ύπαρξή του και ιδιαίτερα την πνευματική του ύπαρξη, ο άνθρωπος αρχίζει να φοβάται ό,τι θέτει σε κίνδυνο το αισθητό είναι του και τις απολαύσεις, που καρπώνεται απ’ αυτό.
Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι ο κατά Θεόν φόβος και ο «κοσμικός» φόβος δε συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις εκ φύσεως, αλλά ουσιαστικά την ίδια διάθεση και στάση, προσανατολισμένη προς δύο διαφορετικούς σκοπούς. Τούτο προκύπτει από τις πατερικές διδασκαλίες, όπου οι δύο σκοποί παρουσιάζονται ως αποκλείοντες ο ένας τον άλλο: αν φο­βόμαστε κάποιο πράγμα του κόσμου αυτού, τούτο συμβαίνει γιατί δε φοβόμαστε το Θεό· αντίστροφα, όποιος φοβάται το Θεό, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί: «ο δούλος Κυρίου γενόμενος τον οικείον Δεσπότην και μόνον φοβηθήσεται· ο δε τούτον ούπω φοβούμενος, την εαυτού σκιάν πολλάκις πεφόβηται», γράφει για παράδειγμα ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Για το λόγο αυτό εξάλλου οι Πατέρες αναφέρουν ότι ο φόβος-πάθος ευνοείται από την ακαρπία της ψυχής, εξαι­τίας της απώλειας της θείας παρουσίας σ’ αυτήν: «Εφοβήθην ότι γυμνός ειμί», εξομολογείται ο Αδάμ, μετά το αμάρτη­μά του (Γεν. 3, 10).
Όπως όλα τα υπόλοιπα πάθη, ο φόβος παρουσιάζεται από τους Πατέρες ως νόσος. Κύριος λόγος, που μόλις πα­ρουσιάσαμε είναι η διαστροφή της ενάρετης φυσικής διάθε­σης και στάσης σε παρά φύση πάθος. Δευτερεύοντα λόγο συνιστούν οι ταραχές που γεννά ο φόβος.
Κατά πρώτον, ο φόβος αποκαλύπτει παθολογική σχέση του ανθρώπου προς το Θεό. Ο άνθρωπος αποστρέφεται το Θεό, την πηγή της ζωής του, την αρχή και το τέλος τού είναι του, το νόημα της ύπαρξής του και τοποθετεί το κέντρο των μερίμνων του στην αισθητή πραγματικότητα που γίνεται γι’ αυτόν το Απόλυτο: φοβούμενος την απώλεια κάποιου αγαθού του κόσμου και κάποιας αισθητής ηδονής, αντί να φοβάται την απώλεια του Θεού και συνεπώς του ίδιου του εαυτού του, απομακρύνεται τελικά από το Θεό. Όλη η διαδι­κασία του προπατορικού αμαρτήματος, εντοπίζεται και πάλι στη συγκεκριμένη στάση, όπως βλέπουμε μαζί με όλες τις συ­νέπειές της προφανώς.
Ο έμφοβος, όμως δεν έχει λησμονήσει το Θεό μόνο ως αρχή και τέλος τού είναι και του βίου, αλλά και ως νόημα και κέντρο της ύπαρξης: Τον έχει εξίσου απαρνηθεί και αγνοή­σει· έχει αρνηθεί την Πρόνοια και την προστασία, με την οποία περιβάλλει κάθε ύπαρξη. Ο φόβος αποκαλύπτει την παραίσθηση, την οποία έχει ο παραδομένος στον εαυτό του άνθρωπος: να μη μπορεί ή να μη πρέπει να βασίζεται στις δι­κές του δυνάμεις, να αποστερείται της βοήθειας του Θεού. «Ρώτησαν ένα Γέροντα: “Γιατί φοβάμαι διασχίζοντας την έρημο;” Και αυτός απάντησε: “Γιατί νομίζεις ότι είσαι μόνος και δε βλέπεις το Θεό δίπλα σου». Η διδασκαλία του ίδιου του Χριστού έρχεται ν’ ακυρώσει και να διαλύσει την ψευδαίσθηση, υπενθυμίζοντας στον άνθρωπο ότι ο Θεός προνοεί αδιάκοπα γι’ αυτόν (Ματθ. 10, 29-31. Λουκ. 12, 6-7). Ακόμη ο φόβος είναι τεκμήριο και σημείο απώλειας της πίστης στη Θεία Πρόνοια: «Τί δειλοί εστε ούτω; πώς ουκ έχετε πίστιν;» λέγει ο Χριστός στους κατατρομαγμένους από τη θύελλα μα­θητές του (Μάρκ. 4, 36-40). Επιπλέον, ο φόβος εκφράζει απώλεια πίστης και στα πνευματικά αγαθά. Διότι αν ο άνθρωπος είχε συνδεθεί μ’ αυτά, μόνο αυτά θα φοβόταν μή­πως χάσει: «μίαν οδύνην ειδώς, την τούτων [θείων] αποτυχίαν», αναφέρει σχετικά ο Αγιος Μάξιμος. Τα θεία αγαθά είναι πραγματικά τα μόνα, τα οποία έχουν για τον άνθρωπο απόλυτη αξία και ζωτική σημασία. Ο άνθρωπος, που έχει εμπιστοσύνη στο Θεό, γενόμενος μέτοχος της Αναστάσεως του Χριστού και της θείας ζωής, οφείλει να μη φοβάται καμιά επίθεση κατά της ψυχής ή κατά του σώματός του, ούτε ακόμη την επίθεση του θανάτου που σκοτώνει προσωρινά το σώμα, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο (Ματθ. 10, 28. Λουκ. 12, 4). Όποιος ενώνεται με το Θεό, βρίσκει σ’ Αυτόν την πληρότητα των αγαθών και δε φοβάται μήπως στερηθεί κάποιου αισθητού αγαθού.
Βεβαίως, ο φόβος δεν αφορά μόνο στην έλλειψη πίστης προς τα πνευματικά αγαθά, τα μόνα αληθινά. Ο ίδιος αποδίδει μάταιη πίστη στα αισθητά αγαθά, των οποίων η πραγμα­τικότητα είναι απατηλή και η παρουσία σύντομη όπως του άνθους και της χλόης. Αποτελούν θησαυρούς, που αφανί­ζουν η αποσύνθεση και ο σκόρος και κλέβουν οι κλέφτες (Ματθ. 6, 19. Λουκ. 12, 33). Ο άνθρωπος, αργά ή γρήγορα, χάνει τα αισθητά αγαθά, εξαιτίας του πρόσκαιρου και παρο­δικού χαρακτήρα τους ή λόγω του θανάτου του. Μαζί τους χάνεται και η συνδεδεμένη μ’ αυτά ηδονή, η οποία άλλωστε όπως έχουμε δει, είναι πενιχρή σε σύγκριση με την απόλαυση των αγαθών της Βασιλείας του Θεού. Για το λόγο αυτό ο πεπτωκώς άνθρωπος σφάλλει ως προς την αληθινή ουσία των πραγμάτων και των αισθητών ηδονών στις οποίες προσκολ­λάται. Μάλιστα είναι δυνατόν ο ίδιος να κατέχεται από φό­βο: αν γνώριζε τη φύση των αγαθών, η ενδεχόμενη απώλειά τους θα του ήταν αδιάφορη.
Το γεγονός ότι συνολικά ο φόβος είναι ανωφελής συνιστά ένα ακόμη λόγο εξαιτίας του οποίου παρουσιάζεται ως ασύ­νετη και παράλογη στάση. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να εμπο­δίσει με το φόβο ο,τιδήποτε του συμβαίνει ούτε ν’ αποφύγει τον κίνδυνο ή τη στέρηση που φοβάται, αν υποθέσουμε ότι πράγματι θα επισυμβούν: «Τις εξ υμών μερίμνων δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;» (Ματθ. 6, 27). Ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στον αναποτελεσματικό φό­βο και την ατελέσφορη μέριμνα, τους οποίους ο Χριστός κατηγορεί με τους λόγους Του, αντιπαραθέτει την ενεργή [Σ.τ.μ.: Ή αποτελεσματική] αμεριμνησία αυτού, που αποθέ­τει τον εαυτό του για τα πάντα στη θεία Πρόνοια.
Η παθολογία του φόβου εμφανίζεται και στο, περισσότε­ρο ή λιγότερο σημαντικό, τμήμα της φαντασίας, το οποίο τον δέχεται γενικά. Με τη φαντασία του ο άνθρωπος παραμορ­φώνει την πραγματικότητα, της αποδίδει διαστάσεις που δεν έχει, μεγεθύνοντας για παράδειγμα τους κινδύνους ή θεωρώ­ντας επικείμενη την απώλεια κάποιου αντικειμένου. Η φα­ντασία όμως προβάλλει και ανύπαρκτες πραγματικότητες: κατασκευάζει, προδικάζει ή και οδηγεί στην αποδοχή ως βέβαιον, -στο παρόν ή το εγγύς μέλλον- γεγονότων που δεν έχουν συμβεί και για τα οποία κανένας αντικειμενικός λόγος δεν εγγυάται την πραγματοποίησή τους. Έτσι ο Αγιος Ιω­άννης της Κλίμακος δίνει για το φόβο τον εξής ορισμό: «Φό­βος εστί προμελετώμενος κίνδυνος [...], σύντρομος αίσθησις καρδίας περί αδήλων συμφορών κλονουμένη και ασχάλλουσα» [Σ.τ.μ.: Αγωνιώδης]. Παρατηρεί επιπλέον πως ο φόβος θέτει ερωτηματικά και για τα πλέον βέβαια πράγματα (στο όνομα του αντικειμένου του) και το ρόλο που αναλαμβάνει η φαντασία στο σημείο αυτό: «Φόβος εστί πληροφορίας [Σ.τ.μ.: Η ακλόνητη βεβαιότητα για κάποιο θέμα με την επίνευση της Θείας Χάρης] στέρησις». Και ακολουθούν τα πα­θολογικά σημεία του παραληρήματος: παραμόρφωση της πραγματικότητας, όχι αντίληψη του συμβαίνοντος ή του γε­γονότος, αντίληψη ανύπαρκτης πραγματικότητας. Από τον τρόπο, που το πραγματικό γίνεται αντιληπτό και βιώνεται, ο φόβος αποκαλύπτει πάντα ότι η φαντασία δίνει το βήμα και στις υπόλοιπες δυνάμεις και επιβάλλει τις παραστάσεις της σ’ αυτές. «Κατάπληξις δε φόβος εκ μεγάλης φαντασίας», παρατηρεί ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Ενώ ο φόβος και η κατάπληξις μόνο μερικώς διεγείρονται από αντικειμενι­κούς λόγους, αποτελούν συχνότατα ισχυρό τμήμα τής φαντα­σίας. Οι περισσότερες όμως από τις υπόλοιπες μορφές φό­βου, και ιδιαίτερα το άγχος και η αγωνία, χαρακτηρίζονται από την απουσία αντικειμενικών λόγων θεμελίωσης· στο άτομο που είναι υποχείριο του φόβου σημαντικό ρόλο ασκεί η επιρροή του παραλόγου. Στον έμφοβο άνθρωπο, μοιά­ζουν κατεσταλμένες οι δυνάμεις, που θα του επέτρεπαν να εκτιμά τα πράγματα και τα γεγονότα στις ακριβείς τους δια­στάσεις. Ο συγγραφέας του βιβλίου Σοφία Σολομώντος αναφέρει: «ουθέν γαρ εστι φόβος ει μη προδοσία των από λογισμού βοηθημάτων» (17, 11).
Ενδεχομένως, η γέννηση και η ανάπτυξη του φόβου, υπο­κινούνται ή εννοούνται από διάφορα πάθη. Στην πρώτη θέ­ση, η υπερηφανία, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με το φό­βο. Συναφής είναι η παρατήρηση του Αγίου Ισαάκ: «Ο ταύ­της [της ταπεινώσεως] ελλείπων, ελλιπής εστι και από της τελειώσεως· και ο από ταύτης ελλιπής, αεί περίφοβός εστι». Ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος συμπληρώνει σχετικά: «Υπερήφανος ψυχή, δειλίας δούλη· εφ’ εαυτή πεποιθυΐα, και κτύπους κτισμάτων και σκιάς δεδοικυΐα». Ο Αγιος Συ­μεών ο Νέος Θεολόγος υπενθυμίζει ότι ο φόβος συνδέεται προφανέστατα και με το πάθος τής δειλίας.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ο φόβος είναι δυνατόν να γεννάται από την αμαρτία: «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν» (Ρωμ. 2, 9). Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος επισημαίνει: «Οι εν αμαρτίαις όντες και φόβω συζώσι διηνεκεί· και καθάπερ οι δια νυκτός ασελήνου βαδίζοντες τρέμουσι, καν μηδείς ο φοβών παρή, ούτω και οι την αμαρτίαν εργαζόμενοι, θαρρείν ουκ έχουσι, καν μηδείς ο ελέγχων η· αλλά πάντα δεδοίκασι, και υποπτεύουσιν, υπό του συνειδότος κεντούμενοι, και πάντα αυτοίς δέους και αγωνίας εστί μεστά, πάντα περιβλέπονται, πάντα φοβούνται». Οι συγκε­κριμένες θέσεις φαίνεται ότι δεν πρέπει να αναφέρονται μό­νο σ’ όσους υποκρίνονται ότι ζουν σύμφωνα με τις εντολές ή ότι τουλάχιστον τις γνωρίζουν, ενώ τις έχουν παραβεί και κα­τά συνέπεια υφίστανται τον έλεγχο της συνείδησής τους. Πρέπει να εφαρμόζονται και σε όσους, ενώ ζουν έξω από την πίστη, αγνοώντας τους κανόνες και τις εντολές της, έχουν εντούτοις κάποια αόριστη και ασαφή αίσθηση της αμαρτωλότητάς τους. Φαίνεται ακόμη ότι η ισχύς της αμαρτητικής κατάστασης που υποκινεί το φόβο με τη μορφή του άγχους και της αγωνίας είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο το υποκείμενο δεν έχει συνειδητοποιήσει σαφώς το ελάττωμα και το σφάλ­μα του. Υπενθυμίζοντας «την της ψυχής δειλίαν της εαυτών κακίας» ο Αγιος Διάδοχος Φωτικής συμβουλεύει το χριστια­νό να επαγρυπνεί και να φροντίζει την εξομολόγηση ιδίως των ακουσίων αμαρτημάτων του και μάλιστα των ασυνείδη­των από την πρώτη στιγμή. Πάλι ο ίδιος γράφει: «εάν γαρ μη πρεπόντως και περί αυτών [των ασυνειδήτων] εξομολογησώμεθα, δειλίαν τινα άδηλον [...] ευρήσομεν εν εαυτοίς».
Όπως και τα υπόλοιπα πάθη, ο φόβος έχει άμεσα μερίδιο στη δαιμονική ενέργεια, συνδεδεμένος με τους δαίμονες, οι οποίοι συμβάλλουν στην εμφάνισή του, και επωφελούνται πολύ από την παρουσία του, καθώς συνιστά ιδιαίτερα ευνοϊ­κό έδαφος για τη δράση τους. Βρίσκουν στο φόβο το σύμμα­χό τους, παρατηρεί ο Αγιος Διάδοχος υπενθυμίζοντας σύνδεση φόβου και αμαρτίας.
(Από το βιβλίο του Jean Claude Larchet (*) «Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων – Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμος Α’, Εκδόσεις “Αποστολική Διακονία”)
(Πλήθος αναφορών σε έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας θα βρείτε στο βιβλίο)
(*) Ο Jean Claude Larchet γεννήθηκε το 1949 στη βορειοανατολική Γαλλία. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, είναι συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων που αφορούν τη θεολογία και την πνευματικότητα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία μεταφράστηκαν σε δώδεκα γλώσσες. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ορθόδοξους πατρολόγους και ένας σημαντικός εκφραστής της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη Γαλλία. Διευθύνει, σε δύο γαλλικούς εκδοτικούς οίκους, μία συλλογή βιβλίων αφιερωμένων σε σύγχρονους πνευματικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο γέροντας Παϊσιος, ο γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο γέροντας Χαράλαμπος, ο γέροντας Πορφύριος.

Τα κινήματα ειρήνης και η πραγματική ειρήνη (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος)

Τα κινήματα ειρήνης και η πραγματική ειρήνη (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος)


Τα «ειρηνιστικά κινήματα είναι πολύ παραπλανητικά. Αν έχετε προσέξει, ομιλούν μόνο για ειρήνη. Γιατί μόνο περί ειρήνης, και όχι περί ελευθερίας; Η ελευθερία δεν είναι δώρο Θεού;
Οι «ειρηνιστές» ομιλούν για ειρήνη εξωτερική. Η εσωτερική ειρήνη που πάει; Όταν ο άνθρωπος δεν έχει εσωτερική ειρήνη, όταν δεν ειρηνεύσει με τον Θεό, ακόμη κι αν δεν έχει εξωτερική αναταραχή, εξωτερικό πόλεμο, θα τρώγεται με τον εαυτό του. Θα τρώγεται με τα ρούχα του. Θα μαλώνουν ο πατέρας με τα παιδιά, η γυναίκα με τον άνδρα, οι πεθερές με τις νύφες. Θα γίνεται πόλεμος. Θα είναι πεδίο συρράξεως το ίδιο το σπίτι μας, αν δεν έχουμε εσωτερική ειρήνη. Τι μιλάμε περί ειρήνης εξωτερικής, όταν απουσιάζει η εσωτερική ειρήνη;
Καλή και η εξωτερική ειρήνη. Προηγείται όμως της εξωτερικής η εσωτερική ειρήνη, η ειρήνη από τα πάθη, η ειρήνη των τέκνων του Θεού. Αυτός που έχει την πραγματική ειρήνη, την έχει ακόμη και στον πόλεμο. Εν αντιθέσει με αυτούς που φωνάζουν για την ειρήνη και βγάζουν τα μάτια τους μεταξύ τους στις «πορείες ειρήνης». Ειρηνιστές και οι μεν και οι δε!
 
Η ειρήνη την οποία θέλουν οι «ειρηνιστές», είναι μόνο εξωτερική. «Μη μου τους κύκλους τάραττε». Να μην έχουμε πολέμους, για ν’ απολαμβάνουμε αμέριμνοι τα αγαθά της ζωής, τις ηδονές μας. «Ίνα εν ταις ηδοναίς ημών δαπανήσωμεν». Ο πόλεμος, η επιστράτευσις, μας στερεί από ηδονές. Μας στερεί από τα «αγαθά της ζωής», από τον πλούτο, από την σάρκα, τα γλέντια, τις διασκεδάσεις. Δεν μπορούμε να τα έχουμε αυτά, όταν είμεθα σε επιστράτευση. Να έχουμε, λοιπόν, ειρήνη, για να έχουμε τα πάθη μας ασύδοτα, να τα ικανοποιούμε. Μα αυτή η ειρήνη δεν είναι αληθινή, δεν είναι κατά Θεόν. αυτή είναι ψευδής, επίπλαστη, όπως λέγει ο άγιος Ιάκωβος για την σοφία: «Ουκ έστιν αύτη η σοφία άνωθεν κατερχομένη, αλλ’ επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης».
 
Και αυτού του είδους η ειρήνη τέτοια είναι, «επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης». δεν είναι ειρήνη «άνωθεν κατερχομένη». Η «άνωθεν κατερχομένη» ειρήνη, «η υπερέχουσα πάντα νουν», είναι η ειρήνη η εσωτερική, η ειρήνη από τα πάθη.
 
Εάν όλοι οι άνθρωποι ακολουθούσαν τον νόμο του Θεού, δεν θα υπήρχε πόλεμος. Δεν θα υπήρχαν έριδες μεταξύ των ανθρώπων. Παντού θα βασίλευε η ειρήνη και η αγάπη του Θεού. Κακός ο πόλεμος. Αλλά προτού να στραφούμε κατά του πολέμου, να στραφούμε κατά της αμαρτίας. Όταν υπάρχει αμαρτία, θα υπάρχει και πόλεμος. Όσο υπάρχει πλεονεξία και κακία, θα υπάρχει και πόλεμος. Το μεγαλύτερο και φρικιαστικώτερο κατεστημένο είναι η αμαρτία. Εάν, λοιπόν, ειπούμε «Κάτω η αμαρτία», ταυτόχρονα λέγουμε «Κάτω ο πόλεμος».
 
Σήμερα, φυσικά, οι πόλεμοι θα είναι απείρως φρικαλεώτεροι, αν ποτέ γίνουν με τα πυρηνικά όπλα και όχι με τα συμβατικά. Θα είναι απείρως αγριώτεροι. Δεν έχουμε σήμερα εκείνα τα βασανιστήρια που έκαναν τότε, αλλ’ όταν μ’ ένα μέσο σημερινό, με την πυρηνική ενέργεια, καθιστάς και τους απογόνους των ανθρώπων αναπήρους, τι αγριότητα είναι αυτή; Την εποχή εκείνη έπιαναν κάποιον, τον βασάνιζαν, πέθαινε από τα φρικτά βασανιστήρια, τελείωνε η ζωή του επί της γης. Για τους απογόνους του δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Τα παιδιά του μεγάλωναν φυσιολογικά. Σήμερα μπορεί και να μη πεθάνει ένας άνθρωπος, απλώς να πάθει μια βαριά αρρώστια. Οι απόγονοί του όμως, πολύ πιθανόν, θα γεννηθούν είτε διανοητικώς ανάπηροι είτε τυφλοί είτε δεν ξέρω με ποιες άλλες αλλοιώσεις.
 
Κάποιος συγγραφεύς λέγει: «Δεν γνωρίζω με τι όπλα θα γίνει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Γνωρίζω όμως, με τι θα γίνει ο τέταρτος». Και προσθέτει: «Ο τέταρτος παγκόσμιος πόλεμος θα γίνει με πέτρες». Δηλαδή θα εξαλειφθούν τα πάντα από την γη, δεν θα υπάρχει πολιτισμός, δεν θα υπάρχει τίποτε, και αν ξαναπολεμήσουν οι άνθρωποι, μόνο πέτρες θα πετάει ο ένας στον άλλο.
 
Αν οι λαοί εφήρμοζαν όσα είπε ο Κύριος, δεν θα υπήρχαν πόλεμοι. Πόλεμοι υπάρχουν ακριβώς διότι δεν εφαρμόζουμε την διδασκαλία του Κυρίου. Υπάρχει ένα δένδρο, το οποίο δεν το ποτίζουμε, δεν το καλλιεργούμε, και θέλουμε να πάρουμε καρπούς. Πως θα πάρουμε καρπούς;
 
Αν, λοιπόν, ο Χριστός θεμελιωθεί στην καρδιά κάθε ανθρώπου, τότε και μεταξύ των λαών δεν θα έχουμε προβλήματα. Αυτή τη στιγμή όμως, όπως έχουν τα πράγματα ισχύει το του Παύλου: «Η εξουσία ουκ εική την μάχαιραν φορεί» και: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω». Όταν έρχεται ο άλλος να μας σκοτώσει, η Πολιτεία έχει την δύναμη και το δικαίωμα να κάνει νόμιμη άμυνα.
 
Δεν είναι, λοιπόν, ανεφάρμοστα όσα λέγει ο Χριστός. Εκείνος που ζητά αγάπη στις σχέσεις των λαών, ας την εφαρμόσει πρώτα στην οικογένειά του και μετά βλέπουμε. Την εφαρμόζει αυτός στην γυναίκα του; Την εφαρμόζει στα παιδιά του; Στους συγγενείς του; Στην πολυκατοικία που μένει; Γιατί παραξενευόμεθα, όταν δεν υπάρχει αγάπη μεταξύ των λαών, εφ’ όσον οι ίδιοι παραμελούμε την αγάπη προς τον πλησίον;
 

Το πρόσωπο σήμερα είναι δυσδιάκριτο

Το πρόσωπο σήμερα είναι δυσδιάκριτο


 
Μητροπολίτου Μονεμβασίας & Σπάρτης Ευσταθίου
 
Στίς μέρες μας τό πρόσωπο ἔχει ὑποστεῖ φοβερή ἀλλοίωση.
Βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο καί δέν μπορεῖς νά καταλάβεις, ὅσο σοφός καί ἄν εἶσαι, ὅση πεῖρα καί ἄν διαθέτεις, ἄν εἶναι καλός, ἄκακος,  ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἤ ἄνθρωπος πού φιλοξενεῖ μέσα του κάθε κακία.
Κάποτε, ἀλλά ὄχι παντοτε, μπορεῖς νά ὑποψιαστεῖς, ὅτι αὐτό τό ἀγγελικό πρόσωπο, αὐτός ὁ εὐγενικός ἄνθρωπος ἴσως νά κρύβει μέσα του τόν παλαιό Ἀδάμ.
Μπορεῖ γιά τόν κάθε συνάνθρωπό μας «ὁ παλαιός ἄνθρωπος» νά μήν ἔχει «πεθάνει» ἀκόμη. Μπορεῖ τά πάθη, ἡ ἁμαρτία καί ἄλλες ἀδυναμίες νά κατευθύνουν τή ζωή του.
Μπορεῖ νά ζεῖ μιά διπλή ζωή καί μέ τίς δύο ὄψεις ἄψογες. Μπορεῖ νά διαθέτει μιά ζωή πού τή χαρακτηρίζει ἡ καλοσύνη, ἡ εὐγένεια, ἡ προθυμία καί νά κάνει ἐπίσης σέ ἄλλο τόπο καί σέ ἄλλο χρόνο αἴσχη, ἀνήθικες καί ἀνέντιμες πράξεις πού προσβάλλουν τόν ἄνθρωπο καί ζημιώνουν τόν συνάνθρωπο.
Μπορεῖ νά τρέχει στήν Ἐκκλησία ἀπό πολύ πρωί καί συχνά πυκνά νά τρέχει ἐπίσης σέ ἄλλες στιγμές στά καταγώγια.
Νά ὁμιλεῖ γιά τόν Χριστό μέ γλῶσσα πού στάζει μέλι καί σέ κάποιες στιγμές ἀδυναμίας νά ὑβρίζει τόν Θεό, νά βλασφημεῖ τόν Κύριό μας καί νά προσβάλλει κάθε ἱερό καί ὅσιο.
Μπορεῖ νά διδάσκει σάν τόν Χρυσόστομο τήν ἀξία τῆς ἁγνῆς ζωῆς καί νά ἀναλαμβάνει καί ἔργο διαφωτιστῆ ἀνάμεσα στούς νέους, περιγράφοντάς τους τήν ἀξία τῆς ἐγκράτειας καί τά ἀγαθά ἀποτελέσματά της, καί σέ ἄλλο τόπο καί σέ ἄλλη στιγμή νά κυλιέται σάν τό χοιρινό στή διαφθορά καί νά ζεῖ χωρίς ἠθικούς φραγμούς.
Μπορεῖ νά κόπτεται γιά τήν κλεψιά ἀνθρώπων τῆς ἀνώτατης τάξης καί ὁ ἴδιος νά πίνει τό αἷμα τῶν ἐργαζομένων στό σπίτι του καί στίς δουλειές του.
Σέ κάποιες στιγμές τόν καμαρώνεις, τόν θαυμάζεις καί τόν ἐπαινεῖς καί σέ ἄλλες στιγμές τόν κοιτάζεις ἀπό τά νύχια ἕως τήν κορυφή καί δέν ἀναγνωρίζεις στό πρόσωπό του τόν προηγούμενο ἄνθρωπο, γιατί τό προσωπεῖο του ἦταν ἄριστα προσαρμοσμένο στό πρόσωπό του.
Ὤ, ἄν μπορούσαμε νά ἰδοῦμε τόν καθένα ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα! Ὤ, ἄν εἴχαμε τήν ἱκανότητα νά ξεκλειδώνουμε τά κρανία τῶν ἀνθρώπων, γιά νά μαθαίνουμε τί σκεπτονται!  Ὤ, ἄν εἴχαμε τή δύναμη νά μποῦμε μέσα στίς καρδιές τους καί νά δοῦμε τί φιλοξενοῦν οἱ ἄνθρωποι!
Ὅμως, τέτοιες ἱκανότητες δέν ἔχουμε. Αὐτές τίς ἔχει μόνο ὁ Θεός καί μάλιστα στόν ἀπόλυτο βαθμό τους.
Ἐκεῖνος γνωρίζει τά λόγια μας καί τό βαθύτερο περιεχόμενό τους. Ἐκεῖνος γνωρίζει τή σιωπή μας καί τό νόημά της. Ἐκεῖνος γνωρίζει μέ ἐνάργεια τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες μας, τίς ἐνθυμήσεις μας καί τίς λεπτομέρειες τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.
Ἐμεῖς, ἐπειδή δέν ἔχουμε αὐτές τίς ἱκανότητες, καλό εἶναι νά προσέχουμε καί νά προσευχόμαστε νά μᾶς φυλάει ὁ Θεός ἀπό τά πρόσωπα πού εἶναι κοντά μας ἤ μακριά μας. Νά μᾶς προστατεύει ἀπό τούς ἐχθρούς μας, ἀλλά περισσότερο ἀπό τούς φίλους μας καί τούς συνεργάτες μας. Ἀπό ἐκείνους πού  κόπτονται γιά μᾶς φανερά καί ἀπό ἐκείνους πού κρυφά θέλουν νά μᾶς ζημιώσουν. Ἀπό ἐκείνους πού περιμένουμε νά ἐκδηλωθεῖ ἡ κακία τους καί νά ξεσπάσει ἡ ὀργή τους, ὥστε, ὅταν ἐκδηλωθοῦν τά αἰσθήματά τους, νά ἔχουμε ἠρεμία. «Ἡτοιμάσθην καί οὐκ ἐχαράχθην» ἔλεγε ὁ Δαυίδ. Δηλαδή, ὅταν περιμένεις κάτι κακό ἀπό κάποιον, εἶσαι ἕτοιμος καί δέν ταράζεσαι πολύ, ὅταν γίνει. Νά μᾶς προστατεύει, ὅμως, περισσότερο ἀπό ἐκείνους πού δείχνουν ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον καί παρουσιάζουν τό καλό πρόσωπό τους, γιατί αὐτῶν ἡ κακία, ὅπου ὑπάρχει, ὡς ἀπρόσμενη εἶναι πιό πικρή καί περισσότερο ἐπικίνδυνη.
Τέλος, ἄς ἔχουμε κατά νοῦ, καί πρῶτος ὁ γράφων, αὐτό πού ἔλεγε ἕνας Γέροντας σοφός «τη διαίρεση γιά τόν κάθε ἀνθρωπο νά μήν τήν κάνεις 4 διά 2, ἀλλά 5 διά 2 γιά νά μένει καί ἕνα κρατούμενο!».