Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Ο Ιερός Χρυσόστομος έναντι της πολιτικής εξουσίας


Γράφει ο θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίκαιρος στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από την έντονη πολιτική κρίση στην πενόμενη Ελλάδα, καθώς υπήρξε ο πλέον σκληρός επικριτής των ακροτήτων της πολιτικής εξουσίας και των φορέων αυτής που διαβιούσαν contra στα διδάγματα της Εκκλησίας και σε βάρος του πενόμενου λαού.

Ο έλεγχός του προς τους παρεκτρεπομένους πολιτικούς γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ειλικρινές πατρικό ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση του δημόσιου βίου, ο οποίος όταν ήταν φαύλος είχε τις αρνητικές του επιπτώσεις και στο λαό, που ήταν ταυτόχρονα και το πλήρωμα της ορθοδόξου εκκλησίας.

Ο Χρυσόστομος ουδέποτε χαρίστηκε στους άρχοντες του κόσμου τούτου και γι’ αυτό τον λόγο δεν τους ήταν αρεστός, θα λέγαμε ότι πολλοί εκ των πολιτικών ηγητόρων της εποχής του, τον μισούσαν θανάσιμα επειδή δεν ανέχονταν τον οξύτατο δημόσιο έλεγχο που ασκούσε στα πρόσωπά τους για την φαυλοκρατία και την ανεντιμότητά τους. Ουδέποτε ο ιερός πατέρας δίστασε να επιδείξει την αυστηρότητά του ακόμη και για τον φαύλο και διεφθαρμένο προσωπικό βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών της εποχής του, χωρίς να δέχεται κανένα συμβιβασμό ή να υπηρετεί ως άβουλο όργανο κάποια μικροπολιτική σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετώπιζε και τους πολιτικούς άνδρες της ανώτατης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα, ακόμη και το ίδιο το παλάτι.

Ευθεία σύγκρουση με την αυτοκράτειρα Ευδοξία

Έτσι, δεν άργησε να συγκρουστεί ευθέως και χωρίς μισόλογα και με την ίδια την έξαλλη στην προσωπική ζωή και στις εξεζητημένες δημόσιες απαιτήσεις και παραξενιές της αυτοκράτειρα, την Ευδοξία, της οποίας το όνομα ήταν συνώνυμο των αδικιών, της φιλοχρηματίας και της σπατάλης που έκανε, ενώ πεινούσε ο λαός. Στηλίτευσε την μεγάλη και προκλητική πολυτέλεια, τις ασυλλόγιστες δαπάνες και τις αισχρές και ανήθικες διασκεδάσεις της ανακτορικής αυλής, αλλά και του ευρύτερου χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου έβλεπε την επιδειξιμανία «…την κονίασιν των παρειών και τα ημαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυρολοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν…» και όλες εκείνες τις γελοίες ποικίλες επινοήσεις της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κενοδοξίας και πλεονεξίας.

Αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απληστία προς τον πρωθυπουργό της εποχής, Ευτρόπιο

Την ίδια παρρησία και τόλμη επέδειξε και για τον πανίσχυρο αυλικό, τον πρωθυπουργό της εποχής του, τον γνωστό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απληστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις και κρατικά αξιώματα στους ημετέρους και φιλικά προσκείμενους προς αυτόν, να δημεύει παράνομα περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των ιερών ναών. Και όμως, όταν ο Ευτρόπιος εξέπεσε του αξιώματός του και εζήτησε ταπεινωμένος άσυλο στην Εκκλησία, ο ιερός Χρυσόστομος τον προστάτευσε με σθένος και τότε εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «Εις Ευτρόπιον», που έχουν καταγραφεί ως μοναδικής ρητορικής δεινότητας κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας.

Ο λαός στο πλευρό του Χρυσοστόμου

Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του ποιμενάρχου του, τον οποίο κυριολεκτικώς ελάτρευε. Και τούτο, διότι έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά – σιγά να επιβάλλεται μια πειθαρχία στην αχαλίνωτη κατάσταση που επικρατούσε κατά τα προηγούμενα έτη σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διεπράττοντο προηγουμένως από τους πολιτικούς.

«Ψευδοσύνοδος» καταδίκης του Χρυσοστόμου

Όμως, όπως είναι γνωστό, όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση. Έτσι, ο ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος χαρακτήρας του Χρυσοστόμου ενώπιον των οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και το γεγονός ότι δεν θέλησε και δεν επεδίωξε ποτέ την φιλία ή την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντος, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων ομάδων και συμφερόντων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου.

Τότε οι αντίπαλοι του Χρυσοστόμου, όπως ήταν ο λιθομανής και χρυσολάτρης Θεόφιλος Αλεξανδρείας, η ματαιοδόξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, πολλές από τις ματαιόδοξες κυρίες της ανακτορικής αυλής, αλλά και πολλοί από τους επισκόπους που είχε καθαιρέσει ως αναξίους του εκκλησιαστικού τους αξιώματος, έθεσαν ως ανίερο στόχο να τον αφανίσουν. Έτσι όλη αυτή η παρασυναγωγή και φατρία, στο πρόσωπο κάποιων ψευδοεπισκόπων με επικεφαλής τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο, συγκάλεσαν αντικανονικά στην πόλη Δρυ, το έτος 403 μ.Χ. μια ψευδοσύνοδο, η οποία ονομάστηκε «ληστρική σύνοδος» και κατεδίκασαν άνευ λόγου και ερήμην τον Ιερό Χρυσόστομο.

Επαναφορά στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εξαιτίας της οργής του πλήθους

Αγανακτισμένος από την άδικη αυτή απόφαση χιλιάδες λαού, έφθασαν σε σημείο να καταλάβουν τα ανάκτορα και απειλούσαν να κατακρεουργήσουν τους πάντες για την εξορία του φιλάσθενου ποιμενάρχου τους. Τότε η ηθική και φυσική αυτουργός, η αυτοκράτειρα Ευδοξία εζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να επαναφέρει τον Χρυσόστομο στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν ο Χρυσόστομος εισήρχετο στην βασιλεύουσα ο λαός παραληρούσε από χαρά και εκείνος ένδακρυς βροντοφώναξε: «Τι ποίησω, ίνα υμίν αξίως αποδώσω της αγάπης την αμοιβήν; Αγαπώ ετοίμως το αίμα μου εκχεείν υπέρ τη υμετέρας σωτηρίας, λαέ μου…».

Και πάλι στη εξορία ο Χρυσόστομος

Το δίκαιο επεκράτησε, αλλά δυστυχώς όχι για πολύ. Αφορμή για τη νέα και τελευταία δοκιμασία του ιερού πατρός εδόθη όταν ο ίδιος δημόσια εστηλίτευσε τους προκλητικούς θορύβους και τις άμετρες μέχρι σημείου ειδωλολατρείας προκλητικές εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί για να τιμηθεί η ματαιόδοξη Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε πλησίον του ναού της Αγίας Σοφίας (ο δεύτερος ναός επί του οποίου ανηγέρθη ο σημερινός) και στο κέντρο της δημοσίας αγοράς. Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει ότι τόσο σκληρός υπήρξε ο δημόσιος λόγος του μεγαλυτέρου εκκλησιαστικού ρήτορος όλων των αιώνων, ώστε και οι κίονες του ναού εφαίνοντο ότι θα λυγίσουν από το δριμύ κατηγορώ, που άρχιζε ως εξής: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι…».

Όλα αυτά ως σεισμός τάραξαν τα ανάκτορα και ο ιερός Χρυσόστομος οδηγείται και πάλι στην εξορία, κατά το έτος 404 μ.Χ. Η εξασθενημένη όμως υγεία του, μετά από τρία έτη σκληρής εξορίας, δεν άντεξε και το 407 μ.Χ. ο άτλας αυτός της ορθοδόξου Εκκλησίας παρέδωσε το πνεύμα του, λέγοντας μέχρι και την τελευταία στιγμή την φράση: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».

Μεταφορά μετά από επτά αιώνες στον πατριαρχικό ναό των ιερών λειψάνων του Χρυσοστόμου

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο την 13 Νοεμβρίου εκάστου έτους τιμά ιδιαιτέρως τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη του Χρυσόστομο. Την ημέρα αυτή, στον πατριαρχικό θρόνο δεν ανεβαίνει ο Πατριάρχης, αλλά τοποθετείται η εικόνα του ιερού πατρός, ενώ ο Πατριάρχης ίσταται στο παραθρόνιο, έχοντας στο χέρι του μαύρη ράβδο.

Ιδιαίτερη υπήρξε η τιμή και ευλογία για τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, όταν κατά το Νοέμβριο του 2004 και εν όψει της θρονικής εορτής του πανσέπτου οικουμενικού πατριαρχείου, κατά την παραμονή της εορτής του Αγίου Ανδρέου του πρωτοκλήτου, ιδρυτού της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, μετέφερε στον πατριαρχικό ναό μετά από επτά αιώνες τα ιερά λείψανα των Αγίων Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του θεολόγου, τα οποία είχαν κλαπεί από τους λατίνους Σταυροφόρους και εφυλάσσοντο στο Βατικανό.

Τα ιερά λείψανα επέστρεψαν μόνιμα στον φυσικό τους χώρο, στον πάνσεπτο πατριαρχικό ναό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Το έτος 2007 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αφιερώθηκε στην ιερά μνήμη του ιερού Χρυσοστόμου για τα 1600 έτη από της κοιμήσεώς του και διοργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο για το πρόσωπο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/search/label/%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1%20%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD%20%CE%99%CE%B5%CF%81%CF%8C%20%CE%A7%CF%81%CF%85%CF%83%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF#ixzz3JQ5Ej3dY

ΠΡΟΙΚΟΝΗΣΟΥ ΙΩΣΗΦ: «ΣΑΛΠΙΓΞ Η ΧΡΥΣΗΛΑΤΟΣ - Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΩΤΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ»

Του Σεβ. Μητροπολίτου Προικονήσου κ.Ιωσήφ

Στίς 13 Νοεμβρίου η Εκκλησία τιμά καί γιορτάζει έναν τρισμέγιστο φωστήρα καί Ιεράρχη της, τόν Ιωάννη Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, τόν Χρυσόστομο.
Είναι τόσο σημαντική γιά τή ζωή τής Εκκλησίας διά μέσου τών αιώνων η παρουσία καί η προσφορά τού ιερού Χρυσοστόμου, ώστε, ανήμερα τής μνήμης του, στόν πανίερο Πατριαρχικό Ναό τής Κωνσταντινουπόλεως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δέν ανεβαίνει στό θρόνο του, μά κάθεται δίπλα, στό γεντέκι  (δηλ. στό παραθρόνιο).

Στόν θρόνο τοποθετείται η ιερά εικόνα τού αρχαίου Αρχιεπισκόπου τής Πόλεως Ιωάννου Α’ τού Χρυσοστόμου, γιά νά φαίνεται ότι ο ιερός αυτός Πατέρας είναι κατά κάποιο τρόπο ο... διαχρονικός προκαθήμενος τής Εκκλησίας τής Βασιλευούσης• ο διά μέσου τών αιώνων Οικουμενικός Πατριάρχης. Εκείνος, πού περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον εστόλισε κι εδόξασε τόν εκκλησιαστικό θρόνο τού Βυζαντίου! Γι’ αυτό άλλωστε καί ο νεοεκλεγόμενος Οικουμενικός Πατριάρχης δεχόταν συνήθως κατά τό Μέγα Μήνυμα τήν ευχετήρια προτροπή: «-Ανάβηθι επί τόν θρόνον τών Χρυσοστόμων καί τών Φωτίων καί κλέϊσον αυτόν ως εκείνοι!»

Γεννημένος ο Ιωάννης στά μέσα τού Δ΄ αιώνος στήν Αντιόχεια τήν επί τού Ορόντου, τάς Συριάδας Αθήνας, όπως ονόμαζαν στήν αρχαιότητα τήν πόλι αυτή λόγω τού έντονου ελληνικού χαρακτήρα της, από πατέρα τόν στρατηγό Σεκούνδο καί μητέρα τήν αγιασμένη Ανθούσα, έμεινε από μικρός ορφανός πατρός, αλλά έλαβε τέλεια χριστιανική ανατροφή από τήν Ανθούσα κι απέκτησε αδαμάντινο χαρακτήρα, λαμπρή κοσμική μόρφωσι (μαθητής τού ρήτορος Λιβανίου καί τού φιλοσόφου Ανδραγαθίου), κι ακόμη λαμπρότερη θεολογική συγκρότησι καί κατάρτισι, μέ δασκάλους τόν Διόδωρο Ταρσού καί τόν Καρτέριο, στοιχεία μεγάλα τού περιώνυμου Ασκητηρίου, δηλ.τής μεγάλης Θεολογικής Σχολής τής Αντιόχειας.

Κατηχημένος καί διδαγμένος πατρικώτατα από τόν Επίσκοπο Αντιοχείας (Άγιο) Μελέτιο, δέχθηκε τό ιερό βάπτισμα, κι αργότερα, μετά τήν οσιακή κοίμησι τής μητέρας του, αποσύρθηκε γιά τέσσερα χρόνια σ’ ένα αυστηρό Μοναστήρι, όπου εσφυρηλάτησε καί ελεπτούργησε τήν προσωπικότητά του μέ αγιοπνευματική υπακοή στούς Γεροντάδες, σκληρότατες νηστείες, ανύστακτη νήψι, ολονύκτιες αγρυπνίες, σκληρές χαμευνίες,  βαθυκάρδιες προσευχές, πυκνή καί συστηματική μελέτη τών Θείων Γραφών, πολλές υπομονές, αδιάκοπους κόπους σωματικούς προκειμένου νά «υποπιάζη»  καί νά «δουλαγωγή» τό σώμα πρός όφελος τής ψυχής, καί, κατόπιν, γι’ άλλα δυό χρόνια, αποσύρθηκε σ’ ένα ερημικό σπήλαιο, στήν περιοχή τού Σιλπίου, όπου επιδόθηκε κατά μόνας σέ ακόμα αυστηρότερη καί απαιτητικώτερη ασκητική ζωή ως ερημίτης (δέν κοιμήθηκε ξαπλωμένος ούτε μιά νύχτα, κατά τή μαρτυρία τού Παλλαδίου Ελενουπόλεως, καί από τήν υπερβολική άσκησι «νεκρούται τά υπό γαστέρα»), ενοικοκύρεψε τέλεια τόν έσω άνθρωπο καί προετοιμάστηκε φιλότιμα γιά τήν εργασία τού Ευαγγελίου καί τή διακονία τού ιερού θυσιαστηρίου.

Επί δεκαεφτά χρόνια ελάμπρυνε τήν Ιερωσύνη στήν Αντιόχεια, δίπλα στόν άγιο Επίσκοπο Μελέτιο αρχικά, ως διάκονος, καί δίπλα στόν εκλεκτό διάδοχό του Επίσκοπο Φλαβιανό, ως πρεσβύτερος. Εκτός από τό λειτουργικό καί τό πλούσιο κοινωνικό - φιλανθρωπικό έργο του (πτωχωκομείο, γηροκομείο, συσσίτια), διακρίθηκε ξεχωριστά στό κήρυγμα τού λόγου τού Θεού, στήν ερμηνεία τών Αγίων Γραφών καί στή δυναμική αντιμετώπισι τών αιρετικών (Αρειανών καί Ευνομιανών) καί τών φανατικών Ιουδαίων. Η φήμη του ως ιεροκήρυκος, νηπτικού καί αγίου ανδρός, προασπιστού τού ευσεβούς δόγματος καί κοινωνικού εργάτου καί αναμορφωτού, ξεπέρασε σύντομα τά όρια τής Αντιόχειας καί τής γύρω περιοχής κι έφθασε μέχρι τή Βασιλεύουσα.

Έτσι, τό 398 μ.Χ., μετά τήν οσιακή κοίμησι τού Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Νεκταρίου (+17 Σεπτεμβρίου 397),  παρά τίς πείσμονες αντιρρήσεις καί διαμαρτυρίες του, οδηγείται βίαια, μέ στρατιωτική συνοδεία, στήν Κωνσταντινούπολι, πρός απαρηγόρητη θλίψι τών Χριστιανών τής Αντιόχειας, πού τόν έχαναν μέσα από τά χέρια τους, καί χειροτονείται στίς 15 Δεκεμβρίου Αρχιεπίσκοπος τής Βασιλεύουσας μέσα σέ κλίμα φρενίτιδας καί ενθουσιασμού τού ευσεβούς λαού τής Πρωτευούσης, πού είπε: «τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς»! 

Διακονία τού θυσιαστηρίου, κήρυγμα τού Λόγου, κοινωνική πρόνοια  καί φιλανθρωπία υπήρξαν τά πρώτα του μελήματα. Η νοσοκόμησι τών πασχόντων, η προστασία τών ορφανών, τών χηρών καί τών αδικουμένων, τό καθημερινό φαγητό εφτά χιλιάδων εξαθλιωμένων φτωχών, η στηλίτευσι τής κοινωνικής αδικίας, τής διαφθοράς, τής πολυτέλειας, τής περπέρειας,  τού ευδαιμονισμού καί τής γενικότερης απομακρύνσεως από τήν ευαγγελική ζωή αρχόντων καί αρχομένων, μεγάλων καί μικρών, κατείχαν κεντρική θέσι στή ζωή καί τό έργο του. Η κάθαρσι τής Εκκλησίας από φαύλους καί αβελτεροπέρπερους  κληρικούς («τραπεζογίγαντες», «γυναικοϊέρακες» [μέ τίς περιώνυμες «συνεισάκτους»], «χριστέμπορους» καί «βαλαντιοσκόπους», κατά τήν ακριβολόγο χρυσοστόμεια ορολογία) καί η ανύψωσι στήν Ιερωσύνη αγίων καί αξιόθεων ανθρώπων, η στήριξι τού Μοναχισμού, η ιεραποστολή γιά τή διάδοσι τού Ευαγγελίου στούς Πέρσες, στούς Σκύθες καί στούς εθνικούς τής Φοινίκης, τής Γοτθίας καί τής Κελτικής, υπήρξαν αντικείμενα καθημερινής ανύστακτης φροντίδας καί μέριμνάς του. Καί παράλληλα, η καλογηρική, καλογηρική!...

Ούτε τή νηστεία ξέχασε, ούτε τήν αγρυπνία, ούτε τήν αδιάλλειπτη προσευχή! Η σπεσιαλιτέ τού καθημερινού τραπεζιού του ήταν χυλός από κριθάρι! Διηγούνται ότι είχε κρεμάσει από τό ταβάνι σχοινιά (βαστακτήρες), πού τά περνούσε στίς μασχάλες του, γιά νά στέκεται όλη νύκτα όρθιος στήν προσευχή, χωρίς νά καταρρεύση! Ακόμη, πώς τό τελευταίο λυχνάρι πού έσβηνε στή Βασιλεύουσα κάθε βράδυ ήταν τού κελλίου του!

Προσωπικότητα περίλαμπρη! Πίστι γρανιτένια πού μετακινούσε βουνά! Αρετή εκτυφλωτικά απαστράπτουσα! Εκκλησιαστικό φρόνημα μοναδικό! Υποταγή στό θέλημα τού Θεού πλήρης! Ήθος ακτινοβόλο, ασυμβίβαστο! Ταπείνωσι βαθύτατη! Ανωτερότητα απαράμιλλη! Υπομονή καί μακροθυμία ανεξάντλητη! Θεληματική προσωπική πτωχεία ακραία! Φιλοπτωχεία ανοιχτοχέρα, γαλαντόμα, πλουσιόκαρδη! Φλόγα ιεραποστολική άσβεστη! Ανεξικακία απεριόριστη καί αγάπη γιά τόν άνθρωπο παφλάζουσα! Ζήλος γιά τήν Εκκλησία πύρινος! Ερμηνεία τών Γραφών θεοφώτιστη! (Στό αφτί τού υπαγόρευε τήν ερμηνεία τών Επιστολών του αυτοπροσώπως ο Απόστολος Παύλος, όπως είδε μέ τά ίδια του τά μάτια ο μαθητής καί αργότερα διάδοχός του Άγιος Πρόκλος, καί τό μακάριο εκείνο αφτί -τό αριστερό- σώζεται ώς τά σήμερα αδιάφθορο στήν πολύχαρη καί μεθυστικά πανευώδη αγία κάρα του, πού θησαυρίζεται στό Αγιονορείτικο αρχοντομονάστηρο τού Βατοπεδίου.

Τό είδαμε καί τό προσκυνήσαμε! Κήρυγμα τού λόγου τού Θεού μελίχρυσο, χρυσαυγές, χρυσογάργαρο! Έλεγχος τής ασεβείας σκληρός, ανυποχώρητος! Δικαιοσύνη έμπρακτη χριστομίμητη! Εργατικότητα ακαταπόνητη! Οσιακή άσκησι τραχύτατη! Προσευχή αδιάλλειπτη, θεοπειθέστατη, πάγκαρπη! Λατρεία λογική, ευκατάνυκτη, ευάρεστη στόν Κύριο! (Καί μόνο η Θεία Λειτουργία πού φέρει τό όνομά του αρκεί γιά επιβεβαίωσι!) Θεολογία εκφαντορική! Νούς θεοπτικότατος! Μυστική θεωρία πολλαπλώς μαρτυρούμενη! Ιδού μερικές μόνο πτυχές τού καταπληκτικού φαινομένου πού ονομάζεται Ιωάννης Α’ ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως! Ο πανίερος μυστηριάρχης τών θείων, στόν οποίο «κατεσκήνωσε τών αρετών η πάσα δικαιοσύνη»! Ο ομότροπος τών Αποστόλων! Ο «χρυσουργός τών καρδιών τών πιστών»!  Ο «πάγχρυσος τή ψυχή σύν τή γλώττη»!  Τό «χρυσόπνοον στόμα τής Χάριτος»! 

Όλα αυτά βεβαίως εκίνησαν τόν φθόνο τού διαβόλου καί τών οργάνων του εναντίον τού Αγίου τού Θεού. Μίση, φτηνά συμφέροντα ευτελών ανθρώπων, ανδραρίων τής κοσμικής καί τής εκκλησιαστικής εξουσίας, αδυναμίες αυτοκρατορικές (τής ματαιόδοξης Ευδοξίας), ραδιουργίες, δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, ψεύδη, αδίστακτες συκοφαντίες, οχετοί εμπαθείας, όλα επιστρατεύθηκαν καί ενεργοποιήθηκαν γιά τήν εξόντωσί του. Δυό φορές προσπάθησαν νά τόν δολοφονήσουν! Στό τέλος τόν εξόρισαν. Μέ διάταγμα αυτοκρατορικό αλλαργοξόρισαν τόν δίκαιο, γιατί τούς ήταν «δύσχρηστος» καί «βαρύς καί βλεπόμενος».  Ξεσηκώθηκε ο πιστός λαός, ενώ ένας τρομερός φυσικός σεισμός, δίπλα στόν σεισμό τού λαού, ετρόμαξαν τούς εχθρούς τού Αγίου, πολιτικούς καί κληρικούς. Έτσι αναγκάσθηκαν νά τόν ανακαλέσουν από τήν εξορία. Επανήλθε θριαμβευτικά στό θρόνο του, δυστυχώς όμως όχι γιά πολύ. Τά ανάκτορα τόν αντιπαθούσαν, γιατί η θεοκίνητη γλώσσα του ήλεγχε τή διαφθορά πού τά έπνιγε. Ατάσθαλοι κληρικοί, πού καί μόνη η παρουσία του ήταν ένας ηχηρός έλεγχος τής δικής τους κακομοιριάς καί αβελτηρίας, τόν μισούσαν θανάσιμα. Συνάχθηκαν σέ Σύνοδο ανομίας «παρά τήν Δρύν» (403), πού πέρασε στήν ιστορία ως «Ληστρική Σύνοδος» καί τόν «καθήρεσαν» από τήν αρχιερωσύνη!

Τόν Άγιο οι εναγείς! Τόν αδάμαντα οι άνθρακες! Τόν φιλόχριστο οι φιλόχρυσοι! Τόν θεοφόρο οι αθεόφοβοι! Τόν πανάξιο οι ανάξιοι! Τόν ολοφώτεινο οι εσκοτισμένοι! Τόν εν Χριστώ ελεύθερο οι «σκητοτρώκται καί διφθερίαι καί τρίδουλοι εκ προγόνων»!  Αμέσως ξανακαταδικάστηκε κι από τό παλάτι σέ εξορία (20 Ιουνίου 404)! Μακρύτερη καί χειρότερη από τήν πρώτη. Πένθος επλάκωσε τήν Εκκλησία! Αίμα αθώο χύθηκε στούς δρόμους τής Κωνσταντινουπόλεως υπέρ τού αγίου Ποιμενάρχη. Πυρκαϊά κατέστρεψε τόν Ναό τής τού Θεού Σοφίας καί τή Σύγκλητο. Σχίσμα έγινε ανάμεσα στούς Επισκόπους... Κι ο αδικημένος καί προδομένος Αρχιεπίσκοπος, άρρωστος βαρειά οδηγήθηκε στή Νικομήδεια, στή Νίκαια, στήν Άγκυρα, στήν Καισάρεια, ώσαμε καί στήν Κουκουσό τής Αρμενίας, όπου έφθασε μισοπεθαμένος. Εδώ βρήκε γιά λίγο κάποια γαλήνη καί θαλπωρή. Ο λαός τής περιοχής τού έδειξε πολλή αγάπη καί ευλάβεια.

Επεκοινώνησε μέ τό ποίμνιό του. Μάς σώζονται κάπου διακόσιες σαράντα επιστολές του από τήν εξορία στήν Κουκουσό. Εξόριστος καί ασθενής, δέ σταμάτησε νά καλλιεργή ευρύτατα τή φιλανθρωπία, νά διδάσκη τό λαό, νά ενδιαφέρεται γιά τήν ιεραποστολή στούς Σκύθες, Πέρσες, Φοίνικες, Κέλτες καί Γότθους!

Όμως οι εχθροί τής ευσεβείας ούτε στήν Κουκουσό θέλησαν ν’ αφήσουν ήσυχο τόν μαρτυρικό Πρωθιεράρχη! Τό καλοκαίρι τού 407 τού επιβάλλουν, μέ διαταγή τής νέας Ηρωδιάδος Ευδοξίας, περαιτέρω εξορία στήν Πιτυούντα τού Καυκάσου. Δέν έφθασε ποτέ εκεί! Μετά από τρίμηνη απερίγραπτη ταλαιπωρία κατέληξε στά Κόμανα τού Πόντου. Λίγα χιλιόμετρα έξω από τά Κόμανα, έμεινε στό ναό τού Αγίου Βασιλίσκου, ανεψιού τού Μεγαλομάρτυρος Αγ. Θεοδώρου τού Τήρωνος, πού είχε μαρτυρήσει στά Κόμανα επί Μαξιμιανού. Εδώ ήταν τό «Όριο Chandrasekhar»  τού «Λευκού Γίγαντα» (καί όχι λευκού νάνου, κι άς μέ συγχωρήσει η επιστήμη τής Αστρονομίας!). Τή νύχτα άκουσε τή φωνή τού Αγίου Βασιλίσκου νά τού λέη: «-Θάρσει, αδελφέ Ιωάννη, αύριον γάρ άμα εσόμεθα!»  Τήν επομένη ο πολύπαθος Αρχιεπίσκοπος ζήτησε νά τόν ντύσουν μέ λευκά άμφια, κοινώνησε τά άχραντα Μυστήρια, είπε τή σύντομη δοξολογία πού συνήθιζε πάντοτε: «Δόξα τώ Θεώ πάντων ένεκεν!» καί παρέδωσε τό πνεύμα. Τό ημερολόγιο εσημείωνε: 14 Σεπτεμβρίου 467. «Ενταφιασθείς δέ καί εορτασθείς, καθάπερ αθλητής νικηφόρος τό σωμάτιον, θάπτεται μετά τού Βασιλίσκου εν τώ αυτώ μαρτυρίω» - στόν ίδιο Ναό.

Στή συνείδησι τού εκκλησιαστικού πληρώματος είχε καθιερωθή ενωρίτατα ως μέγιστος φωστήρας τής Τρισηλίου Θεότητος• ως μελίρρυτος ποταμός τής σοφίας, πού καταρδεύει όλη τήν οικουμένη μέ τά νάματα τής Ορθόδοξης Θεολογίας• ως Ομολογητής τού Ονόματος τού Θεού καί τέλειος εργάτης τής ευαγγελικής δικαιοσύνης• ως Πατέρας ύψιστος τής Εκκλησίας, στύλος   καί εδραίωμα τής αληθείας• ως βασιλέας τού άμβωνος καί αιώνιο υπόδειγμα Αρχιερέως καί πνευματικού πατρός• ως κανόνας τής αρετής καί τής αγιότητος. Καί τιμήθηκε αμέσως ως μέγας Άγιος! Επειδή, μάλιστα, η ημέρα τής τελειώσεώς του συνέπεσε μέ τήν παγκόσμια Ύψωσι τού Τιμίου Σταυρού, γι’ αυτό από νωρίς η μνήμη του μετακινήθηκε στίς 13 Νοεμβρίου, ώστε νά γιορτάζεται αυτόνομα, όπως αξίζει σ’ ένα τέτοιας λαμπρότητας υπερκαινοφανές αστέρι (σούπερ νόβα ...γιά τούς ελληνομαθείς!) τού νοητού στερεώματος τής Βασιλείας τού Θεού!

Στίς 27 Ιανουαρίου τού 438, μετά από ενέργειες τού μαθητού καί διαδόχου τού ιερού Χρυσοστόμου στόν αποστολικό Θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Πρόκλου, μέ άδεια τού Αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄, τό ιερό λείψανο τού Θεοφόρου Πατρός, πού είχε διατηρηθή ακέραιο, μεταφέρθηκε μέ λαμπρές τιμές στήν Κωνσταντινούπολι, όπου έγινε δεκτό μέ φρενίτιδα ενθουσιασμού. Τό έστησαν όρθιο πάνω στό ιερό Σύνθρονο τού Ναού τής Αγίας Ειρήνης καί φώναζαν: «Απόλαβέ σου τόν θρόνον, Άγιε!», όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης  (εντεύθεν καί τό έθιμο τής εγκαθιδρύσεως τής εικόνος του στόν Πατριαρχικό Θρόνο κατά τήν ημέρα τής μνήμης του). Στή συνέχεια τό οδήγησαν στόν Ναό τών Αγίων Αποστόλων. Επανελήφθη καί εδώ η ενθρόνησι στό Σύνθρονο καί εκεί ο Άγιος σήκωσε τό χέρι του, ευλόγησε τό λαό του λέγοντας «Ειρήνη πάσι!» καί ξανάκλεισε τό πάγχρυσο στόμα του μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου...

Θαύματα πολλά καί θεραπείες ασθενών έγιναν μέ τήν παρουσία τού χαριτοβρύτου λειψάνου τού Χρυσορρήμονος. Η λάρνακα πού τό περιέκλειε ετάφη κατόπιν κάτω από τό άγιο θυσιαστήριο, καί τά θαύματα συνεχίζονταν κρουνηδόν. «Βρύει ως μυροθήκη τερπνή, τά τών θαυμάτων θεία ρείθρα, Χρυσόστομε, η λάρναξ η σή εν κόσμω, καί ιαμάτων ροαίς τάς ψυχάς μυρίζει τών τιμώντων σε», διασαλπίζει η εκκλησιαστική μούσα. Αργότερα τό ιερό λείψανο ακολούθησε τήν συνήθη ανθρώπινη διάλυσι καί τά θεοφόρα οστά συνέχισαν νά δέχωνται τήν ευλαβική προσκύνησι κλήρου καί λαού. Τό 1206 οι ληστοσυμμορίτες πού ονόμαζαν κατ’ ευφημισμό τόν εαυτό τους «Σταυροφόρους», μετά τήν κατάληψι τής Βασιλεύουσας καί τήν εγκατάστασι λατινικής ιεραρχίας στή θέσι τού Ορθόδοξου Πατριάρχου, διαγούμισαν, ως γνωστόν, ό,τι πολύτιμο καί ιερό υπήρχε στήν Πόλι καί τό κατηύθυναν στή Δύσι (Βατικανό, Βενετία κ.λπ.).

Ανάμεσα στά άλλα κλοπιμαία τών ιερόσυλων «σκητοτροκτών» καί «διφθεριών», ήταν καί τά άγια λείψανα, καί βεβαίως καί εκείνα τού ιερού Χρυσοστόμου, πλήν τής τιμίας κάρας του πού βρίσκεται, όπως αναφέραμε, στό Βατοπέδι. Στίς 30 Νοεμβρίου 2004, μετά από 798 ολόκληρα χρόνια βίαιου ξενιτεμού, τμήμα τών θείων λειψάνων τού «Καθηγητού τών Θείων»,  μαζί μέ τμήμα τών λειψάνων τού άλλου μέγιστου Αρχιεπισκόπου τής Νέας Ρώμης Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, μετά από επίμονες καί επίπονες προσπάθειες τού άξιου διαδόχου τους Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, επεστράφη από τόν Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, σέ μιά κίνησι καλής θελήσεως τής Παλαιάς πρός τή Νέα Ρώμη. Τά χαριτόβρυτα λείψανα τών δύο Αγίων βρίσκονται πιά στό βόρειο κλίτος τού Πατριαρχικού Ναού τού Αγίου Γεωργίου μέσα σέ κομψά μαρμάρινα θυριδωτά κιβώτια, δίπλα στήν Παναγία τή Φανερωμένη τής Κυζίκου.

Πέρα από τή 13η Νοεμβρίου (μνήμη) καί 27η Ιανουαρίου (ανακομιδή λειψάνων), η Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει κι άλλες γιορτές τού ιερού Χρυσοστόμου: Τή 15η Δεκεμβρίου (χειροτονία σέ Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως), τήν 30ή Ιανουαρίου (μαζί μέ τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Θεολόγο Γρηγόριο) καί τήν 26η Φεβρουαρίου (χειροτονία σέ Πρεσβύτερο). Δέν τόν χορταίνουμε!... Πάντα τόν νοιώθουμε δίπλα μας. Μαζί μας! Ακόμα καί στόν πανεθνικό Θρήνο τής Αλώσεως, χίλια χρόνια μετά, η λαϊκή φωνή τού Πόντου τόν ήθελε νά είναι παρών, νά συμμερίζεται τή συμφορά τών παιδιών του καί νά θρηνή μαζί μέ τήν Παναγία γιά τό κατάντημα τής Πόλεως: «Ναϊλί εμάς, νά βάϊ εμάς, η Ρωμανία επάρθεν!... κι ο Άη Γιάννες ο Χρυσόστομον, κλαίει, δερνοκοπάται!...» Καί βέβαια, καθημερινά τόν έχουμε κοντά μας, καθώς τελούμε (μέ πολύ λίγες εξαιρέσεις μέσα στό έτος), τή Θεία Λειτουργία του, τόν μεγαλύτερο πνευματικό θησαυρό πού μάς κληροδότησε! Τήν τελούν καί σέ διάφορες Ρωμαιοκαθολικές Κοινότητες, όπως λ.χ. στή Μονή τής Κρυπτοφέρης, καί βέβαια τήν χρησιμοποιούν επίσης οι «Ελληνοόρυθμοι» Παπικοί (Ουνίτες).

Τό προσωνύμιό του (Χρυσόστομος), τό κάναμε όνομα βαπτιστικό, γιά νά μήν τόν συγχέουμε μέ άλλους ομωνύμους του Αγίους, καί είναι προσφιλέστατο κυρίως μεταξύ τών μοναχών καί αγάμων κληρικών μας.
«Έπρεπε τή βασιλίδι τών πόλεων Ιωάννην αυχείν Αρχιερέα, ώσπερ τινά κόσμον βασιλικόν».  Έπρεπε στήν Οικουμενική Ορθοδοξία ένα τέτοιο κόσμημα, ένα τέτοιο δώρο τού Ουρανίου Βασιλέως καί Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού!...


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/search/label/%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1%20%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD%20%CE%99%CE%B5%CF%81%CF%8C%20%CE%A7%CF%81%CF%85%CF%83%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF#ixzz3JQ3onnBi