Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

ΦΥΛΑΚΕΣ ΒΑΡΑΤΕΚ 1970 YΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΥΠΟΥΛΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ - ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ

ΦΥΛΑΚΕΣ ΒΑΡΑΤΕΚ 1970 YΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΥΠΟΥΛΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ - ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ


ΦΥΛΑΚΕΣ ΒΑΡΑΤΕΚ 1970

YΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΥΠΟΥΛΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ 

(ό π. Κλεόπας τον λέει πειρασμό εκ δεξιών) —θα μπορούσα να τον ονομάσω πειρασμό της πίστεως— που θεωρείται πανάκεια για καθετί πού απασχολεί τον άνθρωπο, πού αντικαθιστά όλες τις ανθρώπινες αρετές και πού κατά βάθος αποτελεί μια τετραπλή υπόσταση της αλαζονείας, σε συνδυασμό με την αφέλεια:
 
 


[ α) Ή πεποίθηση ότι με την πίστη δεν αρρωσταίνουμε ποτέ, oτι δεν είναι δυνατόν να ξανά αρρωστήσουμε ή oτι, αν παρ' ολ` αυτά αρρωστήσουμε, δεν έχουμε ανάγκη από γιατρούς και φάρμακα, τη στιγμή πού μπορούμε να θεραπευτούμε ανά πάσα στιγμή με τις προσευχές.
Μια τέτοια πεποίθηση, ή οποία μας θυμίζει αυτό πού είπε ό Ζακ Μαριταίν (θα πάρη τον Χριστό στο τηλέφωνο), είναι τό ίδιο με την πεποίθηση πού έχουν κάποιοι οι όποιοι δέχονται την ύπαρξη του Θεού μόνο μέσα από κάποιο θαύμα. Ό άνθρωπος πού πιστεύει κάτι τέτοιο μοιάζει με τον μηνυτή, πού, αντί να καταφύγει σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κάνει προσφυγή.

Ταυτόχρονα όμως είναι και έλλειψη ταπεινότητας. Οι γιατροί, τα φάρμακα, του θεού δώρα είναι. Ό πιστός αρρωσταίνει, όπως ακριβώς αρρωσταίνει όλος ό κόσμος και ακριβώς με τον ίδιο τρόπο θεραπεύεται, με τη βοήθεια δηλαδή των γιατρών και των φαρμάκων (αν βέβαια του είναι γραφτό να θεραπευτεί).

Ό θεός βέβαια κάνει και θαύματα, αλλά μόνον όταν Εκείνος το θελήσει. Ή ιστορία της Εκκλησίας μας δείχνει πώς τα θαύματα δεν γίνονται ένα κάθε μέρα, ούτε ό θεός μας προειδοποιεί πότε θα κάνει θαύμα, για να πάμε να το παρακολουθήσουμε.    Ο SADHU SUNDAR SINGH είναι αλήθεια πώς ζήτησε απ' τον Κύριο να του φανερωθεί, και ή προσευχή του εισακούστηκε. Δεν ζήτησε όμως κάποια σωματική θεραπεία για τον εαυτό του, άλλα σε όλη τη ζωή του βάδισε στο δρόμο του Ευαγγελίου και της βίας (όπως την αναφέρει ό Ματθαίος στο II, 12) για  να συναντήσει την πίστη. Σύμφωνα με τη Λούρδη, ό αριθμός θεραπειών πού έγιναν με θαυμαστό και ανεξήγητο τρόπο και πού αναγνώρισε επίσημα ή Ιατρική επιτροπή συναγωνίζεται τον αριθμό πού αναφέρει ή επίσημη Εκκλησία.

 Ή Εκκλησία μάλιστα δείχνει πιο προσεκτική σε τέτοια θέματα, από την ιατρική, όπως για παράδειγμα ή σινδόνη του Τουρίνου, θέμα για το όποιο έδωσε προτεραιότητα στα ιστορικά επιχειρήματα, σε σχέση με τα επιστημονικά (υπεριώδεις ακτίνες).

Ό Απόστολος Παύλος έμεινε με την παλιά του αρρώστια (στα μάτια;) τη δωρεά της Χάριτος (...εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατανά  ίνα κολαφίζη...), δηλαδή, ...μοϋ δόθηκε ένα αγκάθι στο σώμα, ένας Άγγελος του Σατανά, για να με ραπίζει...

Αρά λοιπόν; Ό πιστός άνθρωπος να ξέρει πώς μπορεί κι αυτός σαν τους άλλους ανθρώπους να αρρωστήσει κάποια στιγμή και τότε να προσευχηθεί να τον βοηθήσει ό Θεός, αλλά να βοηθήσει και τον γιατρό πού πρέπει να επισκεφτεί και να ευλογήσει τη θεραπεία, πού εκείνος ως ειδικός θα προτείνει. β)

Ή πεποίθηση ότι με την πίστη
γλιτώνουμε από τη θύελλα των πειρασμών.
Όχι. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει.

Πατερικά Κείμενα: στην είσοδο ενός χωριού με αμαρτωλούς κατοίκους κατοικούν δύο δαίμονες. Γύρω από ένα μοναστήρι με ευσεβείς και άπορους μοναχούς στέκουν δύο χιλιάδες δαίμονες.
γ) Ή πεποίθηση ότι με την πίστη δεν έχουμε ανάγκη από τις συνηθισμένες αρετές των ανθρώπων, όπως την εξυπνάδα, τη δικαιοσύνη, την επίμονη προσπάθεια...

Ό πιστός άνθρωπος έχει ανάγκη όλες τις παραπάνω αρετές, όπως τις ανάγκη όλοι οι άνθρωποι. Ή πίστη μας βοηθά, μας ενδυναμώνει, μας ανυψώνει μας χαροποιεί, αλλά δεν παραμερίζει τις ανθρώπινες αρετές. (Ή πίστη γενικά —και αυτό αποτελεί κανόνα— δεν μας προσφέρει ένα όμορφο καταστατικό . Μας κάνει ευτυχισμένους σε σχέση με τούς συνανθρώπους μας, αλλά όχι μόνο δεν παραχωρεί προνόμια, μα απεναντίας μας δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις.

Αν λοιπόν ό πιστός υποπέσει σε κάποιο σφάλμα, σε μια απερισκεψία, ασύνετη πράξη, θα υποστεί κι αυτός, όπως όλοι οι άνθρωποι, τις φυσιολογικές συνέπειες, κι αυτό δεν θα πρέπει να τον κάνει να απορήσει ή να παραπονεθεί.

 Κανείς δεν εξαιρείται.

δ) Ή πεποίθηση ότι με την πίστη μπορούμε να αποκτήσουμε οτιδήποτε, να καταβάλουμε καμία απολύτως προσπάθεια. Λάθος. Με την πίστη και προσευχή μπορούμε να αποκτήσουμε όλα τα πνευματικά δώρα, τα υπερφυσικά Τα δώρα της φύσης μας, όμως, πού είναι ανάλογα με τις δικές μας ισχνές δυνάμεις, πρέπει να προσπαθούμε να τα αποκτήσουμε με τα κοινά μέσα. είναι και το νόημα της παροιμίας: αυτό «Ό Θεός σου δίνει, αλλά μην περιμένεις  σου τα βάλει και στο δισάκι». Ή παροιμία αυτή θα μπορούσε κάλλιστα κάνεις ότι αποτελεί τη μεταφορική περίληψη ενός χωρίου της Αγίας Γραφής (Πραξ. 12, 7).

 Ό Άγγελος ανοίγει στον Πέτρο τις πόρτες της φυλακής και τον απελευθερώνει από τα δεσμά, διότι αυτά τα δύο μόνος του ό Πέτρος δεν θα μπορούσε να τα κάνει. Κατόπιν όμως του λέγει: «ανάστα εν τάχει... περίζωσαι και υποδησαι τα σανδάλια σου... περιβαλού το ιμάτιο σου και ακολουθεί μοι», δηλαδή, σήκω γρήγορα... ζώσου και φόρεσε τα σανδάλια σου... φόρεσε το μανδύα σου και ακολούθησε με, διότι αυτά μπορούσε να τα κάνει. Επομένως πρέπει να τα κάνει μόνος του, με τα δικά του χέρια.


Ίσως και ό δύστυχος ό Κρόμγουελ να κατάλαβε τελικά πώς έχουν τα πράγματα όταν είπε «Έχε εμπιστοσύνη στον Θεό και κράτα το μπαρούτι του όπλου σου ξερό  » οι τέσσερις τύποι πού διατύπωσε ό Γερμανός παιδαγωγός Κύνεκε υπάρχουν απαράλλακτοι και στις φυλακές: Ό Τσέζαρ: (Κλείστε το παράθυρο! Μην πάτε στην τουαλέτα μετά τις εννιά!). Βεντέτα και κλάψες: (Θέλω τη μαμά μου), και φενάκη αντί να περνάς απαρατήρητος καλύτερα να κάνεις τον παλιάτσο).

ΒΙΒΛΙ. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ.
ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Δευτέρα, 28 Ιανουαρίου 2008

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Μετάφραση από τα Ρουμανικά
Νεκτάριος Κουκοβίνος

Εκδόσεις: Μαΐστρος 2006
Σειρά:
Σύνορα
Το βιβλίο (526 σελίδες) πραγματεύεται την πνευματική περιπέτεια του Νικολάε Στάινχαρτ, ενός συγγραφέα που θεωρείται ο «Παπαδιαμάντης» της Ρουμανίας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε Εβραϊκή οικογένεια. Έσκυψε και μελέτησε σε βάθος την Ευρωπαϊκή γραμματεία. Κάτοχος μεγάλης φιλοσοφικής όσο και λογοτεχνικής παιδείας, πνεύμα ανήσυχο και περίεργο, γνώρισε και ασπάστηκε την ορθόδοξη πίστη. Φυλακίστηκε από το καθεστώς Τσαουσέσκου και έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί με ποινικούς εγκληματίες και πολιτικούς καταδίκους, μεταξύ των οποίων και ιερείς όλων των χριστιανικών δογμάτων. Βαφτίστηκε κρυφά μέσα στις φυλακές, ενώ αργότερα έζησε στη Μονή της Ροχίας, ως ιερέας και υπεύθυνος βιβλιοθήκης. Οι εμπειρίες της ζωής του, η εξέλιξη των σκέψεών του, ο δρόμος για τη σωματική, ψυχική και νοητική του επιβίωση, καθώς και η πνευματική του πορεία, καταγράφονται στο βιβλίο του, το οποίο ο συγγραφέας θεωρεί ως την πολιτική, λογοτεχνική και πνευματική του διαθήκη. Το χειρόγραφο του «Ημερολογίου της Ευτυχίας», που είναι το σημαντικότερο έργο του, κατασχέθηκε από το καθεστώς, καταστράφηκε σε καιρούς ταραχώδεις και ανασυστήθηκε από μνήμης. Με παράδοξο όμως και αξιοθαύμαστο τρόπο ήρθε και πάλι στα χέρια του. Βιβλίο στοχαστικό όσο και βιωματικό, συνιστά μια από τις σημαντικότερες πνευματικές καταθέσεις του 20ου αιώνα.
O Βίτζιλ Μπουλάτ παρατηρεί ότι «στο πρόσωπο του Στάινχαρτ συνυπάρχουν αρμονικά ο συγγραφέας και ο μοναχός, γι’ αυτό και το Ημερολόγιο της Ευτυχίας είναι ένα βιβλίο μύησης στον χριστιανισμό».Ο ίδιος ο Στάινχαρτ καταγράφει στο Ημερολόγιό του καθαρά υπαρξιακές θέσεις, που αφορούν στην ουσία του χριστιανισμού, όπως: «Είμαι χριστιανός και γι’ αυτό με επισκέπτεται η χαρά, χαρά παράξενη και αναίτια. Μόνο εξαιτίας του χριστιανισμού δεν γυρνάω σκυφτός, ντροπιασμένος και απογοητευμένος στους δρόμους της πόλης, νύχτα μέρα. Μόνο εξαιτίας της πίστης στον Ιησού Χριστό δεν κατέληξα να γίνω κι εγώ (όπως λέει ο Φρανσουά Μωριάκ στο βιβλίο του Πεπρωμένα) ένα από αυτά τα ζωντανά πτώματα που κουβαλάει μαζί του το τρεχούμενο νερό της ζωής. Μόνο εξαιτίας του χριστιανισμού μπόρεσα να καταλάβω αυτό που πολύ όμορφα λέει η Αγία Γραφή στις Πράξεις των Αποστόλων και συγκεκριμένα στο 20,35: Μακάριον εστί μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν».

Στις φυλακές Γκέρλα της Ρουμανίας είδα τον Ιησού Χριστό (Νικολάε Στάϊνχαρτ)

Στις φυλακές Γκέρλα της Ρουμανίας είδα τον Ιησού Χριστό (Νικολάε Στάϊνχαρτ)

Δημοσιεύθηκε: 25 Οκτωβρίου 2012 Κατηγορίες: Βιογραφικά, Θαύματα, Ορθόδοξο βίωμα
ΓΚΕΡΛΑ, Μάιος 1963
ΕΓΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟΣ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ, τρομερά αδύνατος, μόλις πού στέκεται στα πόδια του δεν μπορεί να αρθρώσει δυο λέξεις, όλη την ήμερα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με μια κουρελιασμένη κουβέρτα, βυθισμένος στην προσευχή, ό π. Χαραλάμπιε προσμένει το θάνατο.
Που και που όμως βρίσκει τον τρόπο και το κουράγιο να απαντά όταν τον ρωτούν κάτι. Ως μοναχός, φτάνει στο τέλος του επίγειου ταξιδιού του γεμάτος γαλήνη, αλλά όχι δίχως φροντίδες. Ως σώφρων άνθρωπος, πού ετοιμάζεται για το άλλο, το μεγάλο ταξίδι, ξέρει πως για ένα τέτοιο ταξίδι πρέπει κανείς να φροντίσει για όλα από πριν, να ετοιμάσει τα απαραίτητα και να εφοδιαστεί με τη σκέψη ότι εκεί όπου θα πάει θα είναι καλύτερα να περισσέψει παρά να λείψει κάτι, όταν φτάσει στο τέρμα. Αφιερώνει και σ’ εμένα λίγο χρόνο.
Τον κοιτάζω, του μιλάω και μέσα μου πλημυρίζει ή πεποίθηση πώς ό πόνος τελικά έχει νόημα, πώς ή ζωή ολόκληρη δεν μπορεί να μην έχει νόημα. “Όπως πάντα με βασανίζει ή φράση πού είπε κάποτε ό Σαρτρ: «Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι», φράση ή όποια δεν στερείται δύναμης ούτε και αλήθειας, ακόμα και θεολογικής. Ό Μερλώ Ποντύ συμπληρώνει: «Είμαστε καταδικασμένοι να δίνουμε στα πράγματα νόημα. Ό Σορίν Βασίλιε είπε: «Σημασία δεν έχει ή πραγματικότητα άλλα ή αλήθεια (η οποία είναι άλλο πράγμα) και το νόημα». Ό πατριάρχης Αθηναγόρας τέλος είπε «Από τί πράγμα πεινάει ό σημερινός άνθρωπος; από αγάπη και από νόημα στη ζωή του».
Στον π. Χαραλάμπιε —σαν σε άγιο— σκέφτομαι να εκμυστηρευθώ (θα είναι ό πρώτος) δυο όνειρα πού είχα δει σης φυλακές της Ζιλάβας, εδώ και ενάμιση χρόνο στο κελί είκοσι πέντε.
Την πρώτη φορά είδα στο όνειρο μου τη μητέρα (πήγαινε πάντοτε στην εκκλησία του χωριού και μιλούσε τόσο τέλεια και γοητευτικά τα ρουμανικά) να με παίρνει από το χέρι και να με οδηγεί σ’ έναν τοίχο μιας εκκλησίας του Κυρίου έναν τοίχο πελώριο ζωγραφισμένο ολόκληρο με αγίους και καλυμμένο με εικόνες. Με οδηγούσε προς τις ζωγραφισμένες μορφές και τις εικόνες και με προέτρεπε να τις ασπαστώ.
Το δεύτερο όνειρο ήταν πιο συγκλονιστικό, και το λέω όνειρο, διότι δεν τολμώ να το πω αλλιώς.
Ήταν χειμώνας του ’62, ένας χειμώνας πολύ άγριος με το βοριά να λυσσομανά και τα χωριά αποκλεισμένα από το χιόνι. Ό συγγραφέας Όντομπέσκου στο
βιβλίο του Κυρία Κιάζνα γράφει κάποια στιγμή: «Είναι θλιβερός και άγριος ο χειμώνας στην επαρχία». Άγριος και θλιβερός ήταν και ό χειμώνας στις φύλακα της Ζιλάβας. Στο κελί εικοσιπέντε, στον δεύτερο τομέα, έκανε πολύ κρύο.
Ή μικρή ξυλόσομπα έχει ξεχαρβαλωθεί, δεν γίνεται να ανάψουμε ούτε μια τόση δα μικρή φωτίτσα με τα δυο τρία ξυλαράκια πού καταφέραμε να βρούμε από της 15 Δεκεμβρίου έως την 1η Μαρτίου. Ή καπνιά μέσα στο κελί τυλίγει τα πάντα με ένα παχύ στρώμα, με μια παγωμένη μαυρίλα, ή όποια συνεχίζει να απλώνεται και να σε τραβάει κοντά της. Τρεμουλιάζουμε από το κρύο, νιώθουμε πνιγμένοι από την βρόμα και πεινάμε φοβερά. Εξαιτίας του χιονιού έχει διακοπεί ό ανεφοδιασμός της φυλακής. Μας δίνουν ένα μικρό κομμάτι παγωμένη σούπα μια φορά την ήμερα και αυτό όποτε το θυμούνται. Νερό δεν υπάρχει άλλο. Το μικρό βαρέλι που χρησιμοποιούμε για τουαλέτα είναι ξεχειλισμένο.
Παραδόξως το κρύο, αντί να εξουδετερώσει την οσμή των περιττωμάτων, την εξαγριώνει. Παραμονεύουμε να δούμε πότε θα φτάσει το φαγητό, σαν τα άγρια φυλακισμένα ζώα, των οποίων ή τροφή και ή τύχη είναι στα χέρια ενός ξεχασιάρη αφέντη. Το φαγητό, πού φτάνει κάποια στιγμή τελικά, είναι από καλαμποκάλευρο, άβραστο και παγωμένο από το κρύο.
ΣΕ μια ατμόσφαιρα παγωμένη, θλιβερή και λερωμένη καταφέρνω να παραμείνω ήρεμος. Το κελί είναι γεμάτο με κρατούμενους ευγενικούς και καθωσπρέπει . Δεν βλέπαμε όμως τα πράγματα τραγικά σαν ευγενείς και εύθυμοι άνθρωποι ήμασταν. Τέτοιους ανθρώπους μόνο στις φυλακές μπορούσε να συναντήσει κανείς εκείνη την εποχή, όπως για παράδειγμα ό βεσαραβιανός μεγαλοτσιφλικάς Τσιμποϊέσκου και άλλοι.
Δίπλα μου κοιμάται ένας σοφέρ (είναι ό σοφέρ του Τσιμποϊέσκου). Τον έκλεισαν κι αυτόν στη φυλακή μαζί με το αφεντικό του και μάλιστα τον καταδίκασαν σε πολλά χρόνια φυλακή (όπως και τον Κέρτσιου, οδηγό του Άλιμανεστεάνου, γιατί πήγαινε τρόφιμα στον κύριο του, όταν εκείνος βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Μπαραγκάν). Στο δικαστήριο φέρθηκε πολύ όμορφα, παραδέχθηκε ότι πιστεύει στον χριστιανισμό και ακολούθησε τον κύριο του στη φυλακή, έτσι όπως ακολουθούσαν τους σταυροφόρους οι ασπιδοφόροι σωματοφυλακές τους, στις σταυροφορίες, στους πολέμους και στους κινδύνους. Την καθημερινή ζωή της φυλακής πάντως με δυσκολία την υπομένει,
Νευριάζει εύκολα και (όπως οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι) υποφέρει από τον συνωστισμό, τη βρόμα και τις ελλείψεις, πιο πολύ απ’ ότι οι διανοούμενοι και γενικά οι ευκατάστατοι. Τον ενοχλεί το τρομερό ροχαλητό του διπλανού. Με δισταγμό με παρακαλεί ν’ αλλάξουμε θέσεις: να περάσω εγώ στη θέση του, πιο κοντά στην πηγή του ροχαλητού και να ‘ρθει εκείνος στη δική μου. Ή απόσταση που κερδίζει απ’ αυτή τη μετακίνηση είναι ασήμαντη από κάθε άποψη, άλλα ό άνθρωπος σε παρόμοιες καταστάσεις δημιουργεί αυταπάτες και, όταν τα πάντα εκτυλίσσονται στα όρια αντοχής του νεύρο-ψυχικού κόσμου, τότε ακόμη και μια μικρή μετακίνηση λίγων εκατοστών μπορεί να συμβάλει στον καθησυχασμό ενός ανθρώπου. Αλλάζουμε θέσεις.
(Για μένα είναι πιο εύκολο, γιατί στο κελί 80 στις φυλακές της Γκέρλας συνάντησα έναν μορφωμένο άνθρωπο, τον συνταγματάρχη Κ. Τσαράνου, το ροχαλητό του οποίου δεν πιστεύω να συναγωνίζεται κανείς σ’ αυτό τον κόσμο. Ό θόρυβος πού έβγαζε όταν ροχάλιζε ήταν τόσο τρομερός και ακαταμάχητος, πού δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί κανείς στο ίδιο δωμάτιο. Δεν ήταν θόρυβος ομοιόμορφος και συνεχής, άλλα μια σειρά από ανεξάντλητα μπουμπουνητά πάντοτε διαφορετικά, μια αληθινή γκάμα ενός καλλιτέχνη, του οποίου το στυλ ανανεώταν συνεχώς. Ύστερα από αρκετές εβδομάδες συμβίωσης κατάφερνες κλείσεις για λίγο τα μάτια, άλλα στα κλεφτά, σαν τους καπετάνιους των πλοίων που δεν μπορούν να γλιτώσουν τελείως από τη ναυτία ακόμα κι αν περάσουν χρόνια από το τελευταίο τους μπαρκάρισμα.)
Τη δεύτερη μέρα, προς το βράδυ, ό σοφέρ κατευθύνεται και πάλι προς το μέρος μου και με περισσότερο δισταγμό αυτή τη φορά μου ζητά και πάλι να αλλάξουμε θέσεις. Θέλει να ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση. Εκεί όπου κοιμήθηκε δεν του άρεσε, υπέφερε. Αλλάζουμε και πάλι θέσεις.
Την επόμενη μέρα, ή κίνηση επαναλαμβάνεται.
Τη νύχτα φέρνουν στο κελί ένα νέο γκρουπ κρατουμένων, ένα πλήθος φύρδην μίγδην, το ένα κακό πάνω στ’ άλλο. Αυτοί έλειπαν από δω μέσα. Πόσο θλιμμένα κοιτάζουν όλοι τους τριγύρω. Γιατί όμως; Έρχονται μήπως από φυλακές καλύτερες!
Δεν περίμεναν πάντως να τους δεχτούμε όπως τούς δεχτήκαμε. Τους καλωσορίσαμε με ηρεμία και γελάσαμε όλοι με τα χάλια μας. Πού να τους βάλουμε όλους όμως να κοιμηθούν; Στριμωχνόμαστε όλοι μας για να εξοικονομήσουμε λίγο χώρο και γι` αυτούς. Ένας χώρος πού τις πιο πολλές φορές υπάρχει μόνο μέσα στη φαντασία μας, σαν κι αυτόν πού συναντά κανείς στη γεωμετρία. Μερικοί το μόνο πού καταφέρνουν είναι να λαγοκοιμούνται σε κάτι πάγκους. Σε έναν κρατούμενο ογκώδη και εξοργισμένο (το πρόσωπο του οποίου φανερώνει κούραση και αρκετά βασανιστήρια) προσφέρω τη θέση μου, μιας και μαζί είναι αδύνατον να χωρέσουμε, αλλά και όσο να ‘ναι στην κατάσταση πού βρίσκεται έχει πιο πολύ ανάγκη τον ύπνο έστω και για δυο τρεις ώρες ανάπαυσης. Περνώ την υπόλοιπη νύχτα σ’ έναν πάγκο.
Τη δεύτερη νύχτα κοιμάμαι τσακισμένος από την κούραση. Και τότε, εκείνη την νύχτα, αξιώνομαι να δώ ένα θαυμαστό όνειρο, μια οπτασία. Βλέπω τον Κύριο Ιησού Χριστό όχι προσηλωμένο στον σταυρό, άλλα σαν γιγάντιο φώς —κατάλευκο και εκθαμβωτικό—, και νιώθω ανείπωτα ευτυχισμένος. Το φώς με κατακλύζει από όλες τις μεριές, είναι μια τέλεια ευτυχία και εξαλείφει τα πάντα. Λούζομαι από εκτυφλωτικό φώς, πλέω σε φώς, βρίσκομαι μέσα στο φώς και σε έκσταση. Νιώθω πώς θα διαρκεί αιώνια, «’Εγώ είμαι», ακούω ναι μου λέει το φώς, όχι όμως με λόγια άλλα με τη σκέψη. «’Εγώ είμαι», και το νιώθω με το νου και τις αισθήσεις. Νιώθω ότι είναι ό Κύριος και ότι βρίσκομαι κατάμεσα στο φώς του Θαβώρ. Δεν βλέπω απλώς το φώς, ζω μέσα στο φώς
Μα πάνω απ’ όλα νιώθω ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, ευτυχισμένος. Είμαι ευτυχισμένος και το νιώθω και το λέω στον εαυτό μου. Και το φώς αυτό λες και είναι πιο λαμπρό από το φώς πού εμείς ξέρουμε, λες και το φώς αυτό μιλάει και μου λέει ποιος είναι. Το όνειρο μου φαίνεται πώς διαρκεί πολύ, πάρα πολύ. Η ευτυχία πού νιώθω όχι μόνο διαρκεί συνεχώς, άλλα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Αν το κακό δεν έχει τέλος, τότε ούτε και το καλό έχει όρια, ό κύκλοι του φωτός πού με περιβάλλει γίνεται ολοένα και πιο πλατύς, ενώ ή ευτυχία, που στην αρχή με τύλιξε σαν μεταξένιο πέπλο, ξαφνικά αλλάζει τακτική, γίνεται δυνατή, πετάγεται και κατρακυλά πάνω μου σαν χιονοστιβάδα, ή οποία (ενάντια στο νόμο της βαρύτητας) με σηκώνει ψηλά και κατόπιν ξανά αλλάζει τρόπους:Mε νανουρίζει τρυφερά και στο τέλος αμείλικτα με αντικαθιστά. Δεν υπάρχω πια. Αλλά όχι υπάρχω. Μα τόσο δυνατός πού δεν αναγνωρίζω πλέον τον εαυτό μου.
Από τότε ντρέπομαι ανείπωτα για τον εαυτό μου. Για τις ανοησίες που έχω κακίες για τις βρομιές, για τις ιδιοτροπίες, για τις δολιότητες. Ντροπή.) .
Ο π. Χαραλάμπιε με ακούει με προσοχή, δεν χαμογελάει, δεν ξαφνιάζεται. Mου άπαντα λέγοντας μου πώς δεν πιστεύει ότι τα δύο αυτά όνειρα είναι Αντίθετα με μακαρίζει. Μου ζητά όμως πολλή εχεμύθεια και ταπεινή αυτοκυριαρχία. Κυρίως όμως μου ζητά (είναι δύσκολο, παραδέχεται κι εκείνος, να καταλάβει αυτό κανείς, μα πρέπει, μου λέει, να προσπαθήσω) να τα δώ όλα ως φυσιολογικά, ως κάτι μη ξεχωριστό, κάτι το όποιο δεν πρέπει να με εμποδίσει και να με βγάλει από το δρόμο πού έχω διαλέξει. Μου ζητά το πρώτο όνειρο το δώ σαν μια καλή σκέψη για τη μητέρα, σαν ένα χαιρετισμό. Όσο για το δεύτερο, μου λέει πώς το έλεος του Κυρίου μας είναι αμέτρητο. Όταν περνά, συμβαίνει ή άκρη του μανδύα Του να αγγίξει κάποιον πού κάνεις δεν περιμένει.
Κάνουμε κατόπιν και σχέδια για το μέλλον, ό π. Χαραλάμπιε όντας σίγουρος εκατό τοις εκατό πώς θα πεθάνει κι εγώ εκατό τοις εκατό πεπεισμένος πώς θα ζήσει..
Δεν περνούν όμως λίγες μέρες και προκαλείται μια δυνατή αιμορραγία, ή οποία τον ρίχνει κάτω ξανά. Ό γιατρός, πού κρατείται κι αυτός στη φυλακή και κλήθηκε επίμονα, έφτασε δύσκολα και, αφού τον εξέτασε, μας κουνά αρνητικά το κεφάλι. Ό υπεύθυνος του κελιού τυλίγει τον Ιερέα με μια κουβέρτα, ενώ εγώ μαζί «κάποιον άλλο κρατούμενο τον μεταφέρουμε μέχρι την πόρτα του κελιού απ’ όπου (εμείς με πρόσωπο προς τον τοίχο και κρατώντας με τις παλάμες τα πρόσωπα μας) οι φρουροί της φυλακής τον σηκώνουν από το χώμα και τον μεταφέρουν στο νοσηλευτήριο. Λιγότερα μάθαμε πώς πέθανε τη δεύτερη μέρα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ. ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΙΣΤΡΟΣ
Πηγή: PROSKINITIS
Πηγή:apantaortodoxias.blogspot.gr

ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ - ΕΒΡΑΙΟΣ - ΒΑΠΤΙΣΗ

Το βίωμα του Νικολάε Στάϊνχαρτ πρώην Εβραίου που στις ρουμανικές φυλακές βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος


Όποιος   βαφτίστηκε μικρός δεν ξέρει και δεν μπορεί να φανταστεί τί σημαίνει βάπτισμα. Πάνω μου έρχονται κάθε τόσο όλο και πιο συχνά κύματα ευτυχίας. Τελικά είναι αλήθεια ότι το βάπτισμα είναι άγιο μυστήριο, γιατί όντως υπάρχουν άγια μυστήρια. Διαφορετικά αύτη ή ευτυχία που με κατακλύζει, με κυριεύει, με ντύνει , με νικά, δεν θα μπορούσε να είναι τόσο απίστευτα θαυμαστή και πλήρης.
Ησυχία και τέλεια απάθεια. Για όλα. ‘Αλλά και μια γλυκύτητα. Στο στόμα, στους μυς όλο το σώμα. Και ταυτόχρονα μια καρτερία, μια αίσθηση πώς θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε, ένα κίνητρο για να συγχωρέσω τον οποιονδήποτε,ένα χαμόγελο ανεκτικότητας που υπάρχει παντού (όχι μόνο στα χείλη).  Κι ένα είδος τρυφερού αέρα τριγύρω, μια ατμόσφαιρα όμοια μ’ εκείνη των βιβλίων που διάβαζα στα παιδικά μου χρόνια. Μια αίσθηση απόλυτης σιγουριάς και μια ατέλειωτη απομάκρυνση στην ηρεμία. Ένα χέρι που μου απλώνεται, ένα χέρι γεμάτο σοφία και καλοσύνη.
Είναι κι αυτή ή αίσθηση του καινούργιου… είμαι καινός άνθρωπος. Από που να έρχεται τόση φρεσκάδα και ανανέωση; Επιβεβαιώνεται στην Αποκάλυψη (21,5)«ιδού καινά ποιώ πάντα», δηλαδή, και τώρα όλα τα κάνω καινούργια, αλλά ό Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν κάποιος είναι με τον Χριστό, είναι καινή ύπαρξη.
Τα παλιά πέρασαν, όλα τώρα έγιναν καινούργια». Καινούργια έγιναν, μα δεν εκφράζονται με λόγια. Δεν βρίσκω παρά λέξεις συνηθισμένες, χιλιοειπωμένες, σαν κι αυτές που πάντα χρησιμοποιώ. Με περιβάλλει ένας κύκλος από  γνωστές λέξεις και από ιδανικά πού βγαίνουν από την καθημερινότητα. Αν ρωτούσαν την κυρίαΚοττάρ του Προύστ τί θα επιθυμούσε στη ζωή της, θα  ζητούσε σίγουρα να γίνει ή πιο πλούσια κυρία στη γειτονιά της. Ούτε πού θα περνούσε από το μυαλό της να γίνει δούκισσα του Μορτεμάρ. Τα όνειρα μας πηγαίνουν μέχρι τον αμέσως επόμενο ουρανό. Υπάρχουν όμως κι αλλά ψηλότερα και ασύλληπτα πιο όμορφα όπως ή θάλασσα του Ξενοφώντα όπως ή στεριά του. Τελικά το βάπτισμα είναι μια ανακάλυψη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ.
ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΙΣΤΡΟΣ
πηγή

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ- ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ - ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Τετάρτη, 12 Ιουνίου 2013

Υπάρχουν στα Ευαγγέλια και στα πατερικά κείμενα πολύ αξιόλογα και σύντομα περιστατικά.






Υπάρχουν στα Ευαγγέλια και στα πατερικά κείμενα πολύ αξιόλογα και σύντομα περιστατικά.

Παραδείγματος χάριν στο Ιωαν. 13, 30, όταν ό Ιούδας φεύγει από τον Μυστικό Δείπνο τρέχοντας: «ην δέ νυξ». Ούτε οι πιο μεγάλοι ποιητές δεν μπόρεσαν να βρουν στα κείμενα τους τόση ζωντάνια και συντομία ταυτόχρονα. Ό Πάστερνακ πιστεύει ότι ή γρηγοράδα είναι αυτή πού δίνει ρυθμό σ' ένα ποίημα.

Στα πατερικά κείμενα, το περιστατικό με την εταίρα: Κάθε φορά πού ερχόταν ένας συγκεκριμένος ερημίτης στην πόλη για δουλειές, του έδινε ελεημοσύνη και της άρεσε να τον ακούει. Μια φορά, αφού ό γέροντας της είχε πει δυο λόγια, τον ρώτησε: «Γέροντα υπάρχει για μένα τρόπος μετανοίας;» Κι ό γέροντας της απάντησε: «Υπάρχει».


Αυτό της είπε μόνο. (Τον ακολούθησε αμέσως, κι εκείνος την οδήγησε σ' ένα γυναικείο μοναστήρι στην έρημο.)



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ. ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ


ΟΣΙΟΣ ΚΛΗΜΗΣ ΟΦΑΡΟΣ ΤΟΥ ΣΑΓΜΑΤΑ

Πέμπτη, 20 Ιουνίου 2013

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Ο Όσιος Κλήμης: Ο φάρος του Σαγματά





ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Ο Όσιος Κλήμης: Ο φάρος του Σαγματά

1100 Δεκεμβρίου 25
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Σήμερα, ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου μας, βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω. Βλέπεις, εδώ ο χειμώνας είναι σκληρός, αλλά και η μοναχική ζωή δύσκολη. Αυτά τα δυο, χειμώνας και καλογερική ζωή, τελικά μοιάζουν. Χτυπούν οι πειρασμοί σαν τους κεραυνούς. Καταχνιά στην ψυχή ο εγωισμός. Φουρτούνα στους λογισμούς ο κόσμος. Ο κόσμος που άφησες, για να ανέβεις χωρίς το βάρος του, του ουρανού τα μονοπάτια. Δε σου κρύβω ότι πολλές φορές θάβω αυτή τη βαρυχειμωνιά μέσα μου. Όμως ο Κύριος, που βλέπει όχι αυτό που δείχνω αλλά και αυτό που είμαι, μου έδωσε ένα μεγάλο στήριγμα. Ναι, αδελφέ, μια παρηγοριά, ένα καταφύγιο. Τον πατέρα Κλήμη. Όλοι οι πατέρες είναι καλοί, αλλά αυτός είναι η λιακάδα στη βαρυχειμωνιά μου. Γι’ αυτόν θέλω να σου πω, να σου γράψω. Μα ό,τι και να πω θα είναι λίγο και φοβάμαι πως θα αδικήσω του Θεού τον άνθρωπο.

Όταν ήρθα στο μοναστήρι, μου είπαν για έναν ερημίτη που ζει σε μια σπηλιά. Πέρασαν δυο εβδομάδες. Η κόπωση ξύπνησε την αμφιβολία. Είναι ο δρόμος που διάλεξα ο κατάλληλος; Κι αν είναι ο δρόμος και δεν είναι ο τόπος; Έγινε το μυαλό μου πεδίο μάχης. Βγήκα έξω από το μοναστήρι και τριγύριζα στο βουνό. Δεν ξέρω αν προσευχόμουν. Το σίγουρο είναι πως υπέφερα. Ξαφνικά μέσα από τα βράχια, μέσα από τον γκρεμό, ακούστηκε θόρυβος. Θεέ μου! Κάποιο άγριο ζώο θα είναι. Σκέφτηκα να τρέξω, αλλά δεν πρόλαβα. Πετάχτηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος. Λες κι έβγαινε από τα βάθη της γης. Ψηλός και αδύνατος, σα κολώνα που σηκώνει αγόγγυστα το βάρος του κτίσματος. Με πλησίασε. Το κουκούλι δε με άφηνε να δω το πρόσωπό του, σαν το ύφασμα που κλείνει την πύλη του ιερού και κρύβει το άγιο Βήμα.

– Ειρήνη να έχεις, παιδί μου, είπε.

– Τράβηξε το κουκούλι του και με κοίταξε στα μάτια. Τι να σου πω, αδελφέ! Ένας αέρας φύσηξε μες στης καρδιάς τα βάθη και πήρε μακριά της αμφιβολίας την ομίχλη. Κάτι έσπασε μέσα μου. Ελευθερώθηκα, λυτρώθηκα. Όλο το υλικό που μάζευε η ταλαίπωρη ψυχή μου χύθηκε, χάθηκε στης λησμονιάς το χωράφι. Έτσι γνώρισα τον αββά Κλήμη. Το κλήμα, που ρίζωσε μες τα βράχια του βουνού μας και ποτίστηκε από το ζωντανό νερό, τον Χριστό.

Θέλησα, λοιπόν, να μάθω για τη ζωή του. Ρωτώ τους πατέρες. Λίγα και αυτοί γνωρίζουν. Έμαθε, βλέπεις, τόσα χρόνια να κρύβει καλά τα κατορθώματά του, να αφανίζει τα χνάρια της πορείας του, μην τυχόν και τον ακολουθήσει η έπαρση. Ό,τι όμως επιτρέψει ο Θεός να μάθω, θα στο γράψω. Είναι σπουδαίο να μοιράζεσαι το μέλι του Θεού με τους αδελφούς. Να με συμπαθάς. Πρέπει να πάω στον πατέρα Αρσένιο. Είναι άρρωστος και υποφέρει».

1110 Φεβρουαρίου 2

«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Προσεύχομαι πάντα να είστε καλά. Χθες το βράδυ η αγρυπνία για την Υπαπαντή του Κυρίου μας ήταν συγκλονιστική. Συναντήθηκαν, βλέπεις, τα υπέροχα λόγια των τροπαρίων, οι γλυκιές φωνές των πατέρων και η προσευχή στην αυλή της κατάνυξης. Ήρθε κι ο πατήρ Κλήμης. Όταν μπήκε στην εκκλησία, ακόμα και οι ψάλτες σταμάτησαν. Σε καθηλώνει αυτός ο άνθρωπος, σε συναρπάζει! Κάθισε σε μια γωνιά. Δεν κουνήθηκε καθόλου. Έφυγε, χωρίς να το καταλάβουμε, από το γνωστό μονοπάτι της σιωπής και χάθηκε μέσα στα βράχια. Έμαθα ότι ο ασκητής μας είναι από την Αθήνα και προέρχεται από αρχοντική οικογένεια. Η Αθήνα, αδελφέ, είναι ιδιαίτερος τόπος. Περπατάς και νιώθεις ρίγη στην ψυχή, λες και κάτι λειτουργεί μυστικά κάτω από το χώμα της. Παντού συναντάς ιερά και ναούς. Εκεί σπούδασε την ιερότητα της ζωής ο π. Κλήμης. Επιθύμησε το ύψος, αφού μεγάλωσε ανάμεσα σε κολώνες. Ζήλεψε τη λευκότητα και λαχτάρισε τη μορφή. Ναι, τη μορφή! Στην Αθήνα όλες οι ακατέργαστες πέτρες πήραν μορφή. Έτσι κι αυτός. Ό,τι ακατέργαστο είχε μέσα του, ήθελε να το μορφοποιήσει με τη χάρη του Θεού. Έτσι, έγινε ο τεχνίτης της σωτηρίας του. Για να γίνεις τεχνίτης, χρειάζεσαι εργαστήριο και μάστορα να σου μάθει την τέχνη. Έφυγε, λοιπόν, από την Αθήνα για τον Κιθαιρώνα, για να συναντήσει τον μάστορα της αρετής, τον Μελέτιο, και το εργαστήρι του, το περίφημο μοναστήρι του. Μέσα σε αυτό πολλές ψυχές πήραν τη μορφή του Χριστού. Εκεί το αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο Κλήμης, συνάντησε τον άρχοντα της ασκήσεως, τον Μελέτιο.

Εκεί να δεις αγώνα, αδελφέ! Ο νεαρός Αθηναίος με την πένα της προσοχής έγραφε στην ψυχή του ό,τι έκανε και ό,τι έλεγε ο γέροντάς του. Τα βράδια άνοιγε την καρδιά, για να προσευχηθεί, αλλά και να μελετήσει τους λόγους της αγιασμένης εμπειρίας του ηγουμένου Μελετίου. Και τι δεν είχε σημειώσει για την αγάπη του γέροντα, την υπομονή, την προσευχή, τη λατρεία, την αγιότητα. Η καρδιά του παλικαριού ποθούσε, - πώς να στο πω; - ζήλευε… Ναι, ζήλευε την αγιότητα. Πόσο σπουδαίο είναι να ποθείς, όχι τον πλούτο και τη δόξα αυτού του ψεύτικου κόσμου, αλλά τον πλούτο του πνεύματος και τη δόξα του Θεού.

Ο π. Μελέτιος, όταν με τη χάρη του Θεού κοίταζε τις ψυχές των πατέρων, στην ψυχή του Κλήμη αναπαυόταν. Εντόπιζε τη σταθερότητα της πίστης, τη δύναμη της προσευχής, τη συνέπεια της άσκησης, τη σιωπή της ταπείνωσης, την υπομονή της πνευματικής ωριμότητας, τη θερμότητα της λατρείας. «Αυτή δεν είναι ψυχή», σκεφτόταν, «Παράδεισος είναι! Nαός ευωδιαστός. Είναι η πατρίδα του Χριστού».

Είχε διάκριση ο π. Μελέτιος. Ούτε τον Κλήμη επαινούσε, αφού ο έπαινος είναι ο σπόρος του εγωισμού, ούτε τον ξεχώριζε από τους πατέρες, αποφεύγοντας έτσι συγκρίσεις και αντιπάθειες. Όμως, ένα γεγονός έγινε αιτία να ξεχωρίσει μέσα στη συνοδεία. Δεν τον ξεχώρισε η αγάπη του γέροντά του αλλά η αρετή του.

Κάθε απόγευμα ο π. Κλήμης μετά την εσπερινή ακολουθία, έβγαινε από το μοναστήρι, ανέβαινε λίγο ψηλότερα, στην τοποθεσία που οι πατέρες είχαν ονομάσει «πόρτες». Από εκεί απλωνόταν μέσα στο βλέμμα του ο κάμπος της Θήβας και το βουνό του Σαγματά. Στεκόταν ώρες ολόκληρες γονατιστός, ώσπου η ομορφιά του τοπίου χανόταν, έσβηνε μπροστά στην ωραιότητα και τη δόξα της παρουσίας του Χριστού. Βλέπεις, ψυχή και σώμα επικοινωνούν. Αρρωσταίνει η ψυχή, υποφέρει το σώμα. Πονά το σώμα, αγωνιά η ψυχή. Η ψυχή του Κλήμη ανέβαινε με της προσευχής τη δύναμη σε ύψη πνευματικά. Σε αυτό το ανέβασμα παρέσυρε και το σώμα. Σε αυτήν την κατάσταση τον είδε ο π. Ιάκωβος. Ναι, να μην πατά στη γη! Το πνεύμα, δυνατότερο από το σώμα, τον τράβηξε στον ουρανό. Ο π. Ιάκωβος, νομίζω πως ζει ακόμα, τα έχασε. Δεν περίμενε να δει κάτι τέτοιο. Κρατήθηκε να μην φωνάξει. Άρχισε να τρέχει προς το μοναστήρι. Μπαίνοντας μέσα δεν άντεξε:

– Πατέρες, πατέρες, γέροντα, τρέξτε!!!

Έτρεξαν κοντά του, να δουν τι συμβαίνει. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν. Η έκπληξη και το τρέξιμο του είχαν κόψει την ανάσα.

– Ο π. Κλήμης…, είπε και σταμάτησε.

– Τι έπαθε ο π. Κλήμης; Κάποιο κακό του συνέβη; Και αυτός ο ευλογημένος όλο στις ερημιές τριγυρίζει.

– Ο π. Κλήμης πετάει!!!

Μια βαριά σιωπή διαδέχθηκε τον αλλόκοτο λόγο. Πώς να μαζέψει ο π. Μελέτιος της είδησης το σάλο; Τους εξήγησε τη δύναμη της προσευχής, το ύψος της αρετής, τους προέτρεψε να μιμηθούν τον αδελφό τους.

Τους παρακάλεσε να μην του δείξουν, να μην του πουν κάτι, γιατί η συγκάτοικός του, η ταπείνωση, θα επαναστατήσει. Και εκείνοι οι καημένοι προσπάθησαν. Δεν του είπαν τίποτα. Πώς όμως να κρύψουν το σεβασμό, την τιμή και την ευλάβειά τους στο ιερό του πρόσωπο;

Η ευαίσθητη ψυχή του ένιωσε τη διαφορά. Έβλεπε να υπολογίζουν τη γνώμη του. Να του δίνουν τη θέση τους. Να του ζητούν να προσευχηθεί για δύσκολες περιπτώσεις. Έπρεπε να φύγει. Να τρυπώσει στην αγαπημένη του αφάνεια, γιατί εκεί φανερώνεται ο Θεός. Η στιγμή του αποχωρισμού είναι πάντα δύσκολη. Όμως, τον Μελέτιο τον παρηγορούσε η ωριμότητα του Κλήμη και τον Κλήμη η προσευχή, που θα γινόταν δρόμος, για να συναντά τον άγιο γέροντά του. Κίνησε για το βουνό που έβλεπε από τον τόπο της προσευχής του. Έτσι έφτασε εδώ. Και το βουνό μας πλέον κρύβει μέσα στα σπλάχνα του τον πολύτιμο, τον ανεκτίμητο θησαυρό μας».

1110 Μάρτιος

«Αγαπημένε μου αδελφέ,

Να εύχεσαι να μας αξιώσει ο Θεός να διανύσουμε το στάδιο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και να εορτάσουμε το Άγιο Πάσχα. Είχα την ευλογία, πριν μπει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να κατεβώ τρεις φορές στο ασκητήριο του π. Κλήμη. Άλλο να στο γράφω κι άλλο να το ζεις! Εμείς ούτε μέρα δε θα μέναμε εκεί. Είναι στο γκρεμό! Κατεβαίνεις με δυσκολία, δεμένος με σχοινί, ανάμεσα από τα απότομα βράχια

Κάτω από τα πόδια σου … το χάος! Την πρώτη φορά τρόμαξα. Πίστευα πως δεν θα μπορέσω να ανέβω. Σ’ αυτόν το γκρεμό, όμως, ένιωσα να γεμίζει το χάος της ψυχής μου με ουρανό!

Μέσα στο ταγάρι μου είχα πρόσφορο και κρασί για τη Θεία Λειτουργία. Είχα μερικά παξιμάδια για το γέροντα. Νερό έμαθα πως μαζεύει σε μικρές γούρνες των βράχων από την υγρασία και τη βροχή. Μα είναι δυνατόν τέτοιο λουλούδι να μην το ποτίζει ο Θεός; Η Θεία Λειτουργία; Τι να σου πω! Μοναδική εμπειρία. Εκεί, μέσα στο βράχο, σε πέτρινη πρόθεση και Αγία Τράπεζα έσπαγε η σκληρότητα της ψυχής.

Ο παπα- Κλήμης με την τριμμένη και ξεθωριασμένη στολή, λειτουργός. Άλλο τυπικό, αδελφέ. Τον λειτουργικό λόγο τον διαδεχόταν η κατάνυξη. Ο λυγμός ήταν ο ήχος. Και τα δάκρυα οι διάκονοι. Ώρες κράτησε η μυσταγωγία. Δεν ξέρω πόσες. Έχασα τον χρόνο και τον τόπο μη σου πω…! Μια άφλεκτη βάτος ο λειτουργός, εκεί, στη ρίζα του βράχου. Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω. Πριν τη λειτουργία δεν μου είπε λέξη. Μετά, όμως, δυο λεξούλες άκουσα κι αυτές μου φτάνουν για την υπόλοιπη ζωή μου:

– Ξέρεις, παιδί μου, οι σκέψεις μας είναι κλω- στές. Όταν είναι μαύρες και σκοτεινές, ο αργαλειός της διάνοιάς μας, που τις γνέθει, φτιάχνει ένα μαύρο ύφασμα. Αυτό σκεπάζει και το νου και την καρδιά. Έτσι γεννιέται η θλίψη. Καλό και φωτεινό λογισμό να έχουμε! Μόνο αυτός μπορεί να μας ελευθερώσει από τον ιστό της θλίψης.

Ξέρεις πώς ανέβηκα τα απότομα βράχια, αδελφέ; Πετώντας! Με αξίωσε ο Θεός να γνωρίσω επίγειο άγγελο, να ζήσω αληθινή λατρεία, να διδαχθώ αγιασμένη εμπειρία. Συζητώντας με τους πατέρες στο μοναστήρι έμαθα πως ο αββάς Κλήμης είναι στυλίτης. Μπορεί να σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, μα είναι αλήθεια.

Βρήκε έναν βράχο που μοιάζει με κολώνα, σαν αυτές του Παρθενώνα. Εκεί ανέβαινε και προσευχόταν.

Για σκέψου… να τον ψήνει ο ήλιος μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Να τον σκεπάζει το χιόνι και να τον μουσκεύει η βροχή. Να τον χτυπά ο δυνατός αέρας της περιοχής μας. Εδώ μέσα στο κελί μου και ζεσταίνομαι και κρυώνω και αγριεύομαι από του καιρού τις ακρότητες. Είμαι, όμως, βέβαιος πως στον καύσωνα τον επισκεπτόταν η δροσιά του Πνεύματος, τον θέρμαινε στο ψύχος η φωτιά του Θεού. Τον στήριζε στον αέρα η ακλόνητη πίστη και τον κάλυπτε στη βροχή η Αγία Σκέπη της Παναγίας μας.

Αυτόν τον αγώνα έμαθε και ο αυτοκράτορας, ο ευσεβής Αλέξιος ο Κομνηνός. Έστειλε τεχνίτες της πέτρας να κτίσουν το μοναστήρι. Στήριξε με οικονομική βοήθεια. Παραχώρησε με χρυσόβουλο πολλά κτήματα. Ακόμη και ψηφιδωτά έστειλε να φτιάξουν, που έξω από τη Βασιλεύουσα δύσκολα συναντάς. Το πολυτιμότερο όμως δώρο… τμήμα του Τιμίου Ξύλου που είχε στο παλάτι. Έδωσε όλα αυτά και ζήτησε για αντάλλαγμα μόνο ένα, την προσευχή του Οσίου να τον συνοδεύει στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας.

Και ο Όσιος από αυτό που ζήτησε ο αυτοκράτορας έχει πολύ. Έχω την αίσθηση, αδελφέ, ότι δεν υπάρχει λεπτό της ζωής του έξω από την προσευχή.

Την ημέρα που έφτασε το Τίμιο Ξύλο στο μοναστήρι, έγινε χαλασμός. Μου έλεγαν οι πατέρες πως το βουνό μας γέμισε κόσμο, θυμιάματα, λαμπάδες, ύμνους, δάκρυα. Ένας επίσκοπος από τη Βασιλεύουσα κρατούσε ψηλά τον Σταυρό που λαμποκοπούσε, όταν τον άγγιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Και ο π. Κλήμης περίμενε με λαχτάρα, σαν τη μάνα που καρτερεί να έρθει το σπλάχνο της από της ξενιτειάς τα μέρη.

Όταν πλησίασε ο Δεσπότης με τον Σταυρό, ο ασκητής γονάτισε. Αυτός ο γίγαντας έγινε ξαφνικά ένα κουβαράκι. Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό του έλαμπε. Αγκάλιασε τον Σταυρό του Κυρίου μας και τον φιλούσε.

Έτσι έγινε το βουνό μας, εκτός από το Θαβώρ της Μεταμορφώσεως και Γολγοθάς της Σταυρώσεως.

– Καλή η δόξα και το φως της Μεταμορφώσεως, πατέρες μου, έλεγε ο π. Κλήμης, αλλά εάν δεν τα ανεβάσεις στον Γολγοθά και δεν τα καρφώσεις στον Σταυρό της Θυσιαστικής Αγάπης, αναστάσιμα δεν γίνονται! Ο Σταυρός να γίνει το κέντρο του μοναστηριού αλλά και της ζωής μας. Ό,τι δεν σταυρώνεται μέσα μας δεν θα αναστηθεί, θα μείνει λάφυρο στα χέρια του θανάτου…

Κάθε φορά που μπαίνει στο μοναστήρι, τρέχει σαν παιδί που πεινά, πέφτει στα γόνατα, προσκυνά το Τίμιο Ξύλο, σαν να το βλέπει για πρώτη φορά».

1110 Απρίλιου 17

«Αγαπημένε μου αδελφέ,

Μεγάλους πειρασμούς έχει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δοκιμασίες φοβερές. Ξέρεις τί είναι το μοναστήρι; Ένα στάδιο, σαν αυτό των Ρωμαίων χωρίς κερκίδες.

Ναι, χωρίς κερκίδες! Κανείς δεν παρακολουθεί. Όλοι παλεύουν. Όλοι αγωνίζονται. Μιλώ, όμως, εγώ για δοκιμασίες; Παραπονιέμαι για το αεράκι και το ψιλόβροχο, ενώ οι Άγιοί μας βρέθηκαν μέσα στον ανεμοστρόβιλο και την καταιγίδα; Μην πας μακριά. Θα σου πω για τον Άγιο πατέρα μας, το μεγάλο ασκητή μας, την παρηγοριά και το στήριγμά μας, τον πατέρα Κλήμη.

Μπορεί, πιστεύεις, άνθρωπος να σκεφτεί άσχημα ή να πει λόγο κακό για το γέροντα; Κι όμως, σε πληροφορώ πως τον γέροντα τον καταράστηκε και τον αφόρισε ολόκληρος ηγούμενος! Σου φαίνεται απίστευτο, είναι όμως γεγονός. Ένας διάδοχος του Οσίου πατρός Μελετίου στην ηγουμενία θέλησε να μαζέψει όλους τους ερημίτες και ησυχαστές μοναχούς που προέρχονταν από το μοναστήρι του Κιθαιρώνα. Τους έστειλε μήνυμα να επιστρέψουν. Ένας από τους αγγελιαφόρους μοναχούς έφτασε και στο Σαγματά. Θέλησε να κατέβει στη σπηλιά του Κλήμη, μα δεν τα κατάφερε και τον περίμενε στη μονή. Ήταν σίγουρο πως θα ανέβαινε την Κυριακή για τη Θεία Λειτουργία. Πλησίασε το γέροντα, του είπε το θέλημα του ηγουμένου. Περίμενε απάντηση.

– Δεν μπορώ να φύγω από τον βράχο μου.

Τόσα χρόνια συνήθισε ο ένας τον άλλον. Πώς θα αφήσω τους πατέρες; Τον Σταυρό, το Τίμιο Ξύλο, την πνευματική μου καρδιά… Πώς;

Ο μοναχός, παρ’ ότι ήταν κουρασμένος από το ταξίδι και φορτωμένος με το βαρύ θέλημα του ηγουμένου, προσπάθησε να δικαιολογήσει τον γέροντά του. Ο αββάς Κλήμης δεν ήθελε να σηκώσει το φορτίο του δικού του θελήματος. Τί σε ξεφορτώνει και τί σε ξεκουράζει; Το θέλημα του Θεού. Παραδόθηκε, λοιπόν, στην προσευχή ζητώντας στις στράτες της το θέλημα Εκείνου. Ο Θεός μίλησε και ο Κλήμης υπάκουσε. Δεν θα άφηνε το βράχο του, τη φωλιά του, τα αγαπημένα πρόσωπα των αδελφών του. Έτσι, ο μοναχός του Κιθαιρώνα φορτώθηκε πάλι το βαρύ θέλημα του ηγουμένου, την τολμηρή άρνηση του Κλήμη και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Άστραψε και βρόντηξε ο ηγούμενος! Έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσουν σε μικρό διάστημα να βρίσκεται στο μοναστήρι. Ακλόνητος, αδελφέ, ο Κλήμης, σαν τον βράχο του. Αμετακίνητος στο θέλημα του Θεού.

Αχ, αυτός ο εγωισμός πόσες ζημιές κάνει! Ο ηγούμενος τον αφόρισε! Αφού, να σκεφτείς, οι κάτοικοι της περιοχής «αφορισμένο» έλεγαν τον ασκητή μας. Και το παράδοξο; Στην προσευχή του «αφορεσμένου» έτρεχαν, όταν αρρώσταιναν τα παιδιά και τα ζωντανά τους ή όταν κινδύνευαν οι καλλιέργιές τους. Και ο «αφορεσμένος» ή μάλλον ο αδικημένος γέροντας τους έστελνε τη χάρη του Θεού και οι ασθενείς θεραπεύονταν και οι καρποί σώζονταν.

Σήκωσε αγόγγυστα το σταυρό της αδικίας. Κι ο Χριστός έσκυψε περισσότερο πάνω από το πληγωμένο παιδί του. Μεγάλος πειρασμός! Όμως, όπως λένε και οι πατέρες, το μαύρο σύννεφο της δοκιμασίας του δεν κατάφερε να σκιάσει τον ήλιο της γαλήνης του. Επιστράτευσε την αγάπη, οπλίστηκε με την υπομονή, καλύφθηκε στην προσευχή, στηρίχθηκε στη Λειτουργία και συγχωρούσε διαρκώς ελεύθερος από του φθόνου την παγίδα. Ο Θεός όμως, αδελφέ, εκεί που σπέρνει ο άνθρωπος αδικία, θερίζει ο Παντοδύναμος δικαιοσύνη. Ο ηγούμενος αρρώστησε και είδε πως τα βήματά του μέσα στο μάταιο τούτο κόσμο λιγόστεψαν. Ξέρεις, αδελφέ, όταν βλέπεις το θάνατο να έρχεται…έχεις ένα μεγάλο πίνακα μπροστά σου, που έχει αποτυπωθεί σε αυτόν ολόκληρη η ζωή σου.

Είδε, λοιπόν, ο καημένος την αδικία και την ακρότητά του στο πρόσωπο του Κλήμη. Θέλησε να καθαρίσει το σημείο αυτό της γήινης πορείας του. Ζήτησε, λοιπόν, από τον αδικημένο να τον συγχωρήσει και να διαγραφεί η αδικία:

– Θέλω τον πατέρα Κλήμη! Γρήγορα!

Βλέπεις, ένιωθε τη βαριά αναπνοή του θανάτου. Τί να έκαναν οι πατέρες; Βρήκαν ένα γερό άλογο. Και έτρεξαν. Σύννεφο σκόνη έβλεπες από μακριά να σηκώνεται στο πέρασμά του μέσα στο θηβαϊκό κάμπο.

Πλησίαζαν στην κορυφή του Σαγματά αλλά και ο θάνατος στον ηγούμενο. Αγωνία! Ναι, η αγωνία έκανε τις καρδιές να χτυπούν γοργά σαν του αλόγου τα πέταλα που χτυπούσαν αλύπητα το χώμα, τάραζε το νου, σκοτείνιαζε το βλέμμα. Έπεσαν πάνω στον Κλήμη. Ήθελαν να τον παρακαλέσουν. Έκλαιγαν.

– Τον έχω συγχωρήσει, πατέρες μου καλοί.

Εάν δεν είχα συγχωρήσει τον αδελφό μου, πώς θα προσευχόμουν, πώς θα λειτουργούσα, πώς θα προσκυνούσα το Τίμιο Ξύλο της συγχωρήσεως του Θεού μας;

– Γέροντα, είμαστε βέβαιοι για την αγάπη σας, του είπαν, αλλά ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Πάμε να τον δείτε…

Έκαναν να σηκωθούν. Ο πατήρ Κλήμης στάθηκε όρθιος. Κάρφωσε το βλέμμα του στην πλευρά του Κιθαιρώνα. Είδε τον ουρανό να ανοίγει. Είδε την ψυχή του ηγουμένου να ετοιμάζεται για την έξοδό της. Άκουσε και τον ψίθυρο από τα χείλη του.

– Κλήμη, πού είσαι Κλήμη μου;

– Εδώ, γέροντά μου, τον άκουσαν οι μοναχοί που συγκλονισμένοι παρακολουθούσαν.

– Συγχώρα με, Κλήμη μου!

– Ο Θεός, πατέρα μου! Ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ, και τώρα και μέσα στην απέραντη αιωνιότητα της Βασιλείας Του.

Η αγωνία έφυγε. Η πνοή του θανάτου χάθηκε. Η ευωδία της παρουσίας του Χριστού απλώθηκε παντού σφραγίζοντας με την ειρήνη τις ψυχές. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του κεκοιμημένου ηγουμένου. Η φωνή του Κλήμη μας, που ακούστηκε από τη σπηλιά του Σαγματά στο μοναστήρι του Κιθαιρώνα, είχε γαληνέψει τα πάντα. Όταν οι απελπισμένοι μοναχοί επέστρεψαν, δεν πίστευαν πως αυτό που άκουσαν οι ίδιοι δίπλα του, το άκουσαν και όσοι βρίσκονταν δίπλα στο μακαρίτη τον ηγούμενο. Βλέπεις, αδελφέ, πώς ο Θεός τακτοποιεί, βάζει τα πράγματα στη θέση τους; Πάντοτε θα επικρατεί, όχι η δική μας αταξία, αλλά η τάξη της αγάπης Του».


1111 Φεβρουαρίου 6

«Αγαπημένε μου αδελφέ,

Πώς γίνεται να έχω στην καρδιά μου χαρά και θλίψη; Πώς χωρούν και τα δύο; Έχω θλίψη, πόνο, γιατί έφυγε ο π. Κλήμης. Ο αετός πέταξε, άφησε τη φωλιά του τη γήινη και ξεχύθηκε στους ουρανούς της αιωνιότητας.

Έχω χαρά, γιατί νιώθω τα φτερά του ανοιχτά να σκεπάζουν το μοναστήρι του και όλη την περιοχή. Θέλω να στα γράψω με τη σειρά.

Μετά το Πάσχα όλοι παρατηρήσαμε πως ο γέροντας δεν ανέβαινε τακτικά στο μοναστήρι. Κουράστηκε, έλεγαν οι περισσότεροι, από τη Σαρακοστή, τα έχει και τα χρονάκια του… Άρχισα να πηγαίνω τακτικά. Αρκετές φορές λειτουργούσε κι εγώ με την αγριοφωνάρα μου προσπαθούσα να ψάλλω. Εκεί να δεις! Αηδόνι αυτός, κοράκι εγώ. Τι να σου λέω, αδελφέ! Στα γράφω και κλαίω. Ή εκείνος την ώρα της Λειτουργίας κατέβαζε τον ουρανό σε αυτή τη μικρή τρύπα του βράχου ή εμένα τον αμαρτωλό ανέβαζε στα ουράνια.

Το καλοκαίρι, των Αγίων Αποστόλων μου φαίνεται, καθίσαμε για λίγο στη σκιά ενός μικρού θάμνου, που είχε φυτρώσει - ο Θεός ξέρει πως - πάνω από το βράχο της σπηλιάς. Άρχισε να μου μιλά για το θάνατο:

– Ξέρεις, παιδί μου, τί είναι ο θάνατος; Αυτός που βλέπουμε εμείς ως θάνατο; Τώρα σκέψου την αποθήκη του μοναστηριού. Παλιά πράγματα, πολλά άχρηστα, αταξία, σκόνη, σκοτάδι. Βγαίνεις από την αποθήκη και πας στον ναό. Τάξη, καθαριότητα, ευωδιές, φως παντού. Η ζωή μας εδώ είναι η αποθήκη! Η πόρτα είναι ο θάνατος! Ανοίγεις την πόρτα και βρίσκεσαι στον ναό. Μια πόρτα και … μεταβαίνεις από το σκοτάδι στο φως, από την αταξία στην τάξη, από την αποθήκη του χρόνου στον ναό της αιωνιότητας.

Τον άκουγα και προσπαθούσα να ερμηνεύσω το λόγο του. «Μήπως θα πεθάνω και με προετοιμάζει», σκέφτηκα. Εκείνος μειδίασε.

–– Δεν θα φύγεις εσύ, καλογεράκι μου, εγώ φεύγω. Το είπε και το μειδίαμα έγινε πλατύ χαμόγελο.

Εκεί να δεις, αδελφέ. Έπεσα στην αγκαλιά του. Έκλαιγα σα μωρό. Τον κρατούσα σφιχτά, σα να ’θελα

να διώξω μακριά τον θάνατο. Δεν ήθελα κανείς να αγγίξει τον θησαυρό μας. Όμως, αδελφέ, τέτοιοι θησαυροί έχουν θέση στο θησαυροφυλάκιο του Βασιλέως, του Χριστού. Μου είπε για την Ανάσταση. Για τον θάνατο, που νικήθηκε από τον Κύριο. Σηκώθηκε, πήρε από την πρόθεση την Αγία Λαβίδα.

– Τί κοινωνάμε με αυτό, παιδί μου;

– Τον Χριστό, παππούλη. Τον Χριστό, την αιωνιότητα.

– Χορταίνεις με ένα κουταλάκι; Χορταίνεις τον Χριστό;

– Όχι, είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.

– Είναι αλήθεια! Δεν τον χορταίνεις. Εκεί, λοιπόν, είπε δείχνοντας ψηλά, είσαι μέσα σε αυτόν και κοινωνάς διαρκώς την παρουσία Του.

Κατάφερε, όπως πάντα, να διώξει τη θλίψη απ’ την καρδιά μου. Δεν ήθελα να φύγω. Λες κι αν έμενα, δεν θα έφευγε εκείνος. Από εκείνη τη μέρα κατέβαινα καθημερινά στο ασκητήριο. Έβαζα τη μνήμη μου να κρατά γερά τα πάντα, τους λόγους, τις κινήσεις, όλα!

Δεν ήθελα τίποτα να χάσω. Οι μέρες περνούσαν. Ήρθε το φθινόπωρο. Οι δυνάμεις του διακριτικά υποχωρούσαν. Κι εκείνος ένιωσε την υποχώρηση και χαιρόταν, σα μικρό παιδί που του δίνεις γλυκό. Μέσα στο Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων λειτούργησε αρκετές φορές. Τα Χριστούγεννα ήταν εξαντλημένος. Ο ηγούμενος και όλοι οι πατέρες κατέβηκαν να τον δουν στη σπηλιά. Τον παρακαλούσαν να ανέβει στο μοναστήρι, για να μπορούν να τον περιποιηθούν. Να ζεσταθεί και λίγο. Τους ευχαριστούσε με τα δυο χεράκια του στο στήθος. Ζητούσε τις προσευχές τους. Παρακαλούσε να τον συγχωρήσουν.

Μπήκε ο Ιανουάριος. Το χιόνι σκέπασε τα πάντα. Το μυαλό μου ήταν διαρκώς στο ασκητήριο και τον Άγιο κάτοικό του. Τρεις μέρες δεν μπόρεσα να κατέβω. Όλα σκεπασμένα. Άφησα τη συνήθεια να με οδηγήσει. Κινδύνευσα, αλλά

κατέβηκα. Και ο παππούς μας στη γωνιά του. Το φωτεινό του πρόσωπο με καλωσόρισε με ένα χαμόγελο. Δεν μιλούσε. Το βράδυ έμεινα κοντά του. Είχε ξαστεριά και πολύ κρύο. Τα αστέρια και τα μάτια του φώτιζαν τη βραδιά. Η προσευχή του ζέσταινε κι εμένα, που έτρεμα από την παγωνιά.

Ξημέρωσε η 26η Ιανουαρίου. Σύρθηκε μέχρι την άκρη της σπηλιάς. Βγήκε έξω. Μου έκανε νόημα να τον σηκώσω. Τον κράτησα γερά, χωρίς να δυσκολευτώ. Είχε φροντίσει η άσκηση να αφαιρέσει το βάρος.

Σηκώθηκε. Κοίταξε τη Θήβα, τον κάμπο, τον Κιθαιρώνα… Τα σταύρωσε! Έστρεψε το βλέμμα προς το μοναστήρι. Γονάτισε με δυσκολία και έκανε πως προσκυνά. «Το Τίμιο Ξύλο ασπάζεται», σκέφτηκα. Γυρίσαμε με δυσκολία στη γωνιά του. Ακούμπησε την πλάτη στον βράχο του. Έκλεισε τα μάτια και έφυγε.

Τι γλυκύτητα μέσα στον άγριο βράχο! Τι ζεστασιά μέσα στην παγωμένη μέρα! Ο παππούς μας στον ουρανό, στην αγκαλιά του Κυρίου.

Ανέβηκα στο μοναστήρι. Πέντε πατέρες τον ανεβάσαμε με δυσκολία μέσα στο χιόνι. Κάναμε αγρυπνία και την άλλη μέρα την ταφή. Όχι στο κοιμητήρι αλλά

πάνω από τη σπηλιά του, κοντά στη γωνιά του. Και μοιάζει ο τάφος, αδελφέ, με φυλάκιο κι ο Όσιος… φρουρός όλης της Βοιωτικής γης! Εάν φτάσεις στον τάφο του, με το βλέμμα αγκαλιάζεις όλη την περιοχή, όπως κι εκείνος με την ικεσία του».

Ἀπολυτίκιον Ὁσίου Κλήμεντος
Ήχος α’.

Τόν πλοῦτον καί τήν δόξαν τοῦ ματαίου  ιῶνος ἐμίσησας θεόφρων, ὁσιώτατε Κλήμη, καί ὄρος κατέλαβες τραχύ, ἔν ᾧ προσομίλεις τῷ Θεῷ, διά τοῦτο συνελθόντες, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε: δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσι ἰάματα.


Η μνήμη του τιμάται στις 26 Ιανουαρίου.

ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

Παρασκευή, 28 Ιουνίου 2013


.........ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ




ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ


…..Ολη ή νύχτα κουβαλούσε μία κούραση, απαλός ύπνος με διαλείμματα. Ή καρδιά ξυπνούσε το σώμα σε έναν αναμηρυκασμό λόγων και σκέψεων, μαζί με ένα ζύμωμα προσευχής και δακρύων. Όλα ήταν στον Θεό ακουμπισμένα.

Ακουγόταν από το διπλανό κελί ό βαρύς αγόγγυστος   στεναγμόςτης προσευχής του γέροντα, βγαλμένος από τον πόνο και την σωματική ταλαιπωρία, σαν μία νυχτιάτικη ευχαριστία. Όλο το βράδυ μέχρι αργά προσευχόταν σε μία εσωτερική θεωρία και ενόραση. Εδώ ή νύχτα γίνεται ήμερα και φωτίζει με φως Χριστού. Ό χρόνος εισέρχεται στην αιωνιότητα. Ατμόσφαιρα προσευχητική ήταν όλη νύχτα στο ασκητήριο. Έμπαινες στον χορό των Αγγέλων χωρίς να το καταλάβεις, σαν το νερό στο αυλάκι πού ποτίζει το μποστάνι. Ένα κλάμα καρδιακό ξεπηδούσε με μία προσευχή για το έλεος τού Θεού... μία άλλη ζωή εδώ χωρίς τηλέφωνα και εύνοιες και δέματα... άκουγες, άκουγες, έβλεπες και οσφραινόσουν ευωδία Χριστού... τα λόγια τού γέροντα... ή σκέψη του κι ό λόγος του ποτάμι πού δεν το προλαβαίνεις. Το πρωί από τις έξι κινήθηκε και πάλι προσευχητικά. Δεν χτύπησε καμπανάκια ούτε φώναξε για εγερτήριο. Γλυκεία ευγένεια καρδιάς με μία απαλή αβίαστη πρόσκληση για προσευχή... το θυμίαμα γέμισε τα δωμάτια... προσευχητική ευωδία... λίγα λόγια στο Εκκλησάκι με μία ευλαβική κίνηση Αγάπης στον Θεό πού εύλογά την ήμερα. Έδωκε αγιασμό και αντίδωρο... ή προσευχή, ή σιωπή, ή ειρήνη, ή χαρά της μοναξιάς.

Είναι επιμελής και πρακτικός και νοικοκύρης στην κουζίνα του. Ξεφεύγει από τα γήινα και την προσκόλληση τους και όλα τα ανατείνει στον Θεό. Δεν πετά τίποτα από τα αγαθά πού έρχονται στο κελί του, έχοντας το πάντοτε σαν αρχή του... και τις μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια τα καθαρίζει στα σάπια μέρη των και τα μαγειρεύει. Είναι μία μορφή ταπείνωσης και ευλογίας.
Σάπισε λίγο και το πετάμε σαν τους κοσμικούς στους κάδους των σκουπιδιών", έλεγε, "είναι μία άσκηση να ζεις σε μία δυσκολία και απλότητα  και να εκτιμάς τα αγαθά τον Θεού..".

Το πρωί έγινε ή καθαριότητα στην κουζίνα, κάηκαν τα χαρτιά και τα άχρηστα κουτιά στο βαρέλι... πλύθηκαν κάπως οι χώροι... κι όμως ξαναστρώθηκαν τα φαγητά για τα γατάκια και γύρω-γύρω υπήρχαν τόσα παλαιά πράγματα και παρατημένα από καιρό, σαν ένα συμβολικό τείχος πού έψαχνε την ερμηνεία και εξήγηση του. Έβλεπες μία άλλη λογική και μία ιδιοτυπία μοναχικής ζωής. Δεν μπορούσες να εξηγήσεις με την δική σου λογική το τί συνέβαινε. Ένιωθε ή καρδιά τού επισκέπτη πώς αυτά όλα ήταν τα σκουπίδια του εαυτού του. Το όλο σκηνικό των παλαιών και άχρηστων μιλούσε για την  αιωνιότητα και την υπέρβαση των γήινων, την ανύψωση τού νου στα ουράνια... έβλεπες τα εσωτερικά σου πάθη, τα σκουπίδια τού εαυτού σου, πού μόνιμα ζουν μέσα σου και σαν φράκτης αποκλείουν την επικοινωνία με τον ουρανό. Εν μέσω παλαιών αντικειμένων με την σχετική ακαθαρσία τους και εν μέσω των συμπαγών γατιών, πού έρχονταν για να φάνε από το φιλόξενο γέροντα, ένιωθε κανείς πώς ζούσε σε μία απόταξη τού κόσμου και της γήινης καλομάθειας και τού καθωσπρεπισμού και της
 αριστοκρατίας. Έπρεπε να πατήσεις πάνω σ' αυτά, για να εκτοξευθείς στον ουρανό. 

Δεν ήρθαμε στο Όρος για παράθεριση", έλεγε, "είναι θέμα καρδιάς ή νήψη και τα γήινα αγαθά και ή προσκόλληση σ` αυτά μας απομακρύνουν". Μία άλλη λογική, μία κατά Χριστόν σαλότητα, μία εκτροπή από το ωραίο του κόσμου, μία άποταγή της γης και μία ανάληψη στον ουρανό. Πατάς στην γη, αλλά δεν κολλάς πάνω της... βρίσκεσαι άλλου, στον ουρανό.

Το πνεύμα τού Θεού, που κατοικεί εκεί στον οίκο αυτό της απλότητας με τις προσευχές, τα κάνει όλα όμορφα και τίποτα δεν ενοχλεί... Είναι ωραιοπάθεια να καθαρίζεις (Συνέχεια και να μοσχοβολάς και να αρέσεις και να έχεις πρόσωπο θελκτικό και να καυχιέσαι και να δέχεσαι επαίνους. Ή συνεχής καθαριότητα δείχνει το μεγάλο κενό και την ανία της ψυχής, πού ψάχνει εσωτερική κάθαρση και αλλαγή από την πεζότητα της καθημερινότητας. Ό γέροντας ζει μία αμεριμνησία και περιφρόνηση του εαυτού του. Βογκά όλη την νύχτα από τούς πόνους και προσεύχεται, σαν μία λυτρωτική πρόσκληση και πρόκληση για προσευχή και δύναμη... "ή γάρ δύναμις μου εν ασθένεια τελειούται", Έλενε και ξαναλέγε... σβάρνιζε τα πόδια του και πότιζε τα δένδρα... Όντως είναι μία ακρότητα να μη λυπάται τον εαυτό του, αλλά να βρίσκεται σε μία συνεχή βία της φύσεως του.

Και μαγείρευε για να δώσει χαρά... και μιλά και παίρνεις πολλά. Έλεγε ότι το ίδιον θέλημα υπάρχει και στο φαγητό του άνθρωπου. Τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά πού δίνει ό Θεός σε κάθε εποχή είναι ευλογημένα για φαγητό. Αυτό είναι το αληθινά οικολογικό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Το κυνηγητό των γεύσεων είναι βρώμικες ορέξεις και εγωισμοί και πολυτέλεια και ίδιον θέλημα. Ή αριστοκρατία των ορέξεων και ό εκλεκτισμός στο φαγητό είναι  τα πάθη της εποχής. Ή ανία και ή απελπισία της αμαρτίας και της απιστίας ανοίγουν τον δρόμο για φυγή από την πραγματικότητα... και το τσαλαβούτημα με βουλιμία σε καινούργιες γεύσεις προσφέρεται σαν ψευτοπαρηγοριά στις ενοχές.

Έγινε το φαγητό, νόστιμο, τουρλού μαγειρεμένο από τα χέρια του.
Έβλεπε κανείς το αγόγγυστο στην διακονία του και την υπακοή του στους αδελφούς. Έκανε υπακοή στο έργο του Θεού παρ' όλη την κούραση του και την συνεχή δουλειά και τα πολλαπλά προβλήματα υγείας. Έβλεπες μία ελευθερία στην καρδιά του και στην αγάπη του, που ξεπερνούσε την σκλαβιά και τα δεσμά του σώματος. Μέσα από την ανθρώπινη αδυναμία ανασταινόταν δύναμη Θεού. Οι άνθρωποι, έλεγε, δημιουργούν εκνευρισμό με την μεγάλη τους απαιτητικότητα. Έχουν τα άγχη τους και τις δυσκολίες τους. Εδώ είναι ό μεγάλος πειρασμός σ' έναν ιερέα, να κρυφτεί και να φύγει, για να διευκολύνει την προσωπική του ησυχία και την άνεση. Όμως αυτό είναι μία φυγή από την προσταγή του Θεού και μία άρνηση υπακοής. Στο δίλημμα τί να διαλέξει, την προσευχή ή την αγάπη στον αδελφό, το δεύτερο είναι ό μονόδρομος. Όλα τα αφήνει κανείς για την βοήθεια των αδελφών, ακόμη και τον εαυτό του τον παρατάει από τις ανάγκες του για να βρίσκεται παρών στην διακονία...

Ή συνεχής προσευχή σπάζει τον εγωισμό και βγαίνει ό άνθρωπος από τον εαυτό του και κρατάει την Αγάπη και την προσφορά σαν πρώτο έργο. Σήμερα οι χριστιανοί είναι βολεμένοι με την αυτάρκεια τους και δεν γυρίζουν δίπλα τους να δουν τί πόνος και αμαρτία υπάρχει και να σκύβουν με συμπάθεια στον πεσμένο. Ό δρόμος που οδηγεί στον Παράδεισο περνάει μέσα από τους αδελφούς και την αγάπη. Υπομονή και προσευχή χρειάζονται ώστε μέσα στην κούραση και στον κόπο να βρίσκεις την χαρά και την ιλαρότητα και την προθυμία, για να ακούς και να παρηγορείς και να προσφέρεις. Αυτό είναι κατάθεση καρδιάς και αγκάλη Θεού. Αυτό είναι το έργο μας και ή διακονία μας, έλεγε.

Έδώ στο πρόσωπο ενός ησυχαστού βλέπεις ότι δεν τον ενδιαφέρει ή εξωτερική εμφάνιση. Ή καρδιά είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής και της παρουσίας τού Θεού, όλα τα άλλα θυμίζουν γη και χώμα. Όλα είναι γη και σποδός και καταλήγουν στη φθορά. Ή απλότητα, ή περιφρόνηση τού ενδύματος και των αναγκών του σώματος δεν είναι εδώ επιτηδευμένα, ώστε πίσω από ένα τριμμένο και λιγδιασμένο ράσο να κρύβεται μία ψεύτικη αγιοσύνη και ταπεινοσχημία. Είναι μία περιφρόνηση τού γήινου και κοσμικού πού πηγάζει μέσα από μία εργασία της καρδιάς και από μία υπομονή αγάπης και ελπίδος τεραστία. Και, έλεγε, πώς μοναχός δεν είναι εκείνος πού μιλά και κρίνει τούς πάντες... μοναχός είναι εκείνος πού γηροκόμησε και γηροκομεί πατέρες χωρίς γκρίνια και με αγάπη πολλή. Τα έλεγε μέσα από μία πρακτική πού ό ίδιος αγωνιζόταν και ζούσε. Και το έβλεπες στ' αλήθεια. 

Ό γέροντας με χαρά παρατούσε τα πάντα, για να υπηρετήσει τους παλιούς και ασθενείς Μοναχούς, τα Γεροντάκια της Σκήτης... πολλές φορές εις βάρος της υγείας του... και τι τον ένοιαζε για την υγεία του... φάρμακο ζωής και δυνάμεως είναι ή διακονία των ανήμπορων. Ετοίμαζε το φαγητό και το πήγαινε στο διπλανό κελί... το μαγείρευε με χαρά, όσο πιο νόστιμο μπορούσε να το προσφέρει... λαχταρούσε να πάρει ευχές και προσευχές από έναν γέροντα, πολύτιμη ελπίδα και δύναμη για τις υπομονές της καρδιάς μέσα σ' αυτήν την έρημο τού Αγίου Όρους. Κάποτε έτρεχε με χαρά να πάει το φαγητό και σκόνταψε στις πέτρες, μια και τα πόδια του δεν τον βοηθούν πολύ, και έπεσε στο απότομο καλντερίμι και λιανίστηκε. Αγόγγυστα σήκωσε κι αυτήν την ταπείνωση και τις πληγές, αφού ή αγάπη δεν αγανακτεί ούτε και κουράζεται. Με χαρά μιλά για τις ευχές πού έπαιρνε από τον γέρο-Συμεών πού τον ξεπροβόδισε στους ουρανούς. Χαρούμενος πάντα να δίνει, ζει ανάμεσα στους αδελφούς κρατώντας συνάμα την ακεραιότητα τού εαυτού του και την πνευματική διάκριση. Πολλές φορές μονολογούσε με στενοχώρια για τούς εγωισμούς και το κυνηγητό των πρωτείων και την εξουσιομανία, πού σαν πνευματική μάστιγα δεν αφήνουν να λειτουργήσει το εκκλησιαστικό και κοινοβιακό πνεύμα.

Το μεσημέρι ό ύπνος ήταν φυσίζωος... ή ζέστη πολλή... άλλ' όμως δροσισμός Θεού στην καρδιά ήταν ό λόγος και ή προσευχή... ή μονολόγιστη ευχή "Κύριε Ίησού Χριστέ ελέησον με" κινούσε την καρδιά αβίαστα και με μία κρυφή χαρά... δόξα τω Θεώ.
Το απόγευμα ό δρόμος οδήγησε στο κελί τού πατρός Γερασίμου. Περνούσε μέσα από το ρέμα, όπου έβλεπε κανείς από παντού τις δάφνες και τις φυλλωσιές των δένδρων να το καλύπτουν και μία μοσχοβολιά να αναδίδουν.

 Μέσα από τα δένδρα γαλάζιος ό ορίζοντας του ουρανού και της θάλασσας απλωνόταν σε έναν άριστο συνδυασμό πράσινου και μπλε. Ό δρόμος περνούσε μέσα από το Κυριάκο, πλάι στην σκάλα τού μεγάλου καμπαναριού πού δέσποζε σ' όλη την Σκήτη. Οι καμπάνες σαν χριστουγεννιάτικα στολίδια στέκονταν κρεμασμένες, μιλώντας για τούς αγγέλους και την αιωνιότητα και για τα εγερτήρια σαλπίσματα τους για εγρήγορση στην λατρεία τού Θεού. Από κάτω απ' αυτές το ξύλινο πληκτρολόγιο για να δίνει το άριστο και εύηχο μέλος στο συναπάντημα των σήμαντρων. Μόνιμοι κρεμαστοί άγγελοι Θεού, για να Τον υμνούν σε μία αέναη δοξολογία. Ό δρόμος συνέχιζε με ένα απότομο πέτρινο καλντερίμι, πού είχε μπλε αποχρώσεις σαν τού ουρανού το χρώμα... σφραγίδα της απεραντοσύνης τού Θεού το μπλε τού ουρανού πού χυνόταν πάνω του. 

Οι πέτρες ανέδιδαν την ζεστασιά τού ήλιου πού τις έκαιγε όλη μέρα. Η κλίμακα των αρετών πλαθόταν μέσα στη σκέψη τού προσκυνητή πού θέλει κόπο και ελπίδα για να ανέβει. Το σπίτι τού πατρός Γερασίμου, στο άκρον της Σκήτης, περιέχει έναν καινούριο ναΐσκο. Αντάμωμα με έναν άλλο ασκητή πού όλες του τις ώρες
 τις περνά στην σιωπή και στην προσευχή... λίγα λόγια... με την αγάπη του και με τον τρόπο του. Ό καθένας έχει και την δικιά του ευλογία και χάρη.

Ό δρόμος κατέβαινε πιο εύκολα. Μία ησυχία απλώνεται μέσα στην καρδιά....
Είναι οκτώ και μισή και χτυπούν οι καμπάνες στο Κυριάκο. Έχει αγρυπνία για την γιορτή της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος.
Είναι βράδυ γύρω στις εννιά. Το Κυριάκο φωτίστηκε από τα καντήλια και τα κεριά, έξω είναι σκοτεινιά και ό ουρανός σε ένα ιδιαίτερο πανηγύρι χαράς με τα αστέρια και τον γαλαξία πού τον φωτίζουν. Οι δυο ουρανοί ενώνονταν με κλίμακα την κάτασπρη κορυφή του 'Άθωνα, ό Ναός με τα καντήλια του και το στερέωμα με τ' άστρα του. Ουρανός πολύφωτος ή Εκκλησία,  ανεδείχθη η απαντάς φωταγωγούσα τούς πιστούς...". Άρχισε ή αγρυπνία... παρακαλεί ή καρδιά τον Θεό να ευλογεί... θυμάται όλους με αγάπη και χαρά. Εσπερινός, όρθρος, ψαλσίματα άγια και μελωδικά, εκεί μέχρι τη μιάμιση... και μετά, παράλληλα με το Κυριάκο, ή λατρεία του Θεού συνεχίζεται σ' ένα Κελί του Γέρο-Γαβριήλ πού δεν μπορούσε να κινηθεί απ' τα γεράματα. Εκεί τρεις ψυχές λειτουργούσαν στον Θεό με μία απλότητα και πτώχεια. Τα άμφια ήταν λιτά, παλιά, κοντά, στενά και με δυσκολία χωρούσαν τον ιερέα... ήταν ντυμένος με την φτώχεια του Κυρίου, χωρίς την εξωτερική λάμψη των χρυσοποίκιλτων αμφίων, σαν τον μικρό Χριστό πού τον τύλιξαν με τα σπάργανα στον στάβλο εκεί φτωχικά. Όμως ήταν ή ιεροσύνη πού κατείχε την καρδιά του και τα φώτιζε και κάλυπτε τα πάντα. Απλά και σύντομα ήταν και τα ψαλσίματα. Θεία Κοινωνία... ένιωθε ή καρδιά μία χαρά... ένα κλάμα κατάνυξης ξεπήδησε και μία κραυγή "δόξα τω Θεώ". Ή πείνα της καρδιάς πολλή... χορτασμός από Χριστό... γεμάτο το Άγιοπότηρο στην κατάλυση γλυκαίνει την ψυχή του ιερέως... "τούτο ήψατο των χειλέων μου και τάς αμαρτίας μου περικαθαριεί και γλυκάνει την ύπαρξίν μου"... πλήρωμα χαράς και ευωδίας και δυνάμεως. Τι άλλο να γευτεί πιο μεγάλο;

Επιστροφή πίσω στο κελί μέσα από τα σκοτεινά μονοπάτια της Σκήτης μ' ένα φακό στα χέρια και τον Χριστό ολοζώντανο και φωτεινό μέσα στην καρδιά... ήταν τέσσερις τα ξημερώματα και ή καρδιά δεν άφηνε το σώμα να αποκοιμηθεί, να κλείσει τα μάτια. Κάθισε στο μπαλκόνι του κελιού και έβλεπε τον ουρανό. Ήταν γεμάτος αστέρια... τα μάτια κοιτούσαν ψηλά και έβλεπαν να ενώνεται ή με τον ουρανό... φώτιζε παράξενα όλος ό 'Άθωνας, πού εκείνη την ώρα στην κορυφή του τελείωνε ή αγρυπνία με πλήθος πολύ προσκυνητών. Απόμεινε εκεί ή καρδιά εκστατική. Ύπνος δεν κολλούσε στα βλέφαρα... τα κύματα ακούγονταν από την θάλασσα καθώς έγλυφαν τα μυτερά απότομα βράχια πού στέκονταν ολόρθα κάτω στα πόδια της Σκήτης. Το λίγο φώς διέγραφε την παρουσία τους... ή απέραντη θάλασσα απλωνόταν σκοτεινή. Ακούγονταν τα γρί-γρί πού αγκομαχούσαν τραβώντας τα δίχτυα. Όλη ή Σκήτη ησύχαζε. 


Μόνος απόμεινε να περπατά σιγά-σιγά μέσα στην νύχτα ό γέροντας. Κάνει μισή ώρα για να γυρίζει από την Εκκλησία... κρεμά με σκοινί ένα φανάρι πετρελαίου από το λαιμό του στο ύφος των ποδιών του για να βλέπει πού πατά, παίρνει τα δύο μπαστούνια του και λίγο-λίγο μέσα από ένα μαρτύριο πόνου και δυσκολίας προχωρά... με την προσευχή παραμάσχαλα και τον τορβά με τα άμφια κρεμασμένο σαν σταυρό στον ώμο του, αγόγγυστα και υπομονετικά βαδίζει σιγά-σιγά... δεν βιάζεται.

 Έδώ ό χρόνος καταργείται και ή νύχτα δεν λογιάζεται και τα εμπόδια και οι πέτρες υπερβαίνονται... δεν έχουν ρολόγια να τους τρέχουν ούτε και την βιασύνη και την λύπηση του εαυτού τους να τούς τρέχει, ούτε και κάποιον να τούς περιμένει, αλλά έχουν τις καρδιές των στο Θεό να τρέχουν. Παντού σε κάθε τόπο και γωνιά και πέτρα και δένδρο είναι ό Θεός πού στέκεται και περιμένει και ευλογεί. Παντού ό Χριστός, "τα πάντα και εν πάσι Χριστός". Εξαγιασμός χρόνου και τόπου. Μία απόσταση πορείας των πέντε λεπτών ό γέροντας την έκανε μισή ώρα και παραπάνω... είναι ή λειτουργία μίας ανάγκης ψυχής, βία της φύσεως διηνεκής για να ξεχειλίζει με τον πόνο ή καρδιά σε προσευχή... άλλη μισή ώρα μέσα στην αιωνιότητα του Θεού. Και ή αγάπη σπρώχνει στην υπέρβαση τού εαυτού... αγάπη στον Θεό και στους ανθρώπους... μόνιμα σ' ένα φιλότιμο καρδιάς άγαπώσης τον Θεό...



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
ΑΡΧΙΜ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΤΟΠΑΛΗ ΑΜΙΝΤΑΙΟ.