Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΤΟΝ ΜΥΡΟΒΛΥΤΗ......

Τρίτη, 26 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΤΟΝ ΜΥΡΟΒΛΥΤΗ......



Αρχιμ. Εφραίμ Ξηροποταμηνού


«Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών».

Με αυτόν τον στίχον του Δαβίδ αρχίζει ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Γρηγόριος ο Παλαμάς το εγκώμιό του στον Μυροβλύτη άγιο, που σαν Μεγαλομάρτυς ανήκει και αυτός στις «αρχές», δηλαδή στην ηγεσία των Αγίων και Φίλων του Θεού.

«Εγώ με πολλή τιμή περιβάλλω τους φίλους σου, Θεέ μου, μεγάλη εξουσία και παρρησία έχουν εκείνοι που προεξάρχουν μεταξύ τους», θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, δίνοντας όμως στα ίδια αυτά λόγια του Προφητάνακτος πολύ πιο ευρύ περιεχόμενο. Διότι για μάς Φίλοι του Θεού είναι και οι δύο Άγιοι, και ο εγκωμιάζων και ο εγκωμιαζόμενος, αλλά ακόμη και οι φίλοι των Φίλων του Θεού, ο φιλάγιος και Παναγιώτατος Ποιμενάρχης κύριος Παντελεήμων με το ευλαβές του ποίμνιο, που με τον θείο ζήλο τους για την τιμή και τον έπαινο των όντως μεγάλων Αγίων της Αποστολικής Μητροπόλεως δεν παύουν από του να επισύρουν άθελα επάνω τους τον δίκαιο έπαινο και την αγάπη της στρατευόμενης αλλά και της θριαμβευούσης Εκκλησίας του Χριστού.

Ο λόγος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίο πρέπει σήμερα να παρουσιάσουμε ανταποκρινόμενοι σε τιμητική πρόσκληση του Παναγιωτάτου, πρέπει, σύμφωνα με εσωτερικά τεκμήρια, να εκφωνήθηκε από τον Άγιο σε ένα από τα έτη της αρχιερατείας του στη Θεσσαλονίκη, κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου και μάλιστα μετά το Ευαγγέλιο της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας μέσα στον πάνσεπτο τούτο ναό, και αποτελεί άριστο δείγμα του εορταστικού εγκωμιαστικού λόγου, στο οποίο ανήκει.

«Ο μεν πόθος μάς παρακινεί να μιλήσουμε ανάλογα με τη δύναμή μας, και η περίσταση απαιτεί τον επίκαιρο λόγο, και το οφειλόμενο χρέος βιάζοντας μας δεν μάς αφήνει να θαυμάσουμε άνευ λόγων το υπέρ λόγον μεγαλείο του Μάρτυρος», λέγει κάπου στην αρχή του λόγου του ο Άγιος.

Η μακρά παράδοσις του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο τυπικό, το οποίο εγνώριζε καλά ο Άγιος Γρηγόριος, μια και είχε ζήσει αρκετό διάστημα σ' αυτήν, ακόμη και πριν αρχιερατεύσει. Αυτό το τυπικό φαίνεται ότι καθόριζε το περιεχόμενο της ομιλίας του, και αυτό τον κάνει να αισθάνεται λίγο περιορισμένος.

Θα ήθελε ίσως, παίρνοντας μόνον αφορμή από τον Μάρτυρα, να επιμείνει σε πνευματικά θέματα, όμως είναι υποχρεωμένος να αναφέρει, όπως κάθε χρόνο, τα απαραίτητα, μα πασίγνωστα πια μαρτυρολογικά στοιχεία, πράγμα που τον κάνει να σκεφθεί λίγο και την δυνατότητα της σιωπής.

Τελικά όμως, όπως φαίνεται στην συνέχεια, καταφέρνει να τα συγκεράσει όλα, και αγιολογία και ηθική διδασκαλία και θεολογία και ρητορεία και ερμηνευτική, σε έναν αριστοτεχνικό εγκωμιαστικό λόγο, απόλυτα ισορροπημένο και απαλλαγμένο από το πολύ σύνηθες σε τέτοια έργα στοιχείο της υπερβολής.

Θα ήταν μάταιο, νομίζουμε, μέσα στα πλαίσια μιας σύντομης ομιλίας να επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε έστω και εν περιλήψει ολόκληρο τον ειρμό και το περιεχόμενο του λόγου. Όσο για λογοτεχνική ανάλυση και αξιολόγηση, που οπωσδήποτε ξεφεύγει τις δυνατότητες μας, αρκούμεθα να εκφράσουμε ευλαβικά το θαυμασμό μας για τα «κάλλη του φθέγματος» του θείου Γρηγορίου του Παλαμά που του προσετέθησαν από τη θεία Πρόνοια, για να διατυπώσει επάξια «τα βάθη του Πνεύματος» που «εξεζήτησε» και αυτός, όπως ακριβώς και ο συνώνυμος του Θεολόγος. Ας μάς επιτραπεί λοιπόν να μεταφέρουμε κατ' εκλογήν ορισμένες μόνο από τις βασικές τοποθετήσεις του λόγου παρατρέχοντας τα πάμπολλα ευρήματα και τούς βιβλικούς παραλληλισμούς, που ίσως μόνο μια δόκιμη μετάφραση θα μπορούσε να αποδώσει.

Ήδη εκ προοιμίων, αλλά και πολύ συχνά στη μετέπειτα ροή του λόγου, ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει στα πολλαπλά χαρίσματα της αγιότητος του Δημητρίου. Η μετά ευχαριστίας αποστέρηση της κατά κόσμον ευτυχίας και δόξης τον κατατάσσουν μεταξύ των δικαίων, με τους οποίους όμως συγκρινόμενος —και μάλιστα με τον Ιώβ— βρίσκεται πολύ ανώτερος. Αξιώθηκε και προφητικής χάριτος, όπως φαίνεται από τους λόγους του προς το Νέστορα, που ευλαβικά μάς διέσωσε η παράδοση: «Και τον Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις». Η προ του μαρτυρίου Ιεραποστολική του δράσις στη Θεσσαλονίκη από την επίσημη μάλιστα θέση του υπάτου, αλλά και η μετά θάνατον δια των θαυμάτων του Αγίου μεταστροφή ολοκλήρου της πόλεως στο Χριστιανισμό είναι μάρτυρες της αποστολικής χάριτος και αξίας που του εδόθη. Η παρθενία του και η άμεμπτη προ του μαρτυρίου ζωή του τον κατατάσσουν αυτοδικαίως και στις τάξεις των όσιων. Η «σπουδή της σοφίας» και «η περί λόγους παιδεία», που τον κοσμούσαν σαν ανώτατο αξιωματούχο του κράτους, του δίδουν το χρίσμα του διδασκάλου. Μάλιστα στον «ωρατίωνα», τον κοντό εκείνο αγορευτικό μανδύα που φορούσαν στους ώμους οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι, και στον υπατικό δακτύλιο του, που μετά το μαρτύριό του άρχισαν να θαυματουργούν στα χέρια του Λούπου, ο Γρηγόριος δεν κρύβει πώς βλέπει κάποιο συμβολισμό της «μυστικώς δεδομένης διδασκαλικής αξίας και προεδρίας». Μόνη η ορατή Ιεροσύνη του λείπει φαίνεται να υπονοεί η φράση: «...μόνος ή πάνυ μετ' ολίγων τα πάντα τελεί». Ιδιαίτερα στο θέμα της παρθενίας του Αγίου Δημητρίου επανέρχεται πολλές φορές ο παρθένος και μοναχός Παλαμάς, το ειδικό όμως αυτό θέμα έχει έξαντλήσει ολόκληρο συνέδριο που διοργανώθηκε μέσα στον Ιερό τούτο χώρο.


Με τη σειρά μας θα λέγαμε πως η συνάντηση αυτή όλων των γνωρισμάτων της αγιότητος σε ένα και το αυτό πρόσωπο είναι χαρακτηριστικό όλων των άλλων Αγίων της Εκκλησίας μας. Και για να μην πάμε πολύ μακριά, ο βίος του ίδιου του μεγάλου Παλαμά, τον αποδεικνύει όχι μόνον όσιο και διδάσκαλο και Ιεράρχη, αλλά και προφήτη και απόστολο και μάρτυρα τη προαιρέσει. επαληθεύεται και πάλι το ότι μόνον ένας μεγάλος μπορεί να καταλάβει και παινέσει επάξια έναν μεγάλο.

Ένα άλλο κεντρικό σημείο του λόγου είναι ο παραλληλισμός του Αγίου Δημητρίου με τον Χριστό, η επισήμανση δηλαδή στο πρόσωπο του Μεγαλομάρτυρος ενός «τύπου Χριστού μετά Χριστόν», αν είναι δυνατόν να λεχθεί κάτι τέτοιο. Το στοιχείο αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Βέβαια για κάθε άγιο ισχύει το του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Στον Άγιο Δημήτριο όμως όλα τα βιογραφικά στοιχεία με αφορμή και αφετηρία τη λόγχευση της πλευράς συντείνουν σε μία όχι μόνο μυστική, αλλά και εξωτερική εξεικόνιση του Χριστού στο πρόσωπό του: Το νεανικό της ηλικίας, η παρθενία, η διδασκαλική δράση που επιστεγάζεται από το εκούσιο μαρτύριο, η τετρωμένη πλευρά που γίνεται πηγή μύρου και ιάσεων, ο εξιλαστικός χαρακτήρας που παίρνει το μαρτύριο του Αγίου υπέρ μιας ολοκλήρου πόλεως είναι στοιχεία που πολύ νωρίς επεσημάνθησαν και ίσως πήραν τις ανάλογες λατρευτικές προεκτάσεις, ενώ μεταγενέστερα επί του αγίου Συμεών αποκρυσταλλώνονται πλέον λειτουργικά και υμνογραφικά σε ακολουθίες και ύμνους σαν αυτούς που ακούγονται ιδιαίτερα κατά τους όρθρους όλης αυτής της εβδομάδος μέσα στον εφέστιο τούτο του Μεγαλομάρτυρος .

Ειδικά, ο Άγιος Γρηγόριος, εκτός από την εφαρμογή ορισμένων χριστολογικών χωρίων και τύπων της Παλαιάς Διαθήκης που κάνει στον Άγιο Δημήτριο, αναφερόμενος και στην πολλαπλή λόγχευση της πλευράς του, την θεωρεί αναπλήρωση των «υστερημάτων των θλίψεων του Χριστού» κατά τον Απόστολο Παύλο, η οποία γίνεται από τους Αγίους υπέρ του Σώματος Του που είναι η Εκκλησία.

«Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς». Τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία του μάρτυρος και το σύντομο μαρτύριό του θέτουν πάντοτε σε δοκιμασία την φιλοπράγμονα διάθεση των περί τα συναξαριακά ενασχολούμενων ευλαβών, όπως ακριβώς και εκείνου του Αγιορείτη ασκητή Βιταλίου, που αναφέρεται στις διηγήσεις των θαυμάτων του Αγίου. Να η απορία του, όπως την συνοψίζει ο αφηγητής του θαύματος Σταυράκιος: «Αφού τόσο σύντομος ήταν ο μαρτυρικός αγώνας του και ακαριαίο το μαρτύριό του και μόνη η πλευρά του επλήγη, τι ήταν αυτό που του προεξένησε την τόση αφθονία των μύρων;» Υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που και περισσότερα και δριμύτερα και πιο μακροχρόνια βάσανα υπέμειναν και παρθένοι ήσαν και ίσως να ετελειώθησαν και με λόγχευση της πλευράς κατά μίμησιν του Χριστού. Τι είναι εκείνο που ανέδειξε μεγαλομάρτυρα και οικουμενικό θαυματουργό τον Δημήτριο;

«Επί τω Δημητρίω ακραιφνώς τα πάντα συνέδραμον» σπεύδει να απαντήσει ο ρητορικότατος Σταυράκιος, προτού διηγηθεί το σχετικό θαύμα που έπεισε τελικά στην πράξη τον Βιτάλιο. Στο σημείο αυτό ο θείος Γρηγόριος αισθάνεται ότι έχει να πει περισσότερα. Και εδώ μόνος αυτός μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει τον Μάρτυρα βάσει της δικής του εμπειρίας. Να λοιπόν πώς εξηγεί αυτός εκείνο το «ακραιφνώς» του Σταυρακίου: «Γιατί ούτε στο νου του, λέγει, δεν καταδέχθηκε ποτέ να βάλει (ο Άγιος) κάτι από τα μη θεοσεβή, ούτε ξεκίνησε να κάνει καμιά πράξη όχι θεάρεστη. Αλλά αφού φύλαξε αμίαντη στον εαυτό του τη Θεία Χάρη του κατά Χριστόν βαπτίσματος, είχε πάντοτε το θέλημά του σύμφωνο με τον νόμο του Κυρίου». Και λίγο πιο κάτω: «(Ο Δημήτριος) ήταν ωραίος, όχι μόνον κατά τον έξω αισθητό άνθρωπο, αλλά πολύ περισσότερο κατά τον εσωτερικό και αόρατο, τον οποίο βλέποντας ο καρδιογνώστης Θεός τόσο αιχμαλωτίσθηκε από το νοερό κάλλος του, ώστε να ευδοκήσει να σκηνώσει μέσα σ' αυτόν και να αποτελέσει ένα πνεύμα με αυτόν, και ξεκινώντας από εκεί να τον κάνει ολόκληρο θείο».

Ο Δημήτριος δηλαδή είχε φθάσει διά της νήψεως ήδη και προ του μαρτυρίου στην τελειότητα και στη θέωση και έτσι, κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού, δε χρειαζόταν παρά ένα σύντομο μαρτύριο, με το οποίο σαν άλλος πνευματικός στάχυς θα θεριζόταν, για να συναχθεί στις ουράνιες αποθήκες. Τα φοβερά βασανιστήρια από τα όποια έπρεπε να περάσουν άλλοι μάρτυρες υποβασταζόμενοι από την Χάρη του Θεού, για να δοκιμασθεί έτσι και να ατσαλωθεί η προαίρεσή τους, δεν χρειαζόταν στον Δημήτριο, γιατί αυτός, όπως λέγει ο θείος Παλαμάς «πριν ή γνώναι το κακόν, έξελέξατο το αγαθόν». Με την νηπτική εργασία, η οποία ήταν θεοδίδακτος, είχε καταστεί τόσο τέλειος κατά την προαίρεση, ώστε ο πειράζων, μη βλέποντας καμμιά πιθανότητα επιτυχίας, μετά τον πρώτο ανιχνευτικό πειρασμό του σκορπιού, δεν τόλμησε να επιστρέψει από φόβο μήπως πολλαπλασιάσει τους στεφάνους του Μάρτυρος.


Όλα αυτά βέβαια δεν αναφέρονται επί λέξει στο εγκώμιο και ας μάς συγχωρήσει ο Άγιος Γρηγόριος! Πιστεύουμε όμως πως διερμηνεύουμε εκείνα στα οποία αυτός δεν μπόρεσε να επεκταθεί περιορισμένος από την περίσταση και «σχήμα του λόγου», όπως λέγει. Στον περίφημο όμως δεύτερο λόγο του στα Εισόδια, που συνέγραψε μέσα στο οικείο περιβάλλον της ησυχίας του Αγίου Όρους, μάς δίνει ένα άλλο πιο εκτεταμένο παράδειγμα αυτού του είδους της «Νηπτικής ερμηνείας».

Εξηγεί δηλαδή ο μύστης της Θεοτόκου Γρηγόριος ότι εκείνο που έκανε την Παρθένο άξια να γίνει Μητέρα του Θεού ήταν η τελειότητα της προαιρέσεως της, στην οποία έφθασε διά της νήψεως και της Ιεράς ησυχίας στο διάστημα της παραμονής της μέσα στον Ναό.

«Πολιά δε έστιν φρόνησις άνθρώποις και ηλικία γήρως βίος άκηλίδωτος». Ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγιότητος του Δημητρίου, το οποίο φαίνεται να υπογραμμίζει ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος, είναι το νεαρόν της ηλικίας του. Τον ονομάζει «νεανίαν απαλόν», «νέον έτι κομιδή» και «στεφανίτην έκ ου». Το γεροντικό του φρόνημα όμως τον έκανε διδάσκαλο και εμψυχωτή όχι μόνον του Νέστορος, του οποίου την νεότητα και ο ίδιος ο Μαξιμιανός λυπήθηκε αλλά και πάντων των «εύσεβεΐν αίρουμένων», οι οποίοι ασχέτως ηλικίας κατέφευγαν στην υπόγεια εκείνη στοά, όπου δίδασκε ο Μάρτυς και η οποία γι’αυτό τον λόγο, όπως υποστηρίζει ο Άγιος, έδωσε το όνομα «Καταφυγή» στον ναό της Θεοτόκου που αργότερα κτίστηκε επάνω της.

«Αγαθόν ανδρί όταν άρη τον ζυγόν αυτού εκ νεότητος αυτού». Απόδειξη ο Δημήτριος, ο Νέστωρ, ο ίδιος ο Παλαμάς. Η νεότητα έχει λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση. Οι μεγαλύτεροι ας μην σπεύδουμε πάντοτε να προδικάζουμε το νεανικό ενθουσιασμό. Χρειάζονται ισχυρά αντίδοτα, για να καταπολεμηθεί η σημερινή γενική δηλητηρίαση. Η αγιότητα, η θυσία, το μαρτύριο είναι τα μόνα ικανά να μεταμορφώσουν τον κόσμο. Η Εκκλησία θεμελιώθηκε με το αίμα του Χριστού πάνω στους τάφους και τα λείψανα των Μαρτύρων. Χωρίς θυσία, αδύνατη η αλλαγή και η μεταμόρφωσις.

Αλλά ας επανέλθουμε στα λόγια του Παλαμά: «Μου έρχεται, λέγει, να πω για τον Δημήτριο εκείνο που λέγει ο θείος Παύλος για τον Χριστό: Αποδεικνύει την αγάπη του σ' εμάς ο Μέγας Δημήτριος με το ότι ενώ ήμασταν ακόμη ασεβείς, αυτός «κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε» , κατά χάριν βέβαια και μίμησιν του Δεσπότου του. Και ολόκληρη η πόλις αύτη «κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου αυτού»6.

Και συνεχίζει αντιδιαστέλλοντας την πρώην ειδωλολατρική και ασεβή Θεσσαλονίκη με το περίφημο κέντρο της Βυζαντινής ευσέβειας που αυτός γνώριζε, τους μεγάλους και περικαλλείς ναούς του, την πολυθρύλητη ευλάβεια των κατοίκων του, τα μύρα και τα θαύματα του Άγιου Δημητρίου που σαν ποταμός πλημμύριζαν την οικουμένη.

Ιερή νοσταλγία καταλαμβάνει την κάθε ευλαβική ψυχή διαβάζοντας αυτές τις γραμμές του θείου Γρηγορίου. Άδειες σήμερα οι μαρμάρινες μυροδόχες λεκάνες στην κρύπτη του μαρτυρίου του...

Τα θραυσμένα πήλινα «κουτρούβια» του μύρου, αρχαιολογικά ευρήματα μέσα στις βιτρίνες...

Αποξενωμένος από την θεία λατρεία ο αρχικός χώρος του μαρτυρίου και του τάφου του... Ισχνή η ακοή των θαυμάτων του... Αναμφίβολα, πολλούς Δημητρίους χρειάζεται σήμερα η Θεσσαλονίκη, για να την «καταλλάξουν» πάλι με τον Θεό. Ένα νέο είδος ειδωλολατρίας την καταδυναστεύει.

Τι φταίει; Ας μάς επιτραπεί λίγη ακόμη αγιολογική φιλοπραγμοσύνη. Γιατί στην Αίγινα, στα νησιά του Ιονίου και άλλου διαλαλούνται καθημερινά τόσα θαύματα; Σε τι υστερεί ο δικός μας άγιος; Η αίτια πρέπει να βρίσκεται σε μας. Εκείνος έκανε και συνεχίζει να κάνει ό,τι υπαγορεύει η αγάπη της θείας ψυχής του διά της υπέρ των Θεσσαλονικέων ικεσίας του προς Θεόν. Εκείνος επέτυχε να του δοθεί η άδεια να επιστρέψει στους συμπατριώτες του. Μοναχικός μάς περιμένει ώρες ατελείωτες κάθε μέρα στη λάρνακά του να έλθουμε να του εκμυστηρευθούμε ευλαβικά τους πόνους και τα αιτήματά μας. Ο σεπτός ποιμενάρχης κάνει κι αυτός το χρέος του. Ακολουθώντας την προτροπή που κάνει στο τέλος του λόγου του ο εν αγίοις προκάτοχός του Γρηγόριος και μιμούμενος τον επίσης προκάτοχό του Άγιο Συμεών «πολυπλασιάζει» την πανηγύρι στον Μεγαλομάρτυρα και προσπαθεί με κάθε μέσο να ενισχύσει την ευλάβεια του ποιμνίου του προς αυτόν. Σε μάς απομένει να τον ακολουθήσουμε.

Και διά να καταλήξουμε την ομιλία μας πάλι με τους λόγους του Αγίου Γρηγορίου, ας παρακαλέσουμε να αξιωθούμε, με την προς Θεόν Ικεσία και πρεσβεία του αγίου ένδοξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και «της ατελεύτητου των σωζομένων πανηγύρεως εν ουρανοίς, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τώ ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 5
Σεπτέμβριος - Οκτωβριος 1989

O Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Παραλυτικός

O Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Παραλυτικός


Picture


«και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες, αιρόμενον υπό τεσσάρων…» (Μαρκ. β’ 3)

 Απόδοση στα Νεοελληνικά «Έρχονται τότε μερικοί προς αυτόν, φέροντας ένα παράλυτο, που το βάσταζαν τέσσερεις άνθρωποι…» (Μαρκ. β’ 3)

Την Β’ Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία καθώρισε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, σαν συνέχεια της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Πράγματι σήμερα  ακούσαμε τον απόηχο της προηγούμενης Κυριακής, αφού ο άγιος Γρηγόριος ήταν άξιο τέκνο της Εκκλησίας, που συνετέλεσε στον θρίαμβο της Ορθοδοξίας σε μια δύσκολη εποχή.

       Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μεγάλος ησυχαστής, και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, εκφράζοντας την εμπειρία όλων των αγίων Πατέρων, πολέμησε τον Ορθολογισμό του 14ου αιώνος και διεφύλαξε την Ορθόδοξο Πίστη από τον κίνδυνο του αγνωστικισμού και του πανθεϊσμού, αναπτύσσοντας την θεμελιώδη αλήθεια της Εκκλησίας, γύρω από το μυστήριο της αδιαιρέτου διαιρέσεως της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Η διδασκαλία αυτή είναι απαραίτητη για την εποχή μας, γιατί πολλοί έχουν προσωπική άγνοια της ενεργείας του Θεού, με αποτέλεσμα να την συγχέουν με τα κτίσματα, ενώ άλλοι ομιλούν στοχαστικά για τα μεγάλα αυτά θέματα της πίστεως.

       Τιμώντας λοιπόν την μνήμη του μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας, θα παρουσιάσουμε την ερμηνεία που κάνει δυο σημείων της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, που περιγράφει την θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ. Είναι παρμένα από την ομιλία που έκανε ο άγιος την ημέρα αυτή στο Ποίμνιό του.

             Οι άγιοι Πατέρες αλάνθαστοι ερμηνευτές των Γραφών

 Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμίσουμε την μεγάλη σημασία της πατερικής ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται με την Αγία Γραφή. Αυτό γίνεται από τους Προτεστάντας με αποτέλεσμα να πέφτουν σε πολλές αιρέσεις. Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι η Αγία Γραφή δεν είναι η Πεντηκοστή. Πεντηκοστή είναι οι άγιοι, ενώ ο λόγος των αγίων είναι λόγος περί της Πεντηκοστής. Έτσι όσοι έχουν μέσα τους την αγιαστική ενέργεια της θείας Χάριτος μπορούν να αντιληφθούν τους αποκαλυπτικούς λόγους των Προφητών, Αποστόλων και προγενεστέρων τους αγίων. Αυτοί είναι οι αλάνθαστοι ερμηνευταί των Αγίων Γραφών, γιατί έφθασαν στον φωτισμό του νου.

       Έτσι η καλύτερη «επιστημονική» προσέγγιση της Αγίας Γραφής είναι δια των αγίων. Κάθε ρήμα της Γραφής έχει «εγκεκρυμμένην εν εαυτώ δύναμιν πνευματικήν», την οποίαν αντιλαμβάνεται αυτός που έχει το Άγιον Πνεύμα. Η ερμηνεία της Αγίας Γραφής δεν είναι υπόθεση γραμματικών, φιλολογικών γνώσεων ή ιστορικών μόνον, αλλά κυρίως θεωρίας Θεού. Ο νους του αγίου καθαρίζεται, φωτίζεται και βλέπει καθαρά όλο το βάθος κάθε ρητού. Κατά τον άγιον Ισαάκ όσοι, φωτιζόμενοι από την  θεία Χάρη, οδηγούνται στην τελειότητα της ζωής, πάντοτε αισθάνονται σαν να προέχεται μια νοητή ακτίνα μέσα από τους στίχους των γεγραμμένων και η οποία διαχωρίζει με πνευματική γνώση το νόημα των ψιλών λόγων από τα πράγματα των λεγομένων. Γι’ αυτό έχει ειπωθεί ότι και αν ακόμη χαθούν όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής και τα πατερικά συγγράμματα, υπάρχουν Πατέρες που μπορούν να τα ξαναγράψουν, αφού η ζωή δεν χάνεται.

       Έτσι εξηγείται, γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς από μερικούς συγχρόνους του κατηγορήθηκε ως συντηρητικός θεολόγος και από άλλους ως μοντέρνος. Αυτό συνέβη, γιατί έχοντας Άγιον Πνεύμα, όντας Πατήρ της Εκκλησίας, επομένως συγγενής κατά το πνεύμα με όλους τους αγίους Πατέρας εξέφραζε το θέλημα του Θεού στην συγκεκριμένη εποχή που ζούσε.

       Καιρός όμως να δούμε τα δύο ερμηνευτικά σημεία της σημερινής περικοπής που κάνει ο άγιος Πατήρ.

Λόγος και πράξη

 Ο Ευαγγελιστής μας αναφέρει ότι ο Κύρος βρισκόταν μέσα σε ένα σπίτι στην Καπερναούμ. Αμέσως «συνήχθησαν πολλοί, ώστε μηκέτι χωρείν τα προς την θύραν και ελάλει αυτοίς τον λόγον». Ερμηνεύει λοιπόν ο άγιος Γρηγόριος, ότι όλοι άκουγαν τον Χριστόν, όλοι όμως δεν υπήκουαν. Έτσι όλοι είμαστε φιλήκοοι και φιλοθεάμονες, όχι όμως και φιλάρετοι. Όλοι μας επιθυμούμε να μάθουμε τα σωτήρια, γι’ αυτό και οι περισσότεροι όχι μόνον ευχάριστα ακούν την ιερά διδασκαλία, αλλά και «φιλοκρινούσι τους λόγους». Η παρατήρηση αυτή είναι αξιοπρόσεκτη. Πολλοί είναι οι ευσεβείς Χριστιανοί που επιθυμούν την ακρόαση του λόγου του Θεού, την γνώση του τρόπου της σωτηρίας τους και την γνώση διαφόρων θεολογικών αληθειών, αλλά δεν αγνωνίζονται για να καρποφορήσει μέσα τους ο λόγος του Θεού.

       Στην εποχή μας υπάρχει νοοτροπία να ακούμε αναλύσεις πατερικών κειμένων και να μιλάμε θεολογικά, αλλά δυσκολευόμαστε συγχρόνως να τηρήσουμε τον λόγο του Θεού, να φυλάξουμε τις εντολές. Στην πράξη αποδεικνυόμαστε εντελώς ανίσχυροι να αντιμετωπίσουμε μια δύσκολη κατάσταση. Οπότε τι σημασία έχει να κατέχουμε γνώσεις γύρω από την Χριστιανική ζωή, ενώ στην πράξη είμαστε πολύ πτωχοί; Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι η γνώση αποκεκομένη από την πράξη είναι θεολογία δαιμόνων. Χρειάζεται αγώνας για να τηρούμε τις εντολές και έτσι να προχωρήσουμε στην θεωρία του Λόγου και όχι να στεκόμαστε στην ακρόαση του λόγου. Να είμαστε φιλάρετοι και όχι απλώς φιλήκοοι και φιλοθεάμονες.

Θεραπεία παραλύτου ψυχής


  Ο παραλυτικός «αιρόμενος υπό τεσσάρων» έφθασε στην οικία, όπου δίδασκε ο Χριστός. Επειδή ο κόσμος ήταν πολύς τον ανέβασαν στην οροφή, «απεστέγασαν την στέγην» και κατέβασαν τον παραλυτικό μαζί με το κρεββάτι μπροστά στον Χριστό, που του χάρισε την ίαση και θεραπεία της ψυχής και του σώματος.

       Ο άγιος Γρηγόριος προσαρμόζει αυτήν την πράξη στην θεραπεία της παραλύτου ψυχής. Κάθε ένας που πρόσκειται στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή κείμενος επάνω στο κρεββάτι της ηδυπαθείας και της σαρκικής ανέσεως. Η ψυχή είναι παράλυτη, καθηλωμένη σε ένα σώμα που υπηρετεί τις ηδονές. Χρειάζεται η παράλυτη ψυχή να επιστρέψει στον Χριστό για να θεραπευθεί. Την βοηθούν τέσσερεις παράγοντες ήτοι «η οικεία κατάγνωσις» (αυτομεμψία), η «εξαγόρευσις των προημαρτημένων» (εξομολόγηση), «η υπόσχεση αποχής των κακών» (υπόσχεση για διόρθωση) και «η δέησις προς Θεόν» (προσευχή). Απαιτείται όμως να αποστεγάσουν την στέγη, την οροφή. Οροφή είναι το λογιστικό μέρος της ψυχής, που είναι φορτωμένο από υλικά, που προέρχονται από την σχέση προς τα γήϊνα και τα πάθη και χωρίζουν την ψυχή από τον Χριστό. Όταν καθαρισθεί ο λογισμός τότε μπορούμε να ταπεινωθούμε, να προσπέσουμε και να προσεγγίσουμε τον Χριστό. Αμέσως τότε ο παράλυτος νους ακούει την γλυκυτάτη λέξη «τέκνον» και λαμβάνει άφεση των αμαρτιών. Επίσης λαμβάνει και δύναμη για να σηκώσει το κρεββάτι. Δηλαδή ο υγιής νους άγει και διευθύνει το σώμα στα έργα της μετανοίας και δεν διευθύνεται από αυτό, όπως γινόταν προηγουμένως. Έτσι ο άνθρωπος ανασταίνεται και ζει την εν Χριστώ ζωή.

       Αυτά τα λίγα μας φανερώνουν ότι για να μελετούμε την Αγία Γραφή πρέπει απαραίτητα να έχουμε την καθοδήγηση των παλαιών και συγχρόνων αγίων Πατέρων. Να την διαβάζουμε μέσα στην ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Τότε η ανάγνωση θα ανάπτει τον πόθο για την κοινωνία με τον Χριστό και θα ανασταίνεται η ψυχή από την νέκρωσή της.

 «Όσοι Πιστοί»

Η οδός καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως και ο άλλος δρόμος της φιλοσοφίας

Η οδός καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως και ο άλλος δρόμος της φιλοσοφίας

του μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ (από το ένθετο της Δημοκρατίας για την Ορθοδοξία)
30 Μαρτίου 2013, 08:59
584 αναγνώσεις
Τη δεύτερη Κυριακή της Νηστείας της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής τιμάμε τον μεγάλο θεολόγο Πατέρα του 14ου αιώνα άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1269-1359 μ.Χ.), Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τον διδάσκαλο και υπέρμαχο του ησυχασμού, που υπερασπίσθηκε την ορθόδοξη πνευματική παράδοση και ζωή, αντιτασσόμενος στις απόψεις του μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο εκ Καλαβρίας μοναχός Βαρλαάμ συγκρούσθηκαν κατά το πρώτο ήμισυ του 14ου μ.Χ. αιώνα για πολύ σημαντικά θεολογικά θέματα.
Στο σύντομο αυτό σχόλιό μας θα περιορισθούμε σε ολίγα για ένα από τα ζητήματα της διενέξεως αυτής, που είναι γνωστή ως Ησυχαστικές έριδες της διαφοράς ανάμεσα στη θεολογία και τη φιλοσοφία.
Ο μοναχός Βαρλαάμ, επηρεασμένος από τον αριστοτελισμό της εποχής του (14ος αιώνας) κατά την οποία είχε αρχίσει να εξαπλούται μέγα ουμανιστικό ρεύμα, πίστευε βαθύτατα στην αξία της κλασικής παιδείας, χωρίς βεβαίως να αρνείται την πίστη στον Θεό. Διδάσκοντας φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη υπεστήριζε ότι με τη σοφία και τη γνώση ο άνθρωπος δύναται να επιτύχει την ηθική καθαρότητά του, να τελειοποιηθεί, να θεωθεί. Ουσιαστικώς θεωρούσε ότι ήταν ανωφελής η ασκητική ζωή των μοναχών, η προσευχή, η εγκράτεια, η άσκηση των αρετών και όλος ο πνευματικός αγώνας.
Δίδασκε ότι αυτά δεν συμβάλλουν στην τελείωση του ανθρώπου. Νόμιζε ότι η πίστη δεν ήταν αρκετή για να απαλλάξει τον νου των ανθρώπων «αγνοίας και ψευδών δοξασμάτων» και μάλιστα, έστω και αν έφθανε κανείς στην πατερική «απάθεια», ήταν αδύνατο να φθάσει στην τελειότητα και αγιότητα, αν μη «πανταχόθεν το ειδέναι συλλέξει μάλιστα εκ της καθ’ Ελληνας παιδείας». Οι απόψεις του βασίζονταν στην παράδοξη αντίληψη ότι η ανθρώπινη γνώση είναι δώρο Θεού ομότιμο της δι’ αποκαλύψεως γνώσεως, που δόθηκε στους Προφήτες και τους Αποστόλους. 
Αντίθετα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υποστήριζε ότι υπάρχουν δύο σοφίες, η μία που ικανοποιεί τις ανάγκες του κοσμικού βίου και τη διανοητική περιέργεια και η άλλη που οδηγεί στη σωτηρία. Η διάκριση αυτή δικαιολογείται από την ύπαρξη διπλών δώρων του Θεού, από τα οποία άλλα είναι φυσικά, που δίδονται σε όλους τους ανθρώπους, και άλλα υπερφυσικά και πνευματικά, που δίδονται στους καθαρούς και τους αγίους.
Ο θεοφώτιστος Πατέρας δίδασκε ότι η φιλοσοφία εισάγει τον άνθρωπο στη γνώση των όντων και μάλιστα μερικώς, επειδή τα πάθη της αμαρτίας σκότισαν το διορατικό του ανθρώπου, ο οποίος φιλοσοφών στηρίζεται σε πιθανολογίες και εικασίες, που δημιουργούν αντιφάσεις και διαφωνίες. Σ’ αυτό οφείλεται το ότι η μία φιλοσοφική θεωρία ανατρέπει την άλλη και η νεότερη την προηγούμενη. Το έργο της θεολογίας είναι το ύψιστο των δώρων του Θεού στον άνθρωπο, που αποκτάται με την άσκηση. Η δωρουμένη από τον Θεό γνώση και σοφία είναι ασυγκρίτως ανώτερη από αυτήν της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Η θεολογία αποκαλύπτει στον άνθρωπο τον Θεό, την ανθρώπινη φύση και, τέλος, την πνευματική κατάστασή του.
Η Εκκλησία συνοδικώς απέρριψε τις απόψεις του Βαρλαάμ και αποδέχτηκε και επεκύρωσε με Συνοδικές Αποφάσεις του 1341, 1347, 1351 τη διδασκαλία του θεοφόρου Πατρός, που ερμήνευσε απλανώς την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας, όπως βιώθηκε και παραδόθηκε από τους θεοφόρους Πατέρες μας, ως οδός καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως του ανθρώπου.

Τα πάθη και η απάθεια στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Τα πάθη και η απάθεια στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Τα πάθη και η απάθεια στη διδασκαλία
 του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά 
 Η Αγία μας Εκκλησία τιμά σήμερα, Β’ Κυριακή των Νηστειών, την μνήμη ενός μεγάλου Θεολόγου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Τιμούμε την μνήμη του δύο φορές τον χρόνο. Πρώτη στις 14 Νοεμβρίου, που είναι η ημέρα της οσιακής του κοίμησης το έτος 1359, και δεύτερη την σημερινή Κυριακή της Μ.Τεσσαρακοστής, την πρώτη μετά την μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας επειδή η νίκη επί των θεωριών του Βαρλαάμ θεωρείται εφάμιλλη της νίκης κατά των εικονομάχων. Τόσο σπουδαία θέση έχει η σημερινή ημέρα για την ζωή της Εκκλησίας. 
Θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε το θέμα μας σε τρία μέρη. Τα δύο πρώτα μέρη θα τα περιέλθουμε σε συντομία και αφορούν βιογραφικά στοιχεία του Αγίου και την ησυχαστική έριδα και στο τρίτο και κυριότερο μέρος θα αναπτύξουμε την διδασκαλία του Αγίου για τα πάθη και την απάθεια με τα οποία, ως θεολόγος, ασχολήθηκε σχεδόν σε όλα του τα έργα. 
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296 από αριστοκρατική οικογένεια. Σπούδασε στην Βασιλεύουσα κοντά στον διάσημο δάσκαλο-φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη. Κατά την διάρκεια των σπουδών του διακρίθηκε για την άριστη κατάρτισή του στην αριστοτελική φιλοσοφία που φαίνεται και από την χαρακτηριστική παρατήρηση του δασκάλου του, που μετά από ομιλία του Γρηγορίου μπροστά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, είπε: «Και ο Αριστοτέλης αν τον άκουγε, θα τον επαινούσε». Διέκοψε όμως τις σπουδές του για να επιδοθεί με μεγαλύτερη αφοσίωση στην άσκηση. Αποσύρθηκε στο γειτονικό μας Παπίκιο Όρος, όπου υπήρχαν αξιόλογα μοναστικά κέντρα και μυήθηκε στην άσκηση της νοεράς προσευχής. Μετά το Παπίκιο αποσύρθηκε στο Άγιον Όρος. Το 1326 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και το 1347 μετά από τετράχρονη φυλάκιση, δικαιωμένος για την θεολογία του όσον αφορά την νοερά προσευχή, εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. 
Στο θεολογικό του έργο κυρίαρχη θέση έχει η σύγκρουσή του με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, Έλληνα μοναχό της Κάτω Ιταλίας, ο οποίος δίδασκε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό και να ενωθεί μαζί Του. Επομένως κατηγορούσε τους ησυχαστές μοναχούς οι οποίοι δίδασκαν ότι ο άνθρωπος αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», μπορεί να ενωθεί με τον Θεό.
Η θέση του Γρηγορίου αποτελεί την επιτομή της Ορθόδοξης Παράδοσης η οποία λέει ότι ο Θεός υπάρχει κατά δύο τρόπους, κατά την ουσία του και κατά τις ενέργειές του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει την ουσία του Θεού, μπορεί όμως να τον γνωρίσει και να ενωθεί μαζί του μέσα από τις άκτιστες ενέργειές του. Ο Θεός αποκαλύπτεται μέσω της ασκήσεως και της προσευχής και όχι μέσω της φιλοσοφίας και του διανοητικού στοχασμού όπως υποστήριζε ο Βαρλαάμ. Η αποκάλυψη του Θεού δεν μπορεί να γίνει διανοητικό αντικείμενο. Η φιλοσοφία δεν είναι προϋπόθεση θεογνωσίας. Για τον Παλαμά και για την Εκκλησία μας η θέωση είναι υπόθεση κοινή εγγραμάτων και αγραμμάτων, όπως άλλωστε υποστήριζε και ο Μ. Αντώνιος.
Ας ασχοληθούμε με το κυρίως θέμα που άφορα τα πάθη και την απάθεια, που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διεξοδικά αναφέρεται σ' όλους σχεδόν τους λόγους και τις ομιλίες του. 
Ευθύς εξ αρχής πρέπει να αναφέρουμε ότι ή πλούσια αποστολικό-πατερική του πείρα δεν αφήνει περιθώρια να θεωρήσουμε ότι ή διδασκαλία του για τα πάθη του ανθρώπου και την απεγκλώβιση απ' αυτά είναι προϊόν κάποιας ψυχολογικής γνώσεως ή καρπός στοχαστικών και φανταστικών επινοήσεων, αλλά μιάς βαθιάς Αγιοπνευματικής εσωτερικής εμπειρίας που αποκτήθηκε από την πολυχρόνια ασκητική βίωση και μοναχική παράδοση κυρίως στο Άγιο Όρος. Έτσι είναι έξω από την ηθικιστική εκείνη θεώρηση της πνευματικής ζωής που προσπάθησαν στην εποχή του, αλλά και μεταγενέστερα μερικοί να παρουσιάσουν στο χώρο της Ορθοδοξίας. Από τις προσωπικές του μάχες κατά των παθών και των δαιμόνων που τα υποκινούν, αλλά και από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καθαρή του ψυχή, μάς παρέδωσε την μαρτυρική πληροφορία ότι "μαρτυρίου στέφανον λήψεται ό τα πάθη δι' αρετής τροπωσάμενος". 
Μέσα από τα κείμενα του λοιπόν θα παρακολουθήσουμε την φθοροποιό και θανατηφόρο ενέργεια των παθών που δι' αυτών "τυπουται σκότος νοερόν" στην ψυχή, την απομακρύνει από τη ζωή, που είναι το θείο φως της, και τής επιφέρει τον θάνατο της, που είναι και ο πραγματικός θάνατος, που τον ονομάζει ο άγιος "σκότος πονηρόν" και προκαλεί λύπη αφόρητη.
Επίσης στα κείμενα του διδάσκει πώς να υπερβαίνει κανείς τα πάθη και τα θανατηφόρα αποτελέσματα τους και πώς να αποκτά με την συνεχή στροφή του λογισμού γύρω από τα θεία τις αρετές και εν συνεχεία πώς η ενάρετη ψυχή παραλαμβάνεται από τη Χάρη του Αγίου πνεύματος και οδηγείται στα απόρρητα εκείνα αγαθά "α οφθαλμός εμπαθούς και αμελούς ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου τοιούτου ουκ ανέβει".
Τόσο πλούσιο υλικό βγαίνει μέσα από τα κείμενα του. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο, να παρουσιάσουμε τα κεντρικότερα σημεία τής πνευματικής του εμπειρίας ώστε να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν τον τρόπο με τον όποιο διαδίδονται τα πάθη στον άνθρωπο και τις βασικές προϋποθέσεις που χρειάζεται κανείς να φθάσει στη πνευματική απάθεια. 
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ακολουθώντας την συμφωνία της παραδόσεως των Πατέρων ότι τα πάθη δεν είναι μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και δεν αποτελούν απ' αρχής φυσικά στοιχεία της, αναφέρει ότι είναι κινήσεις και πράξεις ξένες προς την κατά φύσιν ζωή του άνθρωπου. "Διεστραμμέναι οδοί, το μίσος, το ψευδός, ο δόλος, ο φθόνος, η πλεονεξία, η υπερηφάνεια και τα παραπλήσια τούτοις", τα οποία όχι μόνο πραττόμενα, αλλά και "αγαπώμενα" και "μελετώμενα κατά νουν" αξιώνουν τον άνθρωπο "της θείας αποστροφής". Οι αιτίες που τα δημιουργούν, αναφέρει στον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγο του, είναι η "αμετρία" και η "παράχρηση". Π.χ. των πονηρών παθών που σχετίζονται με τη γεύση δεν είναι η τροφή αιτία, "αλλά η αμετρία ταύτης ο εστίν η τρυφή". Δηλαδή η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η πολυποσία, η μέθη. Όταν ο άνθρωπος αρνείται την κατά φύσιν ζωή και την φυσική αναφορά του και σχέση του με τον Θεό και δια των αισθήσεων του εκπίπτει στην εμπαθή προσκόλληση του κόσμου, κάνει "παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής του" απ' όπου αναπόφευκτα φύονται τα μυσαρά και βδελυκτά πάθη. 
Επομένως η "αμετρία" και η "παράχρηση" έχουν αρχή πρώτον στην απάτη του πονηρού και δεύτερον στη σύμπραξη τής βουλήσεως του ανθρώπου μ' αυτόν. Αυτή λοιπόν η απατηλή και φθονερή ενέργεια του διαβόλου και η εκούσια άγνοια του Θεού δημιουργούν την υπερβολική προσήλωση στον αισθητό κόσμο που εν συνεχεία γεννά την εμπαθή αγάπη σ' αυτόν και γεμίζει τη ζωή του άνθρωπου από παθιασμένες ενέργειες δημιουργώντας αμαρτία, που ονομάζεται "φρόνημα της σαρκός". 
Την αρχή της εμφανίσεως των παθών ο άγιος Γρηγόριος την ανάγει στο γεγονός της πτώσεως, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες τής Εκκλησίας. Η εσφαλμένη αυτή κατεύθυνση τής ψυχής τους επέφερε πολλά και θλιβερά αποτελέσματα σε όλο τον ψυχοσωματικό εαυτό τους, αλλά και σε όλους τούς απογόνους τους. Δημιούργησε την διαστροφή και τη σύγχυση των δυνάμεων τής ψυχής και γέννησε τις παρά φύσιν και πονηρές επιθυμίες του σώματος.  
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ακολουθώντας τη διαίρεση της ψυχής του Πλάτωνα διακρίνει σ' αυτή τρεις δυνάμεις: το λογισμικό, το θυμικό και το επιθυμητικό, δηλ. η ψυχή έχει λογισμό, θυμό και επιθυμία. Νοσεί ο άνθρωπος και στα τρία αυτά λέγει. Η αρχή της νόσου προέρχεται από το επιθυμητικό, ανεβαίνει στο θυμικό και καταλήγει στο λογιστικό, όπου δια του εθισμού παγιώνεται και συντηρείται η νόσος. Οι επιθυμίες που δόθηκαν από τον Θεό να ζουν οι άνθρωποι δεν είναι ασφαλώς υπαίτιες. Γι αυτό είναι σύμφυτες με εμάς εξ απαλών ονύχων. Η φιλαργυρία όμως που φυτρώνει λίγο αργότερα φαίνεται ότι είναι η αρχή όλων των κακών όχι από τη φύση αλλά από την προαίρεση. 
Τα πάθη που γεννώνται από την "φιλοϋλίαν" δεν έχουν καμιά δυνατότητα "προς αγαθοεργίαν". Η αδυναμία προσκτήσεώς τους ξεσηκώνουν το θυμικό και προκαλούν την οργή και το θυμό, οπότε θηριοποιούν τον άνθρωπο, και η συγκέντρωση υλικών αγαθών τον καθιστά άφρονα, επειδή δεν μπορούν να τον βοηθήσουν σε τίποτε ούτε να του εξασφαλίσουν τη ζωή. Του επιτείνουν την επιθυμία προς πλουτισμό προφασιζόμενος συνεχώς την "πτωχείαν" και παραχώνουν σε χρυσωμένο χώμα, πριν από το φυσικό θάνατο, τον νουν του ζωντανού ανθρώπου, όπου του αλλάζουν τα φρονήματα και τον καθιστούν αντί για φιλόθεον και φιλάνθρωπον, φίλαυτον. Και στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, λέγει ο άγιος, το πρώτο όργανο που άνοιξε τη θύρα των παθών στην ανθρώπινη υπόσταση είναι το επιθυμητικό της ψυχής. 
Μετά λοιπόν την φιλοϋλία που είναι το πρώτο γέννημα της πονηράς επιθυμίας εμφανίζεται και το δεύτερον. Αυτό είναι η φιλοδοξία. Τη χωρίζει σε δυο κατηγορίες: την πρώτη, την κοσμική κενοδοξία, που προσβλέπει "εις καλλωπισμούς σωμάτων και πολυτελείας ενδυμάτων", και τη δεύτερη, τη θρησκευτική κενοδοξία, που επιτίθεται σ' αυτούς που διακρίνονται στην αρετή. Δι' αυτής συνεπάγεται κατά τον Γρηγόριο ότι «η περηφάνια και η υποκρισία είναι δυνατόν να καταστρέψει και να διασκορπήσει τον πνευματικό πλούτο». 
Υπάρχει και τρίτο γέννημα της "κακώς εχούσης επιθυμίας" που είναι η γαστριμαργία απ' την οποία προέρχεται η σαρκική ακαθαρσία. 
Οι προεκτάσεις λοιπόν της νοσηρότητας του επιθυμητικού τής ψυχής επιδρούν στο θυμικό και εν συνεχεία στο λογιστικό και επειδή η ψυχή είναι ενιαία στη διαδικασία της θεραπείας πρέπει όλα να τύχουν θεραπευτικής αγωγής, αρχής γεννώμενης από του επιθυμητικού. 
Η διάπραξη των παθών και η εξωτερίκευσή τους στηρίζεται στη νοσηρότητα του τριμερους της ψυχής, οπότε μετά την ένσαρκη παρουσία του Χριστού και τη θεραπεία του όλου ανθρώπου μπορεί ο άνθρωπος να κρατήσει σε ισόρροπη θέση τις τρεις λειτουργίες της ψυχής προσφέροντας την εγκράτεια στο επιθυμητικό, την αγάπη στο θυμικό και τη διαρκή στροφή προς τον Θεό στο λογιστικό. Έτσι θα δειχθεί περίτρανα η πείρα και διδασκαλία των Πατέρων ότι η παρουσία των παθών σ' ολόκληρη την ψυχή ή στις επιμέρους λειτουργίες της είναι μια συνάντηση με κάποιον ξένο που έρχεται προς αυτή προς αλλοτρίωση και κατεξουσιασμό της και δεν έχει καμιά σχέση η δημιουργική ενέργεια του Θεού στην παραγωγή τους.
Ας δούμε τα είδη των παθών και την αλληλουχία τους. 
Τα πάθη κατά την διδασκαλία του Γρηγορίου του Παλαμά αν και είναι ποικίλα και πολύμορφα ωστόσο έχουν μεταξύ τους μια αλληλουχία. Εξαρτώνται και συνδέονται και μεταβιβάζουν την ενεργητικότητα τους γεννώντας άλλα. Επί παραδείγματι το πάθος της κενοδοξίας γεννά το φθόνο και πολλές φορές καταλήγει και στο φόνο. Από τον εγωϊσμό γεννιέται η υπερηφάνεια και η υποκρισία, ακόμη και η φιληδονία.
Στα έργα του Αγίου η πρώτη διάκριση γίνεται με βάση την προέλευση των παθών. Έχουμε λοιπόν πάθη που προέρχονται από τα "σωματικά αισθητήρια" που γεννούν όπως είδαμε "την φιλοκτημοσύνην και φιλαργυρίαν". Οι σωματικές αισθήσεις υποκινούνται από την φαντασία, όπου γεννώνται άλλες ηδονές και πάθη, όπως η φυσίωση και η αλαζονεία. Υπάρχουν δε και μικτά πάθη που είναι γεννήματα από την αίσθηση και τη φαντασία, όπως είναι η ανθρωπαρέσκεια, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια. 
Απ' όλες τις σωματικές αισθήσεις στέκεται ο άγιος στη γεύση. Αυτή, όταν δεν περιορίζεται στην κάλυψη της αναγκαίας για το σώμα τροφής, καταλήγει, όπως είδαμε, στην γαστριμαργία ή πολυποσία. Από τη γαστριμαργία σαν από βορβορώδη δεξαμενή αναδίδονται βδελυροί κρουνοί που αρδεύουν με πλούσιο υλικό τα σαρκικά και υπογάστρια πάθη, όπως είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ακολασία, η ασέλγεια και "πάσα η της σαρκός ακαθαρσία". Αυτά αφού υποδουλώσουν και την ακοή και την δράση και την όσφρηση, καθιστούν ποθητά τα αισχρά λόγια, τα πορνικά άσματα, τα σατανικά χορεύματα. Έτσι χάνει τη σοφία ο νους που χορηγεί το άγιο Πνεύμα και κυριεύεται από ανοία. Εγκαταλείπει τον Θεό και γίνεται πλέον κτηνώδης ή δαιμονιώδης. "Νους γαρ αποστάς από του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης. Ταις σαρκικαις έπιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί και μέτρον ηδονής ου γινώσκει". 
Τα πάθη της φαντασίας είναι εκείνα που υποδαυλίζονται από το διάβολο. Τις περισσότερες φορές δεν υποκινούνται από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά κατ' ευθείαν ο διάβολος ενεργεί δια των οκτώ γνωστών πειρασμών στο χώρο της φαντασίας, χωρίς πολλές φορές να τα συνειδητοποιεί. (ασπλαχνία, μίσος, ασυμπάθεια, μνησικακία, φθόνος κλπ.)
Σε μια άλλη κατηγορία ο άγιος εντάσσει τα λεγόμενα ελάχιστα και ασήμαντα πάθη που οδηγούν όμως σε άλλα σοβαρότερα. Π.χ. η ευτραπελία, η μωρολογία, η βωμολοχία είναι δυνατόν όχι μόνο να οδηγήσουν την ψυχή σε πιο σοβαρά ολισθήματα, επειδή είναι «υπέκαυμα και προτροπή προς πορνεία», αλλά και τα ίδια, όπως και τα μεγάλα, εμποδίζουν την πνευματική ανάπτυξη της ψυχής και την πορεία της προς την τεθλιμμένη οδό της σωτηρίας. 
Μια οδυνηρή συνέπεια των παθών, που παρατηρείται στη ζωή του ανθρώπου, είναι ή στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό.  
Ο θάνατος είναι το "διαζευχθήναι την ψυχήν της θείας Χάριτος και τη, αμαρτία συζηγήναι". Αυτός δε ο θάνατος, ο θάνατος της ψυχής, είναι ή εγκατάλειψη του Θεού. Το αίτιο δε της θείας εγκαταλείψεως δεν έχει τη γένεσή του στον Θεό, αλλά στην αμαρτία. Δηλαδή στην ελευθερία του ανθρώπου που ο Θεός ποτέ δεν παραβιάζει. Όχι μόνον ο θάνατος είναι συνέπεια της παραβάσεως και των απ' αυτήν εκφυομένων παθών, αλλά και η επίγειος ζωή. Λέγει χαρακτηριστικά: εξ αιτίας της αμαρτίας "ενεδύθημεν τους δερμάτινους χιτώνας, το νοσηρόν τούτο και θνητό και πολυώδυνο σώμα" και μετοικήσαμε στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο και καταδικαστήκαμε να ζούμε "πολύπαθη και πολυσύμφορον βίον". Και όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αφού γυμνωθήκαμε από τα λαμπρά εκείνα ενδύματα "των θείων περιβολών", ενδυθήκαμε τις εφήμερες τρυφές, τιμές και δόξες της σαρκός. 
Κατά τον άγιο, ο διάβολος, ο νοητός αρχέκακος όφις, όπως τον ονομάζει, έχοντας αυτομολήσει στην κακία, στερείται της αληθινής ζωής και αφού δικαιως απωθήθηκε απ' αυτήν, γίνεται νεκρό πνεύμα όχι κατ' ουσία, επειδή η νεκρότης δεν έχει ουσία, αλλά "κατ' αποβολή της όντως ζωής". Και επειδή "ου κόρον λαμβάνει" την προς την κακία ορμή, καθίστα τον εαυτό του "νεκροποιόν πνεύμα". Και έτσι απ αρχής είλκυσε με δόλο τον άνθρωπο προς την "οικείαν νέκρωσιν". Ό ρόλος λοιπόν του διαβόλου έκτοτε είναι να προσεγγίζει τον άνθρωπο και με απατηλές υποσχέσεις να τον απομακρύνει από την αγαθότητα του Θεού και στο μέτρο που τον πείθει να του μεταδίδει στο σώμα και στην ψυχή του τα στοιχεία της νεκροποιού ενεργείας του, που είναι τα πάθη, και δι' αυτών να οδηγεί τη φύση του στη πολυσύμφορη και νεκροποιό κατάληξη. 
Ο άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς από τις προσωπικές του εμπειρίες που έχει για την πολεμική του διαβόλου λέγει, ότι ό σατανάς δεν υπαγορεύει απ' ευθείας την αμαρτία, μάλιστα όταν ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με την Εκκλησία και τα μυστήρια, αλλά υποκλέπτει "πανούργος" την διάθεση του λέγοντας του ψιθυριστά: Και συ ζώντας μόνος σου χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού, ούτε να προσεχής τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς να αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μην απομακρύνεσαι από το αγαθό. Έτσι, σιγά-σιγά τον αποσπά από την θεία επίβλεψη παραδίδοντας τον στα πονηρά έργα και στις πονηρές συνήθειες του κόσμου, όπου οι δαίμονες είναι "κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου". Αυτό το κάνει με μεγαλύτερη βία και μανία στους αγωνιζόμενους, ακόμη και στους υψηλά πνευματικός ισταμένους. Μόνον όταν ασφάλιση κανείς την ψυχή του με ύμνους και προσευχές προς τον Θεό, διδάσκει στον 51ο λόγο του ό άγιος, ό αντίπαλος δεν θα έχει θέση μέσα του. Θα απομακρυνθεί μαζί μ' αυτόν" και πάσα ή περί αυτόν φατρία των κακών". Θα κοσμηθεί ή ψυχή από τη συμμετρία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την πραότητα και την ταπείνωση και θα συνδέεται δια της αγάπης με τον Χριστό τον βασιλέα της ειρήνης και τους ανθρώπους, ζώντας ειρηνική και αστασίαστη ζωή. 
Για να εξέλθει κανείς από τη δουλεία των παθών και να επιστρέψει στην περιοχή της "ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού", χρειάζονται στην αρχή απαραιτήτως η μετάνοια και το πένθος. Ή μετάνοια είναι ή δυνατότητα που έδωσε ό Θεός στον άνθρωπο σ' αυτή τη ζωή να συνειδητοποίηση την εγκληματική πράξη του, το να εγκατάλειψη δηλαδή τον Δημιουργό του, και να επιστρέψει κοντά του. Εξ άλλου η προτροπή του Προδρόμου και αυτού του Χριστού στην αρχή κι όλας της δημοσίας δράσεως τους είναι το "Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών". 
Γι` αυτό και σε όλη την πατερική παράδοση η μετάνοια θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και μόνιμο όπλο της ζωής του Χριστιανού, έως θανάτου για την θεραπεία, την πνευματική κατεύθυνση προς τον Θεό και την τελική άφιξη του σ ' Αυτόν. Γι’ αυτό χρειάζεται ισόβια μετάνοια δια της οποίας αποσπά «την άνωθεν ευσπλαγχνίαν». Από πουθενά άλλου δεν εξασφαλίζεται η ελπίδα της σωτηρίας και απαλλαγής από τα πάθη τόσο, όσο από την διαρκή μετάνοια. Σε πολλούς λόγους του ό άγιος είναι προτρεπτικός στα έργα της μετανοίας. Υποστηρίζει δε, ότι μαζί με το πνευματικό πένθος, μπορεί να φτάσει κανείς στα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα, που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Αγίων.
Το κατά Θεόν πένθος είναι η μήτρα μέσα στην οποία κυοφορείται και μεταλλάσσεται ή ζωή τής μετανοίας Έχει δυο καταστάσεις: Μια οδυνηρή και μια ευφρόσυνη, απ’ τις οποίες χρειάζεται να περάσει ο Χριστιανός για να ζήση την αληθινή ζωή. Η οδύνη είναι ή επίγνωση του ότι "πολλά πταίομεν" και ή αναγνώριση, κατά την κατόπτευση του εσωτερικοί μας ανθρώπου "του ειδεχθούς προσωπείου". Αυτό γίνεται αισθητό περισσότερο κατά την ώρα της προσευχής που με κατάνυξη επικαλούμαστε το έλεος του Θεού. Η δε ευφροσύνη που εν συνεχεία αισθανόμαστε είναι ή γνώση τις "θεοφιλούς ενεργείας" που αναδημιουργεί την πεπτωκυία ψυχή και φέρνει τα καρποφόρα δάκρυα τής μετανοίας. Το κατά Θεόν πένθος είναι η λύπη που αισθάνονται οι αληθινοί Χριστιανοί α) για την έκπτωση από τον Παράδεισο, και β) για την ενδεχόμενη είσοδό τους στην Κόλαση. Ένδειξη του κατά Θεόν πένθους και της ειλικρινούς μετανοίας είναι ή αυτομεμψία, ή αληθινή ταπείνωση, η συνεχής κατανυκτική επίκληση του ελέους του Θεού και ή σταθεροποίηση στην αρετή. 
Αν η μετάνοια και το πένθος οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, αυτή η απάθεια είναι έργο της Χάριτος του Θεού. Είναι απαραίτητη όμως και η συμβολή του ανθρώπου. Είναι αναγκαίος ο αγώνας της ανθρωπινής θελήσεως, ο οποίος ενισχύεται πλουσιοπάροχα από τη θεία Χάρη. 
Όταν μια ψυχή ασκείται και αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις αρχίζει σταδιακά να ζει την κάθαρση.  
Πρακτικά η κάθαρση επιτυγχάνεται με την προσπάθεια να προσέγγιση ο άνθρωπος τον Θεό με την προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία Ευχαριστία. Πριν απ’ αυτά χρειάζεται αγώνας επίπονος για να εξέλθει κανείς από το εγώ με διάφορες ταπεινωτικές πράξεις, να εγκατάλειψει τις αισθησιακές απολαύσεις και να καθαρίσει τους λογισμούς που κατακλύζουν και κατακυριεύουν τον νου.  
Δεν μπορούμε επομένως όταν μιλάμε για απάθεια να μιλάμε για καταστροφή των παθών ή κάποια αποβολή ουσιαστικών πραγματικοτήτων, αλλά για μεταστροφή και μετασκευή λειτουργιών των δυνάμεων της ψυχής και αισθήσεων του σώματος του ανθρώπου. 
Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω ότι η απάθεια δεν είναι εύκολο έργο του καθενός. Κυρίως όταν δεν υπάρχει ένταση και επιμονή στην άσκηση και την προσευχή. Επειδή ο Θεός είναι το "άκρως εφετόν" του καθενός ανθρώπου χρειάζεται ο καθένας μας με μια σοβαρότερη και πιο ενσυνείδητη πνευματική ζωή να αποκτά σταδιακά τις καλές έξεις οδηγούμενος προς την ευαγγελική αγάπη. Η δε επιμονή των Πατέρων της Εκκλησίας αυτή είναι: το να εργάζεται κανείς έντονα την πρακτική και θεωρητική ζωή που τη μια τη λένε "πρακτική φιλοσοφία" και την άλλη "θεία θεωρία". Και στο μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός και της εργασίας που θα καταβάλει θα ελκυστεί η Χάρις του Πανάγαθου Θεού για να μεταμόρφωση το εσωτερικό του καθενός και να χαρίσει την μακαρια απάθεια, που ως γνωστόν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να καταστήσει τον άνθρωπο δεκτικών της τελείας αγάπης και χωρητικών δοχείων της θεώσεως.

του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως π. Ειρηναίου Λαφτσή.
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Γ΄ Κατανυκτικό Εσπερινό στο Μητροπολητικό Nαό.
 

Γρηγόριος Παλαμάς: Δύο παράλληλες εποχές

Γρηγόριος Παλαμάς: Δύο παράλληλες εποχές

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ 
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου

Τα ιστορικά πλαίσια

Η εορτή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, την B' Κυριακή των Νηστειών, ο οποίος έζησε σε κρίσιμη ιστορική περίοδο (1296-1359), δίνει αφορμή να σκεφθούμε ότι η διδασκαλία του είναι αρκετά επίκαιρη, αφού ο 14ος αιώνας έχει πολλές ομοιότητες με την εποχή μας. Φυσικά η διδασκαλία του δεν είναι δική του εφεύρεση, αφού την ταραχώδη εκείνη εποχή εξέφρασε τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Τα ιστορικά πλαίσια

Ακριβώς εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν τρείς φοβεροί εχθροί, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, επεδίωκαν δε και την αλλοίωση της πολιτιστικής της ζωής.

Ο πρώτος κίνδυνος προερχόταν από τον σχολαστικισμό της Δύσεως, που συνδεόταν αναπόσπαστα με τον ηθικισμό, όπως εκφραζόταν από τον φιλόσοφο Βαρλαάμ. Προσπάθησαν μερικοί να παρουσιάσουν τον Βαρλαάμ ωσάν έναν ελληνίζοντα Πατέρα της Εκκλησίας ή ακόμη υπέρμαχο του νομιναλισμού, όπως τον εξέφραζε ο Γουίλιαμ Όκκαμ. Όπως απέδειξε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο Βαρλαάμ ήταν Πλατωνιστής φιλόσοφος και βρισκόταν σε αντίθεση με την όλη Ορθόδοξη Παράδοση. Πράγματι, η θεολογία του ήταν ιδεαλιστική και δυιστική, αφού ξεχώριζε την ψυχή από το σώμα, υποτιμούσε το δεύτερο και εκινείτο στα πλαίσια της κλασικής μεταφυσικής.

Ο δεύτερος κίνδυνος προερχόταν από τους Οθωμανούς. Τα τέλη του 13ου αιώνος μια ορδή των Σελτζούκων Τούρκων, που ονομάζοταν Ghuzz, απέκτησε ως αρχηγό κάποιον Οσμάν (Οθμάν), οποοίος υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Οθωμανών, στους οποίους έδωσε το όνομά του και άρχισε να καταλαμβάνει τις επαρχίες της Μικράς Ασίας. Κατά την εποχή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά και συγκεκριμένα το 1354 μ.Χ., για πρώτη φορά οι Οθωμανοί εισήλθαν στη Θράκη, καταλαμβάνοντας την Καλλίπολη. Τότε συλλαμβάνεται και ο ίδιος και και παρέμεινε περίπου ένα χρόνο αιχμάλωτος. Κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του έκανε διάλογο τόσο με τον Ισμαήλ, εγγονό του Ορχάν, στην Προύσσα, όσο και με τους Χιόνας, μια συγκρητιστική ομάδα, που παρουσιάσθηκαν ως οι θεολόγοι των Τούρκων. Επίσης έκανε διάλογο και με έναν Τασιμάνη, υπεύθυνο για την ταφή των νεκρών. Οι διάλογοι αυτοί είναι αρκετά ενδιαφέροντες.

Ο τρίτος κίνδυνος προερχόταν από τους Σλάβους και συγκεκριμένα από τον Στέφανο Δουσάν, ο οποίος είχε καταλάβει ολόκληρη τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης την Ήπειρο, Θεσσαλία και μέρος της Στερεάς Ελλάδος. Μάλιστα το Πάσχα του 1346 στην πρωτεύουσα του τα Σκόπια, συνεκάλεσε μεγάλη Σύνοδο, η οποία εξέλεξε Πατριάρχη των Σέρβων και ανεκύρηξε τον Στέφανο Βασιλέα Σέρβων και Ρωμαίων. Βέβαια για να είμαστε ακριβείς, θα λέγαμε ότι ο Στέφανος Δουσάν τότε επεδίωκε την κατάληψη του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, για να είναι διάδοχος των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Επρόκειτο για στάση μέσα στους κόλπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η ύπαρξη των τριών αυτών παραγόντων συνοδευόταν και από παράλληλα πολιτιστικά και θρησκευτικά ρεύματα. Κυρίως επικρατούσε ένας ηθικισμός αποξενωμένος από τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, μια ευδαιμονία και ένας ανατολικός μυστικισμός. Αν προσθέσει κανείς και την αναβίωση της αιρέσεως Μασσαλιανών, τους οποίους συνάντησε ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς στο Παπίκιο όρος, που συνδέονται με τους Βογομίλους, τότε αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της εποχής εκείνης.

© HydroGraphiX. "ΠΕΛΑΓΙΑ".
© Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος

http://www.apostoliki-diakonia.gr

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

ΤΑΛΙΤΑ ΚΟΥΜ

ΤΑΛΙΤΑ ΚΟΥΜ – Του πατρός CONSTANTIN GALIERIU


kori_iaeirou_1
ΤΑΛΙΤΑ ΚΟΥΜ
Ή περί της θησαυρού εκ της χώρας του ελέους
Αν κοιτάζουμε στο ημερολόγιο βλέπουμε ότι το σημερινό ιερό ευαγγέλιο ονομάζεται «Η Ανάσταση της θηγατρός του Ιαείρου». Ο όσιος λόγος μας αναγγέλλει εδώ ακόμη ένα θαυμαστό έργο: τη θεραπεία μιας γυναίκας, η οποία εδώ και δώδεκα χρόνια ήταν αιμορροούσα. Αλλά ας ακούσουμε ξανά το κείμενο του ευαγγελίου:
Και ιδού, ήλθεν ανήρ ω όνομα Ιαειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής ύπηρχεν, και πεσών παρά τους πόδας τον Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού- ότι θυγάτηρ μονογενής ην αύτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη άπεθνησκεν. Εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ίατροις προσαναλώσασα όλον τον βιον ουκ ίσχυσεν ύπούδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν, ήψατο τού κράσπεδου τού ιματίου αυτού- και παραχρήμα έστη ή ρύσις τού αίματος αυτής. Και είπεν ό Ιησούς, Τις ό άψαμενος μου;
Αρνουμένων δε πάντων, είπεν ό Πέτρος και οι μετ’ αυτού, Έπιστάτα, οι όχλοι συνέχουσιν σε και αποθλίβουσιν, και λέγεις, Τις ό άψάμενός μου; Ο δε Ιησούς είπεν, Ηψατό μού τις- εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξ, ελθούσαν απ’ εμού. Ίδούσα δε ή γυνή ότι ουκ έλαθεν, τρέμουσα ήλθεν, και προσπέσουσα αύτώ, δι ην αίτιαν ήψατο αυτού άπηγγειλεν αύτώ ενώπιον παντός τού λαού, και ως ίαθη παραχρήμα. Ό δε είπεν αύτη, Θαρσεί, θύγατερ, ή πίστις σου σεσωκέν σε- πορεύου εις ειρήνην. Έτι αυτού λαλούντος, έρχεται τις παρά τού αρχισυναγώγου, λέγων αυτώ ότι Τέθνηκεν ή θυγάτηρ σου- μη σκύλλε τον διδάσκαλον.
Ό δε Ιησούς άκουσας απεκρίθη αυτώ, λέγων, Μη φοβού. Μόνον πίστευε, και σωθήσεται. Ελθών δε εις την οικίαν, ουκ άφηκεν είσελθειν ουδένα, ει μη Πέτρον και ‘Ιωάννη και Ίακωβον, και τον πάτερα της παιδός και την μητέρα. Έκλαιον δε πάντες, και έκοπτοντο αυτήν. Ο δε είπεν, Μη κλαίετε- ουκ άπεθανεν, αλλά κάθεύδει. Και κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δε έκβαλών έξω πάντας, και κρατήσας της χειρός αυτής, εφώνησεν λέγων, Ή παις εγείρου. Και επέστρεψαν το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα- και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και έξέστησαν οι γονείς αυτής- ό δε παρήγγειλεν αύτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός. (Λκ 8, 41-56)
Υπάρχουν εδώ, μαζί, δύο από τους πόνους της ανθρωπότητας: η ασθένεια και ο θάνατος, δια των οποίων, όπως παρατηρήθηκε, όταν μιλήσαμε για την ανάσταση του υιού της χήρας εκ του Ναίν, ο Αδάμ, πειραζόμενος, εγκαινίαζε μια άλλη έναρξη για τον άνθρωπο: η αρχή της φθοράς και του θανάτου. Ενώπιον αυτών των ανθρώπινων παθημάτων βρίσκεται τώρα η μοναδική, η αληθινή Αρχή: ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, μέσα στον Οποίο έχουν την καταγωγή τους ο Καλός και η Ζωή.
Και γι’ αυτό το λόγο μέσα Του βρίσκεται και η θεραπεία από τα βάθη, από τη ρίζα, από τον ίδιο αυτουργό, η πρωταρχική αιτία του είναι και της ζωής. «Ο θεός δεν είναι ο αυτουργός των κακών, μιλάει φωτισμένος ο Μέγας Βασίλειος… Οι πόνοι από εδώ, τα βάσανα μέσα στη κόλαση, δεν έχουν αυτουργό τον Θεό, αλλά το εαυτό μας. Η αρχή και η ρίζα των αμαρτιών είναι μέσα μας και μέσα στο αυτεξούσιο μας.
Ένας Ρουμάνος γιατρός, πολύ πιστός, θα τον αναφέρουμε: ο NICOLAE PAULESCU, έχει χαρακτηρίσει την επιστήμη ως η γνώση διάμεσου των αίτιων. Τον καταλαβαίνουμε: ως γιατρός, είτε για τη ασθένεια, είτε για το θάνατο, για να τους γνωρίσει, αυτός ζητούσε την αιτιολογία, την αιτία πρώτα του καλού, της ζωής, της υγείας, της κανονικότητας, και ύστερα του κακού, των παθών και των ασθενειών που μας βασανίζουν, και επομένως (ζητούσε) την θεραπεία τους. Και έτσι έφτασε στην αιτία του καλού και της θεραπείας, στον Θεό.
Τώρα, στο Ευαγγέλιο, ήταν παρόν Αυτός ο Ίδιος: Θεός και Άνθρωπος ταυτοχρόνως. Ενώπιον Του έρχεται ο Ιάειρος, ο άρχων της συναγωγής.
Όπως διαβάζουμε και στο ιερό κείμενο του Ευαγγελιστή Μάρκου: πίπτει προς τους πόδας αυτού, 23 και παρεκάλει αυτόν πολλά, λέγων ότι Το θυγάτριον μου εσχάτως έχει- ίνα έλθων επιθής αυτή τας χείρας, όπως σωθή και ζήσεται. (Μρ. 5, 22-23).
Οι Φαρισαίοι ήταν αντί του Ιησού – ο Ιάειρος ήταν ό άρχων της συναγωγής – αλλά, μπροστά στον πόνο, μπροστά σε ακραίες περιστάσεις, οι διασπάσεις, οι διαιρέσεις που η αμαρτία προκάλεσε βουλιάζονται.
Οι διασπάσεις μένουν έως τη στιγμή που έρχονται οι δοκιμασίες με τη θεραπεία τους. Αν η διάσπαση, το κακό θα ήταν μέσα στα βάθη του ανθρώπου, δεν θα υπήρχε θεραπεία. Όντως, αν μιλάμε αληθινά, όχι η εναντίωση είναι η άβυσσος, ο βυθός, αλλά η διάκριση, η διάκριση ανάμεσα στον Κτίστη και το κτίσμα. Η διάσπαση είναι μόνο η άσχημη ανταύγεια της διάκρισης, η οποία έχει σαν αντικείμενο στην ένωση και η διάκριση μέσα στη ένωση σημαίνει πλήρωμα, εκπλήρωση.
Ιάειρος, μέσα στον πόνο του – θεία παιδαγωγία της θεραπείας – νιώθει στον Ιησού και τη διάκριση και το πλήρωμα, και τη κοινωνία μέσα στη αγάπη του Θεού με όλη τη ασθενούσα κτίση.
Ο Ιησούς είχε υποσχεθεί ποτέ πάλι σε έναν άρχοντα, από την άλλη τάξη αυτού του κόσμου, σε έναν ρωμαίο εκατόνταρχο, ότι θα πάει στο σπίτι του για να του θεραπεύσει τον δούλο παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν, του είπε ο Ιησούς. Ξέρουμε ότι, όταν είδε την ταπείνωση του εκατόνταρχου: μόνον είπε λόγω, και ιαθήσεται ό παις μου, ο Κύριος απάντησε:
‘Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. Και ιαθη ό παις αυτού εν τη ώρα εκείνη (Ματθ. 8, 13). Και θεραπεύθηκε από μακριά, μόνο με τον λόγο.
Τώρα όμως ο Σωτήρας πηγαίνει μαζί τον Ιαείρο στο σπίτι του. Τα πλήθη παρακολουθούν τον Ιησού, στριμώχνοντας.
Ιδού, μέσα στα πλήθη υπήρξε μια γυναίκα ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίο ουκ ίσχυσεν ύπούδενός θεραπευθήναι. Και ερχόμενη με ταπείνωση, ήρθε πολύ κοντά του Ιησού, και έλεγε στο εαυτό της: «Εάν άψωμαι καν των ιματίων αυτού σωθήσομαι (Μρ. 5, 25-29). και ευθύς εξηράνθη ή πηγή τού αίματος αυτής και έγνω τω σώματι ότι ιάται από της μάστιγος. Και ευθύς ό Ιησούς έπιγνούς εν εαυτώ την εξ αυτού δυνάμιν έξελθούσαν επιστραφείς εν τω όχλω έλεγεν, Τις μου ηψατο των Ιματίων; (Μρ. 5, 29-30)
Αρνουμένων δε πάντων, είπεν ό Πέτρος και οι μετ’ αυτού (Λκ. 8, 45): Βλέπεις τον όχλο θλιβόντα σε και λέγεις, Τις μου ήψατο; (Μρ. 5, 31). Το πλήθος, όλοι ήψαντό σοι, Λέγουν αυτοί. Όχι όλοι! Ο Ιησούς κοιτούσε γύρω-γύρω για να δει αυτήν που έκανε αυτό, λέγοντας: Ήψατό μου ΤΙΣ- εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ εμού. (Λκ. 8, 46). Ο καθένας με τον ίδιο δικό του τρόπο ήθελε να είναι όσο είναι δυνατόν πιο κοντά τον Ιησού. Και η παρουσία του επικοινωνούσε, το φως Του φαίνει πάσιν.
Αλλά η συνάντηση, η επικοινωνία, η κοινωνία (συμμετοχή) είναι κάτι προσωπικό. «Ουδέποτε ψυχή δύναται, λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομόλογη της, προς γνώσιν εκτανθήναι θεού, ειμή αυτός ό Θεός, συγκαταβάσει χρησάμενος, άψηται αυτής και άναγάγη προς εαυτόν. Ου γάρ αν τοσούτον ίσχυσεν άναδραμείν ανθρώπινος νους, ως άντιλαβέσθαι τινός θείας έλλάμψεως, ει μη αυτός ό Θεός άνέσπασεν αυτόν, ως δυνατόν ην ανθρώπινων άναπασθήναι, και ταις θείαις αύγαίς κατεφώτισεν» . Η γυναίκα γνώρισε και μέσα της ψυχής της και μέσα στο σώμα της το φωτισμό και τη θεραπεία. Και Ιδούσα δε ή γινή ότι ουκ έλαθεν μέσα στο μυστήριο που έγινε με αυτήν, τρέμουσα ήλθεν και προσπεσούσα αύτώ δι’ ην αιτίαν ήψατο αυτού άπηγγειλεν ενώπιον παντός τον λαού και ως Ίαθη παραχρήμα. ό δε είπεν αύτη, Θυγατήρ, ή πίστις σου σεσωκέν σε- πορεύου εις ειρήνη. (Λκ. 47-48).
Ω, πώς ξεσκεπάζεται το μυστήριο της κοινωνίας (συμμετοχής) της χάριτος! Να νιώθεις πως ο Θεός σε προσελκύει, να πιστεύεις δυνατά και μετά να νιώθεις την αγάπη Του. Λέγεται: το σημαντικό δεν είναι ότι εγώ αγαπώ τον Θεό, αλλά να νιώθω ότι Αυτός μ’ αγαπάει. Αυτή η ψυχή γυναικός, μέσα στο θεραπευμένο της πόνο, ένιωσε τη θεία αγάπη. Ο Ευσέβιος Καισαρείας μας διηγείται την «Εκκλησιαστική Ιστορία» του ότι η γυναίκα ονομαζόταν Βερονίκη και καταγόταν από Παναία, Καισαρεία Φιλίππου, στις πηγές του Ιορδανού, απ’ εκεί όπου πήγαιναν ο Ιησούς μαζί με τους μαθητές Του (Ματθ. 16, 13).
Και, στη ευσέβεια της, έκτισε ένα άγαλμα (ένα μνημείο) «εις μνήμης της θαυμαστής θεραπείας, μνημείο στο οποίο μπορούσε κανείς να δει το σχήμα μιας γυναίκας προσκυνούμενη και με τα χέρια στη προσευχή προς τον Κύριον».
Αλλά ας επανέλθουμε τώρα στο δεύτερο μέρος του ευαγγελίου και διαβάζουμε: Έτι αυτού λαλούντος, έρχεται τις παρά τού αρχισυναγώγου, λέγων αυτώ (στον Ιαείρο) ότι τεθνηκεν ή θυγάτηρ σου- μη σκύλλε τον διδάσκαλον. Για αυτούς, για μας, τελειώσανε τα πάντα, μη σκύλλε τον διδάσκαλον. Αλλά η προσευχή δεν έχει ποτέ τέλος. Γι’ αυτό ο Ιησούς του λέγει: Μη φοβού. Μόνο πίστευε, και σωθήσεται. Μην φοβάσαι ούτε μπροστά στο θάνατο διότι είσαι μαζί με το Θεό, ο Θεός είναι δίπλα σου, μαζί σου. Πριν, στη Παλαιά Διαθήκη, έχει λεχθεί: «αρχή σοφίας φόβος θεού (Παροιμιών 1, 7).
Ο Θεός ήταν μακριά, μέσα στη φοβερή του υπερβατικότητα. Στην τρομοκρατία την οποία προκαλούσε ο θάνατος, τα πάντα ήταν τρόμος, φόβος. Ας παρατηρήσουμε μέσα στο Ευαγγέλιο το φόβο – και της απομάκρυνσης του Θεού και της εγγύτητας του θανάτου – ακυρώνεται, μεταμορφώνεται. Φόβος ουκ εστίν εν τη αγάπη άλλ ή τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβο (Α’ Ιώ 4, 18).
Μέγα και μοναδικό είναι το δώρο της Ενανθρωπήσεως, της έλευσης του Θεού σε μας, «ο Οποίος παίρνει τη μορφή της ταπείνωσης μας» των ερωτήσεων, των ανησυχιών και πόνων και, συνεπώς, του θανάτου μας. Με αυτή την έννοια ένας χριστιανός έλεγε: «Η Σάρκωση, Η Γέννηση, τα Χριστούγεννα σημαίνει το θάνατο της αρχαίας μας απελπισίας». Πόσο τραγικό είναι ένας κόσμος που πονάει, αφού αποστερήθηκε από τη αγάπη του Θεού, η οποία πράγματι αποκαλύφθηκε δια του Υιού Του, διά της σάρκωσης Του, δια της ενανθρώπησης του, δια του Οποίου, όπως λέγει ο Απόστολος, έρρυσατο ημάς εκ της εξουσίας τού σκότους και μετέστησεν εις την βασιλειαν τού υιού της αγάπης αυτού (Κολ. 1, 13)!
Και, κατά το κατά Μάρκον ευαγγέλιο: ουκ άφηκεν είσελθειν ούδενα, ει μη Πέτρον και Ίωαννην και Ίακωβον, και τον πάτερα της παιδός και την μητέρα. Και Ελθών δε εις την οίκίαν και έκλαιον δε πάντες, και έκοπτοντο αυτήν. Ό δε είπεν, Μη κλαίετε- ουκ άπεθανεν, άλλά καθευδει. Η λέξη «καθεύδω», στα ελληνικά σημαίνει κοίμηση, με τη έννοια «αδρανή, ακίνητη κατάσταση, ο ύπνος του θανάτου». Εν Χριστώ τίποτα δεν είναι οριστικό (αμετάθετο), εκτός από τη ζωή.
Όμως κάποιοι από τους παρόντες κατεγελων αυτού, είδοτες ότι άπεθανεν (Ματθ. 9, 24) αυτός δε έκβαλών πάντας παραλαμβάνει τον πατέρα τον παιδιού και την μητέρα και τούς μετ’ αυτόν (Μρ. 5, 40)… και κρατήσας της χειρός αυτής, έφωνησεν λέγων, Ή παις έγείρου (Λκ. 8, 51). Ο ευαγγελιστής Μάρκος περιγράφει αυτή τη στιγμή πιο ζωηρό κρατήσας της χειρός τον παίδων, και με τα ίδια Λόγια του Ιησού: Ταλιθα κούμ! (στη αραμαϊκή γλώσσα) ο εστίν μεθερμηνευόμενον Το κορασιον, σοι λέγω, έγειρε. (Μρ 5, 41). Και επέστρεψαν το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα (Λκ. 8,51)
Σαν σε μια εικόνα, τα λόγια των αγίων ευαγγελίων, πραγματικά, κοιτάζουμε με τα δικά μας μάτια, καταλαβαίνουμε με το μυαλό μας, θεωρούμε με το πνεύμα και, ω, θαύμα, βλέπουμε πως ο Ιησούς κρατά με τη θεία χείρα Του την χείρα του παιδιού, εκφωνώντας το λόγο: κορασιον, σοι λέγω, έγειρε! Εν τω Αγιω Πνεύματι το κοράσιον ανασταίνεται γιατί ο Υιός πάντα ενεργεί συν τω ζωοποιώ Πνεύματι. Μπροστά αυτού του θείου γεγονός, η διάνοια μας πάει αμέσως στα λόγια του Ψαλμωδού: αι χείρες σον εποίησαν με και έπλασαν με (Ψαλμός 118, 73). «Αι χείρες σου», δηλαδή αι χείρες τού Πατρός, αι οποίες «είναι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα».
Ο άγιος Ειρηναίος μας ερμηνεύει: αυτά τα χέρια είναι ο «θησαυρός» και τη προαιώνια βουλή του Πατρός, διά των οποίων και εν τοις οποίοις βρίσκει την καταγωγή του το κτιστό «βάθος (άβυσσο)» των κτισμάτων, περί των οποίων ο Ψαλμωδός λέγει ακόμη: Ο Θεός, ο τιθείς εν θησαυροίς αβύσσους (Ψαλμός 32, 7).
Ο δημιουργικός και πανπρονοιακός θησαυρός των πάντων είναι η Παναγία Τριάδα, και οι άβυσσοι από τη θησαυρό του Θεού είναι τα κτίσματα στη κτιστή τους καταγωγή (αρχή). Και τώρα, μέσα στο σπίτι του Ιαείρου, του άρχοντος της συναγωγής – εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης – ο Πατήρ ενεργεί διά τού Υιού, ο οποίος πιάνει το χέρι του κορασιού και αναφωνεί το δικό Του λόγο: κορασιον, παις, σοι λέγω, έγειρε! Και το Πνεύμα το Άγιο, το ζωοποιό, ανασταίνει το κοράσιον.
Ω, θαυμαστό μυστήριο και αποκάλυψη των αβύσσων! Και μας μίλησε ακόμη σαφέστερα η Γραφή: Και επέστρεψαν το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα- ην γαρ ετών δώδεκα, και έξεστησαν [ευθύς] έκστασει μεγάλη (Λκ 8, 55 Μρ. 5, 42).
Έπέστρεψεν το πνεύμα μέσα στον κτιστό ήδη από τον Αδάμ σκεύο (δοχείο) του σώματος της. Διότι το σώμα είναι σκεύο (δοχείο) της ψυχής, και η ψυχή είναι δοχείο του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και ονομάζεται στη Γραφή «πνεύμα». Θαυμαστή ολόκληρος είναι αυτή η σύνθεση του ανθρώπου: ψυχή και σώμα! Και ένωση, και όμως, χωρισμός, ιδιαίτερα με το θάνατο. Ένωση με την οποία το σώμα διακονεί την ψυχή και η ψυχή αγιάζει το σώμα. Ω, θείο έργο! Διότι λέγει η Γραφή: «…και έπλασεν ό θεός τον άνθρωπο χούν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και έγένετο ό άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν (Γεν. 2, 7).
Και όπως μας διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Ο άνθρωπος χειρί Θεού και κατ’ εικόνα πλασθήναι Θεού, και μη το πάν σχείν εκ της ύλης ταύτης και τού κατ’ αίσθησιν κόσμου, καθάπερ τ’ άλλα των ζώων, άλλα το σώμα μόνον την δε ψυχήν εκ των ύπερκοσμίων, μάλλον δε παρ’ αυτού τού Θεού δι’ εμφυσήματος απόρρητοι», ως μέγας τι, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, και θαυμαστόν και τού παντός ύπερέχον και το πάν εποπτεύον και τοις πάσιν επιστατούν και Θεού γνωστικόν άρα και δεκτικόν και δεικτικόν παντός μάλλον της υπερανωκισμένης του τεχνίτου μεγαλειότητος αποτέλεσμα και μη ότι Θεού δεκτικόν δι’ αγώνος και χάριτος, αλλά και δυνατόν ένωθήναι τούτω κατά μίαν ύπόστασιν» (Φιλοκαλία, Δ, σ. 141). Πανέμορφη ερμηνεία της συνθέσεως μας, αυτού του μοναδικού λόγου της Γραφής που μόλις ακούσαμε: έπέστρεψεν το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα. Και πάλι, πόσο σαφής δείχνει ότι μόνο το σώμα «εκ της ύλης ταύτης και τού κατ’ αίσθησιν κόσμου, την δε ψυχή εκ των ύπερκοσμίων και του παντός ύπερέχον και το πάν έποπτεύον και τοις πάσιν έποστατούν». Και ο πατέρας μας Στανιλοάε, ερμηνεύοντας τον Παλαμά, διδάσκει ότι «εδώ λέγεται, κατά συμπιγνομένο τρόπο, όλο που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από όλα τα αισθητά κτιστά. …
Αυτός, ο άνθρωπος, τα βλέπει όλα συνειδητά, τα κατευθύνει όλα, ως εικόνα Θεού. Αυτός υπάρχει η δεσπόζουσα και μεταμορφωτική συνείδηση του κόσμου, διαμέσου αυτού (εν αυτώ) αποκαλύπτεται ο λόγος του κόσμου…. Χωρίς τον άνθρωπο ο κόσμος δεν θα είχε αυτοσυνειδησία». Αλλά, ταυτοχρόνως, προσθέτει ο πατήρ, «η ανθρώπινη συνείδηση είναι έτσι δημιουργημένη – κατ’ εικόνα – ώστε να ενωθεί με την πανδημιουργική Συνείδηση του Θεού. Μόνο η ανθρώπινη ύπαρξη τυγχάνει ικανή να δέχεται μέσα στην συνείδηση της την Συνείδηση του Θεού… μόνο αυτή αποδεικνύει ότι ο κόσμος είναι έργο ενός Δημιουργού (Τεχνίτη) πλήρους έλλαμψης και μεγαλείου κατά το φως και την απέραντη δύναμη του.
Σ’ αυτή τη μαρτυρία την οποία έχει διαπεραστική σαφήνεια, κατανοούμε μια φορά και περισσότερο ότι η ψυχή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι το προϊόν της ύλης, όπως οι καημένοι επιστήμονες προσπάθησαν να μας διδάσκουν. Αλλά πόσοι χαϊδεμένοι είμαστε διότι, π.χ., ο ΝICOLAE PAULESCU τον οποίο αναφέραμε στην αρχή του λόγου μας, ως αληθινός επιστήμονας, ανέδειξε: Ούτε η ενέργεια ούτε η ύλη, με άλλα λόγια το σώμα, δεν έχουν το νόημα( το τέλος) τους μέσα τους, αλλά η ψυχή, άϋλη και πνευματική, είναι δημιουργία του Θεού, είναι ο πράκτορας του τέλους, είναι ο τεχνίτης που φωτίζει από τον Θεό το νόημα της ύπαρξης και της ζωής μας. Έτσι μιλούν σήμερα οι αληθινοί επιστήμονες.
Και καλά είναι να πληρώσουμε τον λόγο μας, πιο απλό, με τη διδασκαλία και με τη προσευχή την οποία ακούμε για τους κεκοιμημένους: «Κύριε ό Θεός ημών, ό τη ση άρρήτω σοφία δημιουργήσας τόν άνθρωπο εκ τού χοός, και τούτον άναμορφώσας εις είδος και κάλλος και έξωράίσας, ως τίμιον και ούράνιον κτήμα, εις δοξολογίαν και εύπρέπειαν της σης δόξης και βασιλείας, δια το κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν τούτον παραγαγείν» .
Κοιτάξτε πως σ’ αυτή τη προσευχή βλέπουμε και ακούμε όλοι, πάντα, πως στο μυστήριο της δημιουργία ενώνεται το «χώμα» με το κάλλος του κατ’ εικόνα της ψυχής, μέσα στην οποία είναι εντυπωμένο την εικόνα του Θεού, την θεία Συνείδηση. Ας προσέξουμε πως το χώμα, το σώμα του ανθρώπου, χωρίς τη ψυχή είναι ακίνητος. Αντιθέτως με την ψυχή. Όσον καιρό είναι μέσα στο σώμα ή αν γυρίζεται μέσα στο σώμα, όπως συνέβαινε με το κοράσιο του Ιαείρου από το Ευαγγέλιο, όπου με το λόγο και με τη δύναμη του Θεού το κοράσιο περπατάει, τρώγει- και μέσα μας, μέσα στο καθένα από μας, κατά το μέτρο του αγιασμού μας, η ψυχή με τη παρουσία της χάριτος μας φωτίζει, μας μεταμορφώνει, κάνει την κτίση μας να είναι δημιουργική προς τον καλό, προς τον αγαθό.
Με άλλα Λόγια, η ψυχή αγιάζει το σώμα, την ύλη. Στη περίπτωση τόσων αγίων, όπως π.χ. αυτών που γιορτάζουμε αυτές τις μέρες, του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος μυροβόλοι και ευωδιάζει, ή του Οσίου Δημητρίου Μπασαραμπόβ, «η ύλη δε υποτάσσεται στη φύση και το σώμα δεν γίνεται φθαρτό». Και για μας, αποκαλυπτικός και παρηγορητικός είναι ο λόγος του οσίου Καλλίστου Καταφυγιότης, ο οποίος μας λέγει: «τον της καρδίας ημών πρότερον ένδον εύρηκέναι ζητήσωμεν θησαυρόν και ίκετεύσωμεν Θεόν Άγιον πληρώσαι την γήν υμών τού ελέους αυτού. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, «αι χείρει τού Πατρός οι έπλασαν και έκτισαν ημάς» στο Άγιο Βάπτισμα είναι η δημιουργικός, σωτηριώδης «Θησαυρός» από την «εντός της καρδιάς μας». Αμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΟΜΙΛΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ.
ΚΑΤΑ ΤΟ Β ΜΕΣΩ ΤΟΥ 20 ΑΙΩΝΑ.
PREDA IONEL SABINΤ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.

Πηγή: apantaortodoxias.blogspot.gr
 

Για τι πράγμα ξεσηκώνονται οι επικριτές του Χριστιανισμού;

Για τι πράγμα ξεσηκώνονται οι επικριτές του Χριστιανισμού;
14 Φεβρουαρίου 2013
Θρησκεία / Θεολογία  

Στη διάρκεια της ιστορίας της η χριστιανική ανθρωπότητα πρόδωσε τριπλά το Χριστιανισμό. Στην αρχή τον παραμόρφωσε, στη συνέχεια τον εγκατέλειψε ολότελα και στο τέλος, και ακριβώς αυτό ήταν το πιο μεγάλο της λάθος, άρχισε να τον καταριέται για το κακό που είχε η ίδια δημιουργήσει. Όταν κρίνουν το Χριστιανισμό, κρίνουν τα αμαρτήματα και τα ελαττώματα της χριστιανικής ανθρωπότητας, κρίνουν τη μη εφαρμογή και την παραμόρφωση της αλήθειας του Χριστού από τον άνθρωπο. Γι’ αυτές ακριβώς τις παραμορφώσεις, τα αμαρτήματα και τις ανθρώπινες κακίες αποσπάστηκε απ’ το Χριστιανισμό ο κόσμος.
Στη μια ιδανική αρχή πρέπει να αντιπαραθέσουμε μιαν άλλη. Στο ένα πραγματικό γεγονός πρέπει να αντιπαρατάξουμε ένα άλλο. Θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί τον τελικό σκοπό του κομμουνισμού, δείχνοντας πως παραμορφώθηκε και δεν εφαρμόστηκε ποτέ, όπως έγινε και με το Χριστιανισμό. Για να φτάσουν στους σκοπούς τους οι κομμουνιστές χύνουν πολύ αίμα και διαστρέφουν την αλήθεια. Το ίδιο κάνουν κι οι Χριστιανοί, αλλά ξεκινώντας απ’ το γεγονός αυτό μια σύγκριση ανάμεσα στον κομμουνισμό και το Χριστιανισμό θα ήταν μια φανερή πλάνη.
Στο Ευαγγέλιο, στις εντολές του Χριστού, στη διδασκαλία της Εκκλησίας, στο παράδειγμα των αγίων, στις αυθεντικές εκδηλώσεις του Χριστιανισμού θα βρείτε το χαρμόσυνο μήνυμα του ερχομού της Βασιλείας του Θεού, μια κλήση στην αγάπη του πλησίον, την πραότητα, τη θυσία και την καθαρότητα της καρδίας. Όμως δε θα βρείτε προτροπές για βία, εχθρότητα, εκδίκηση, μίσος ή απληστία. Συνεπώς, γιατί πράγμα ξεσηκώνονται οι επικριτές του Χριστιανισμού; Αντίθετα, στη θεωρία και την ιδεολογία του Μarx, που γέννησε τον κομμουνισμό, θα βρείτε μόνο προτροπές για βία, μνησίκακη εχθρότητα της μιας τάξης απέναντι σε μια άλλη, εκδίκηση, αγώνα προσωπικών συμφερόντων, και τίποτε που να απευθύνεται στην αγάπη, τη θυσία, την πραότητα και την πνευματική καθαρότητα. Στην ιστορία συχνά αμάρτησαν οι Χριστιανοί και ίσως κάτω από το «βλέμμα» του Χριστού, όμως δεν πραγματοποίησαν ποτέ τις εντολές Του με τον παραπάνω απαράδεκτο τρόπο. Οι εχθροί του Χριστιανισμού χαίρονται να διαδίδουν πως οι Χριστιανοί συχνά καταφεύγουν στη βία για να υπερασπιστούν και να διαδώσουν την πίστη τους. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά δείχνει πως οι Χριστιανοί ήταν τότε τυφλοί από το πάθος, πως δεν είχε ακόμα φωτιστεί η φύση τους και πως η κατάσταση της αμαρτίας έφτασε να παραμορφώσει και τον πιο δίκαιο και ιερό σκοπό. Όταν ο Πέτρος θέλησε να υπερασπιστεί το Χριστό, έβγαλε το ξίφος του, χτύπησε το δούλο του μεγάλου αρχιερέα και του έκοψε το αυτί. Τότε ο Χριστός του είπε, «απόστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής· πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται» (Μθ. 26, 52).
Η θεία αλήθεια του Χριστιανισμού, που δέχτηκαν οι άνθρωποι, παραμορφώνεται μέσα στην αμαρτωλή τους φύση, στην περιορισμένη τους συνείδηση. Η αποκάλυψη και η χριστιανική ζωή, όπως κάθε αποκάλυψη και κάθε θρησκευτική ζωή, προϋποθέτουν όχι μόνο την ύπαρξη του Θεού, αλλά επίσης και την ύπαρξη του ανθρώπου. Κι αυτός παρότι φωτίζεται από το φως της χάρης του Θεού, σχετικοποιεί στα πνευματικά του μάτια το θείο αυτό φως και στη συνέχεια επιβάλλει στην αποκάλυψη τα όρια της φύσης και της συνείδησής του.
Από τη Βίβλο ξέρουμε ότι ο Θεός αποκαλύφτηκε στους Εβραίους. Αλλ’ ο θυμός, ο φθόνος, η εκδίκηση που εκδηλώνει ο Θεός – Γιαχβέ, δεν είναι οι φυσικές ιδιότητες του Θεού, είναι μια παραμορφωμένη εικόνα Του στη συνείδηση του ισραηλιτικού λαού, με τον οποίο ήταν σύμφυτες αυτές οι ποιότητες. Από τους ανθρώπους εκφυλίστηκαν και η ιδέα του Θεού, που παρουσιάστηκε συχνά σαν ανατολίτης άρχοντας κι απόλυτος μονάρχης, και το δόγμα της Απολύτρωσης, που ερμηνεύτηκε σαν τη διακοπή μιας δικαστικής διαδικασίας που κινήθηκε από τον εξαγριωμένο θεό ενάντια στον άνθρωπο, παραβάτη της θέλησής του. Κι αυτή η διεστραμμένη αντίληψη, που περιορίστηκε ανθρώπινα από τα χριστιανικά δόγματα, έκανε τους ανθρώπους να αποκοπούν απ’ το Χριστιανισμό. Εκφυλίστηκε κι αυτή η ιδέα της Εκκλησίας. Κατανοήθηκε εξωτερικά, ταυτίστηκε με την ιεραρχία, με τα λειτουργικά τυπικά, με τα αμαρτήματα των «ενοριτών». Πριν απ’ όλα θεωρήθηκε θεσμός. Η βαθύτερη κι η πιο εσωτερική έννοια της Εκκλησίας, που την αντιλαμβάνεται σαν πνευματικό οργανισμό, σαν μυστικό σώμα του Χριστού (σύμφωνα με τον ορισμό του Αποστόλου Παύλου), μετατοπίστηκε σε δεύτερο πλάνο και έγινε αποδεκτή μόνο από μια μειονότητα. Η λειτουργία, τα μυστήρια εκτιμήθηκαν σαν εξωτερικά τυπικά και το βαθύτερο και μυστικό τους νόημα ξέφυγε από τους ψευδοχριστιανούς. Και εγκατέλειψαν την Εκκλησία αυτοί που σκανδαλίστηκαν από τα παραπτώματα του κλήρου, από τις πλάνες των εκκλησιαστικών θεσμών, τις πολύ ανάλογες με τις πλάνες των πολιτικών θεσμών, από την υπερβολικά εξωτερική πίστη των ενοριτών και την υποκρισία μιας φανερής και διαφημιζόμενης ευσέβειας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως στην Εκκλησία υπάρχει ένα θείο κι ένα ανθρώπινο στοιχείο, πως η ζωή της είναι ζωή «θεανδρική», μια πράξη κοινή ανάμεσα στη θεότητα και την ανθρωπότητα. Η θεία ίδρυση της Εκκλησίας είναι αιώνια και αλάνθαστη, αγία και καθαρή και «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Μθ. 16, 18). Το θείο στοιχείο στην Εκκλησία είναι ο Χριστός, ο αρχηγός της, η ηθική διδασκαλία του Ευαγγελίου, οι βασικές αρχές της πίστης μας, τα δόγματα, τα μυστήρια, η ενέργεια της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Η ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας είναι επισφαλής και ευμετάβλητη. Μπορεί να προκαλεί παραμορφώσεις, αρρώστιες, πτώσεις, μεταβολές, όπως επίσης και να ανακαλύπτει μια δημιουργική κίνηση, μια ανάπτυξη, μια πνευματική άνθιση, μια αναγέννηση. Τα αμαρτήματα της ανθρωπότητας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δεν είναι αμαρτήματα της Εκκλησίας με τη θεία της ουσία, γι’ αυτό διόλου δε μειώνουν την αγιότητά της. Ο Χριστιανισμός ορθώνεται μπροστά στην ανθρώπινη φύση, της ζητά να φωτιστεί και να μεταμορφωθεί, αλλ’ αυτή αντιστέκεται και επιχειρεί να παραμορφώσει τον ίδιο. Ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο διεξάγεται μια διαρκής πάλη, στις φάσεις της οποίας άλλοτε το θείο καταυγάζει το ανθρώπινο, κι άλλοτε το ανθρώπινο διαστρέφει το θείο.
Ο Υιός του Θεού γίνεται άνθρωπος, αναδέχεται την ανθρώπινη σάρκα κι έτσι καθαγιάζει την ανθρώπινη φύση. Ο Χριστιανισμός υψώνει τον άνθρωπο και τον τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Του φανερώνει τον πιο πολύτιμο σκοπό της ζωής, του θυμίζει την υψηλή καταγωγή και την ακόμα πιο υψηλή αποστολή του. Αντίθετα όμως από τις άλλες θρησκείες, δεν κολακεύει την ανθρώπινη φύση στην αμαρτωλή και εκπεσμένη της κατάσταση και καλεί τον άνθρωπο να την ξεπεράσει ηρωικά.
Ο Χριστός μας διδάσκει να αγαπάμε το Θεό, να αγαπάμε και τον άνθρωπο, τον πλησίον μας. Είναι αδιάσπαστα ενωμένες η αγάπη στο Θεό και η αγάπη στον άνθρωπο. Με δύναμη από το Θεό Πατέρα αγαπάμε τους αδελφούς μας, και με την αγάπη των αδελφών αποκαλύπτεται η αγάπη μας στο Θεό. «Εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εν ημίν έστιν» (Α’ Ιω. 4, 12). Ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και ο Υιός του ανθρώπου. Μας αποκάλυψε την τέλεια ένωση του Θεού και του ανθρώπου, την ανθρωπότητα του Θεού και τη θεότητα του ανθρώπου. Ο φυσικός όμως άνθρωπος δύσκολα αφομοιώνει αυτήν την πληρότητα της αγάπης «θείου και ανθρώπινου». Άλλοτε στρέφεται στο Θεό και αποστρέφεται τον άνθρωπο, προετοιμάζεται να αγαπήσει το Θεό, αλλά νιώθει αδιαφορία και σκληρότητα για τον άνθρωπο. Αυτό γινόταν στο Μεσαίωνα. Άλλοτε πάλι στρέφεται στον άνθρωπο, έτοιμος να τον αγαπήσει και να τον υπηρετήσει, αλλά απομακρύνεται από το Θεό, και πολεμά κι αυτόν και την ιδέα Του, λες κι είναι ολέθρια κι αντίθετη στο καλό της ανθρωπότητας. Αυτό ήδη γίνεται στους νέους χρόνους, στον ουμανισμό, στον ανθρωπιστικό σοσιαλισμό. Τέλος, αφού καταπάτησε τη θεανδρική αλήθεια κι απομάκρυνε την αγάπη στον άνθρωπο απ’ την αγάπη στο Θεό, άρχισε να χτυπά το Χριστιανισμό και να τον κατηγορεί για τις δικές του παρανομίες.
(Nicolas Berdiaeff, Χριστιανισμός και Κοινωνική πραγματικότητα, σ.230-234 Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη. )