Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Λόγος (86) ΠΣτ΄ : ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤ ΕΡΩΤΗΣΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΙΝ

Λόγος (86) ΠΣτ΄ : ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤ ΕΡΩΤΗΣΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΙΝ



Ερώτησις. Ει καλόν εστίν εκ πάντων των ερεθιζόντων τα πάθη μακρύνεσθαι, και ει νίκη νομίζεται η τοιαύτη φυγή ή ήττα τη ψυχή, εν τω φεύγειν τους πολέμους και επιλέγεσθαι εαυτή την ανάπαυσιν.
Απόκρισις. Συντόμως προς τούτο ερούμεν. Δει τον μοναχόν, ίνα φευγη ολοτελώς εκ πάντων των ερεθιζόντων αυτώ τα πάθη τα πονηρά, και ίνα κόψη εξ εαυτού μάλιστα τάς αιτίας των παθών και την ύλην, εν η συνεργούνται και αυξάνονται, καν και μετά τίνα γένωνται. Ει δε γένηται καιρός αντιστήναι και παλαίσαι προς αυτά, και τούτο ποιήσωμεν, ουχί εν παιγνίω, αλλά τεχνικώς- ηνίκα ενεδρευόμεθα εν τη θεωρία του πνεύματος και αποστρέψαι δει την διάνοιαν αυτού εξ αυτών αεί είς το φυσικόν αγαθόν, το τεθέν εν τη φύσει υπό του δημιουργού, τον άνθρωπον, καν και ο διάβολος καταστροφή κατέστρε­ψε την αλήθειαν προς πείραν πονηράν. Και εί πρέπον ειπείν, ότι ουκ εκ της οχλήσεως των παθών μόνον, αλλά και εκ των αισθήσεων των εαυτού φεύγειν αυτόν δει και του εσωτέρου ανθρώπου εαυτού εγγύς καταδύεσθαι και εκεί εμμένειν μοναχικώς εν τη επιμόνω εργασία, τη εν τη αμπέλω της καρδίας αυτού, έως αν συμφωνήση τα έργα τω μοναχικώ ονόματι, τω επικληθέντι επ' αυτώ εν τω κρυπτώ αυτού και τω φανερώ. Και ίσως εν αυτή τη διαμονή τη εγγύς του ένδον ανθρώπου ενωθώμεν ολοτελώς τω γνώσει της ελπίδος ημών, Χριστού του ενοικούντος ημίν. Όσον γαρ ο νους ημών διαμένει εκείσε μοναστικώς και αναχωρητικώς, ουκ αυτός εστίν ο πολεμών προς τα πάθη, αλλ' η χάρις. Πλην ότι, ουδέ αυτά τα πάθη κι­νούνται εν αυτώ εις πράξιν.
Ερώτησις. Εάν ποίηση άνθρωπος τι δια την καθαρότητα της ψυχής, έτεροι δε οι μη νοούντες εις την πολιτείαν αυτού την πνευματικήν σκανδαλίζωνται, δει απέχεσθαι της πολι­τείας αυτού της θεϊκής δια το σκάνδαλον, ή ποιήσει όπερ ωφέλιμον τω σκοπώ τω εαυτού, καν τοις ορώσιν η επιζήμιον;
Απόκρισις. Λέγομεν δε και περί τούτου ότι εάν νομίμως, καθώς εδέξατο παρά των προ αυτού πατέρων, οτιδήποτε ποιη, όπερ καθαίρει την νουν αυτού και τούτον τον σκοπόν έθηκεν εν εαυτώ, το φθάσαι την καθαρότητα, έτεροι δε, οι μη επισταμένοι, εις τον σκοπόν αυτού σκανδαλίζωνται, ουκ αυτός εστίν ο υπεύθυνος, αλλ' αυτοί. Ουχί δια τούτο εγκρατεύεται ή νηστεύει ή εγκλείεται περισσοτέρως και ποιεί όπερ ώφειλε τω σκοπώ αυτού, ίνα άλλοι σκανδαλίζωνται, άλλ' ίνα καθαρεύση τον εαυτού νουν. Ούτοι δε, δια το μη γινώσκειν τον σκοπόν αυτού της πολιτείας, καταμέμφονται αυτού, και υπεύθυνοι γίνον­ται τη αληθεία διότι ουχί ικανοί εγένοντο, εν αμελεία όντες, αισθηθήναι του σκοπού εκείνου του πνευματικού, ου έθηκεν ούτος εις καθαρότητα της εαυτού ψυχής.
Περί ων ο μακάριος Παύλος έγραψεν «ο λόγος ο του σταυρού», λέγων, «τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί». Τι ουν άρτι, διότι μωρία ο λόγος ελογίζετο εκείνοις ο του σταυ­ρού, μη αισθανομένοις εις την δύναμιν του λόγου, σιωπάν έδει τον Παύλον κηρύξαι; Αλλά και ιδού, έως της σήμερον η υπόθεσις του σταυρού πρόσκομμα και σκάνδαλον τοις Ιουδαίοις τε και τοις Έλλησι. Σιωπώμεν τοίνυν εκ της αληθείας, ίνα μη σκανδαλισθώσιν ούτοι; Παύλος γαρ ου μόνον ουκ εσιώπησεν, αλλά και έκραζε λέγων, «εμοί μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η καύχησις αύτη η εν τω σταυρώ, ουχ ίνα άλλους σκανδαλίση, διηγήθη παρά του αγίου, αλλ’ ως κηρυττομένης της μεγάλης δυνάμεως του σταυρού.
Και συ ουν αρτίως, ώ άγιε, τελείωσον την πολιτείαν σου εν τω σκοπώ, όν τέθεικας εαυτώ προς τον Θεόν, ένθα μη κατακρίνεται σου η συνείδησις, και την πολιτείαν σου κατέναντι των θείων εξέτασον και κατέναντι ων εδέξω παρά των πατέρων των αγίων. Και εάν μη υπό τούτων κατηγορηθής, εξ εκείνων, περί ων εσκανδαλίσθησαν έτεροι, μη φοβηθής. Ου­δείς γαρ άνθρωπος τους πάντας δύναται επίσης πληροφορήσαι ή αρέσαι, και τω Θεώ εργάσασθαι εν τω κρυπτώ εαυτού.
Μακάριος ο μοναχός, ώ μακάριε, ο τρέχων εν αληθεία οπίσω της καθαρότητος της εαυτού ψυχής εν όλη τη ισχύι αυτού, και τη οδώ τη νοουμένη, εν η ώδευσαν οι πατέρες ημών, οδεύων προς αυτήν, και εν τοις βαθμοίς αυτής, εν οίς ώδευσαν αναβαίνοντας, κατά τάξιν και κατά βαθμόν, και υψωθήσεται προς τον πλησιασμόν αυτής εν σοφία και υπομονή θλίψεως, αλλ' ουκ εν τοις βαθμοίς τοις αλλοτρίοις των μηχανημά­των.
Η καθαρότης της ψυχής χάρισμα εστί το πρώτον της φύσεως ημών. Και εκτός καθαρότητος των παθών, ου θερα­πεύεται η ψυχή εκ των νόσων της αμαρτίας, ουδέ κτάται την δόξαν, ην απώλεσεν εν τη παραβάσει. Εάν δε τις αξιωθή της καθάρσεως, όπερ εστίν υγεία ψυχής, εν αυτοίς τοις πράγμασιν ενεργητικώς υποδέχεται ο νους αυτού χαράν εν αισθήσει του Πνεύματος γίνεται γαρ υιός του Θεού και αδελφός του Χριστού και ουκ ευκαιρεί αισθηθήναι των αγαθών και των κακών των απαντώντων αυτώ.
Ο δε έχων τον κανόνα της ησυχίας αυτού εν ώρα εβδομά­δων επτά, ή καθ' εβδομάδα, και μετά το πληρώσαι τον κανόνα αυτού απαντά και συμμίσγεται τοις ανθρώποις και συμπαραμυθείται μετ' αυτών, και αμελών εις τους εν θλίψεσιν όντας εαυτού αδελφούς, ηνίκα δοκεί κατέχειν εν δεσμώ τον εβδομαδιαίον κανόνα, ούτος ανηλεής και απότομος. Και τούτο έκδηλόν εστίν, ότι δια το μη έχειν ελεημοσύνην αυτόν και εκ της οιήσεως και εκ των ψευδών λογισμών εαυτού τοις τοιούτοις κοινωνήσαι ου συγκαταβαίνει πράγμασιν.
Ο καταφρονών του ασθενούς ουκ όψεται φως, και ο αποστρέφων το εαυτού πρόσωπον εκ του εν στενοχώρια όντος η ημέρα αυτού σκοτισθήσεται. Και του καταφρονούντος της φωνής του εν μοχθώ όντος, οι υιοί των οίκων εαυτού εν τη αορασία ψηλαφήσωσι. Μη καθυβρίσωμεν το όνομα το μέγα της ησυχίας εν τη αγνωσία ημών. Πάση γαρ πολιτεία καιρός εστί και τόπος και διαφορά, και τότε τω Θεώ έγνωσται, ει δεκτή γενήσεται πάσα η εργασία αυτής. Και εκτός τούτων, ματαία η εργασία αυτών πάντων των το μέτρον μεριμνώντων της τελειότητος. Ο προσδοκών παρακληθήναι και επισκεφθήναι την ασθένειαν αυτού εξ άλλων, ούτος ταπεινώσει εαυτόν και συγκοπιάσει τω πλησίον εαυτού εν τοις καιροίς, εν οίς πειράζεται, ίνα γένηται η εργασία αυτού εν χαρά εν τη ησυχία εαυτού, απέ­χουσα από πάσης οιήσεως και πλάνης των δαιμόνων.
Ερρέθη τινι των αγίων γνωστικώ όντι, ότι ουδέν δύναται λυτρώσασθαι τον μοναχόν εκ του της υπερηφανίας δαί­μονος και συνεργήσαι τω όρω της εαυτού σωφροσύνης εν τω καιρώ της εξάψεως του πάθους της πορνείας, ως εκείνο, το τους ανθρώπους τους κατακειμένους εν ταίς εαυτών στρωμναίς και τους κατατηχθέντας εν τη θλίψει της σαρκός επισκέπτεσθαι.
Μεγάλη εστίν η πράξις η αγγελική της ησυχίας, όταν διάκρισιν τοιαύτην συμμίξη εαυτή δια την χρείαν της ταπεινώσεως. Ένθα γαρ ου γινώσκομεν, κλεπτόμεθα και πορθούμεθα. Ταύτα είπον, αδελφοί, ουχ ίνα αμελήσωμεν και καταφρονήσωμεν εις το έργον της ησυχίας. Ημείς γαρ εις έκαστον τό­πον περί τούτου πείθομεν και ουκ εξ εναντίας των ρημάτων ημών ανθιστάμενοι ευρέθημεν νυν. Μηδείς λάβη και εξαγάγη λόγον γυμνόν εκ των λόγων ημών, και αφή το υπόλοιπον, και κράτηση αυτό εν ταίς εαυτού χερσιν ανοήτως.
Εγώ μνημονεύω, ότι εν τόποις πολλοίς είπον παρακαλών, ότι και εάν συμβή τινι εν αργία τελεία είναι εν τω εαυτού κελλίω, δια την ανάγκην της ασθενείας ημών της επερχόμενης ημίν χάριν τούτου, ου δει επιλέγεσθαι τελείαν έξοδον εξ αυτού και την εξώτερον εργασίαν κρείττονα είναι της εργασίας της εκείσε λογίζεσθαι. Έξοδον δε τελείαν είπον, ουχί εάν απαν­τήση ημίν εν καιρώ πράγμα αναγκαίον, ίνα εξέλθης εν αυτώ εβδομάδας τινάς του εμπορεύσασθαι εν αυταίς την ανάπαυσιν και την ζωήν του πλησίον σου, ήδη τούτο αργίαν ψηφίσεις και σχολίαν λογίση. Εάν δέ τις δοκήση εν εαυτώ, ότι τέλειος εστί και ανώτερος εκ πάντων των ενταύθα εν τη διαμονή αυτού τη προς τον Θεόν και τη αποχή τη εκ πάντων των ορωμένων πραγμάτων, ευλόγως και εκ τούτων παραιτησάσθω.
Μεγάλη εστίν η εργασία της διακρίσεως των συνεργουμένων υπό του Θεού, ος τω ελέει αυτού δώη ημίν πληρώσαι τον λόγον αυτού, όν είρηκε λέγων «ει τι θέλετε, ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Όπου δε ουκ έχει ο άνθρωπος εν τοις πράγμασι τοις ορατοίς και εν τω σώματι τελειώσαι την αγάπην του πλησίον αυτώ, ή εν τω φρονήματι ημών μόνη φυλαττομένη αγάπη του πλησίον προς τον Θεόν αυταρκεί' μάλιστα εάν το μέρος εκείνο του εγ­κλεισμού και της ησυχίας και η εν αυτή υπεροχή αρκούντως διαμείνη εν τη εαυτής εργασία.
Εαν δε εξ όλων των μερών της ησυχίας εκείνης υστερώμεθα, πληρώσωμεν την έλλειψιν αυτής εις την μετ' αυτήν εντολήν, ήτις εστίν η πράξις η αισθητή, ην ως πλήρωμα της αναπαύσεως της ζωής ημών πληρώσωμεν εν τω σκοπώ του σώματος ημών, ίνα μη ευρεθή η ελευθερία ημών πρόφασις υποταγήναι τη σαρκί.
Ό Θεός δώη ημίν γνώναι το θέλημα αυτού, ίνα αεί εν αυτώ πορευόμενοι, καταντήσωμεν εις την αιώνιον αυτού ανάπαυσιν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή, και προσκύνησις νυν και εις τους αιώνας των απεράντων αιώνων. Αμήν.

ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ

ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ

 

Αγάπη προς τον πλησίον


Αγάπη προς τον πλησίον
Οσίου Ισαάκ του Σύρου
ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ
Βίασε τον εαυτό σου, σαν συναντήσεις τον διπλανό σου, να τον τιμήσεις πα­ραπάνω από το μέτρο του. Φίλησε τα πόδια του και τα χέρια του, και κράτησέ τα πολλές φορές με πολλή τιμή, και βάλε τα επάνω στα μάτια σου, και παίνεψέ τον ακόμα και για κείνα που δεν έχει. Και σαν χωριστεί από σένα, πες γι' αυτόν κάθε καλό και τιμημένο, γιατί μ’ αυτά και με τέτοια τον τραβάς στο καλό και τον κάνεις να ντρέπεται από τα καλά τα λόγια που του είπες, και σπέρνεις σ’ αυτόν σπόρους της αρετής.
Κι’ από την τέτοια συνήθεια πού συνηθίζεις τον εαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου τύπωμα καλό, και θ’ αποκτήσεις ταπείνωση μέσα σου, και χωρίς κόπο κα­τορθώνεις τα μεγάλα. Κι όχι μονάχα αυτό, μα κι αν έχει κάποια ελαττώματα, σαν τιμηθεί από σένα, εύκολα παραδέχεται από σένα τη γιατρειά του, επειδή ντρέπεται από την τιμή πού του έδωσες.
Τούτον τον τρόπο να ‘χεις πάντα, να γλυκομιλάς και να τιμάς όλους τούς ανθρώπους, και να μην ερεθίζεις κανέναν, είτε να τον πεισμώνεις, μήτε για την πίστη του, μήτε για τα κακά τα έργα του. Φύλαγε τον εαυτό σου να μην προσβάλεις κανένα σε κάποιο πράγμα. Γιατί έχουμε στον ουρανό κριτή πού δεν κοιτάζει πρόσωπο.
Οσίου Ισαάκ του Σύρου
Φίλοι φυλακισμένων
Σύλλογος συμπαραστάσεως κρατουμένων «Ο Ονήσιμος»
Τεύχος 11, Φθινόπωρο Χειμώνας 2010.

Αββάς Ισαάκ ο Σύρος: Ένας μεγάλος Ασκητής και δάσκαλος της Εκκλησίας μας

Αββάς Ισαάκ ο Σύρος: Ένας μεγάλος Ασκητής και δάσκαλος της Εκκλησίας μας



Αββάς Ισαάκ ο Σύρος: Ένας μεγάλος Ασκητής και δάσκαλος της Εκκλησίας μας
ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ  
 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού    
Οι ασκητική γραμματεία κατέχει μια πολύ σπουδαία θέση στη διδασκαλία και στη ζωή της Εκκλησίας μας. Πρόκειται για σπουδαιότατα κείμενα αγίων ασκητών, προϊόντα βαθύτατου πνευματικού στοχασμού και σοφίας. Περιέχουν την εμπειρία των αγίων γερόντων, οι οποίοι βίωσαν την ευλογημένη πορεία της ασκήσεως και των αρετών και την κατέγραψαν, για να είναι εσαεί στους πιστούς πολύτιμο βοήθημα μεθόδων άσκησης και πνευματικής προκοπής.
Στην κορυφή της ασκητικής γραμματείας βρίσκονται και το κείμενα ενός μεγάλου ασκητή της Εκκλησίας μας, του αββά Ισαάκ του Σύρου. Τα βαθυστόχαστα και ψυχωφελή του συγγράμματα είναι από τα κυριότερα αναγνώσματα των μοναχών και όλων όσων αγωνίζονται για την αρετή και την απαλλαγή από τα πάθη και τα άλγη της αμαρτίας.
Δυστυχώς γνωρίζουμε πολύ λίγα για το βίο και την προσωπικότητα του μεγάλου άνδρα, και αυτά από έμμεσες πηγές. Γεννήθηκε περί τα μέσα του 7ου αιώνα πιθανότατα στη Συρία. Κατ’ άλλους στη Νινευή της Μεσοποταμίας, και κατ’ άλλους στην αραβική χερσόνησο, στο σημερινό Κατάρ. Δε γνωρίζουμε τα ονόματα των γονέων του, ούτε για τα παιδικά του χρόνια. Εικάζουμε ότι οι γονείς του ήταν χριστιανοί και του εμπέδωσαν από μικρό την πίστη και την ευσέβεια. Μόνο που ανήκαν στους αιρετικούς νεστοριανούς, οι οποίοι αποσκίρτησαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την καταδίκη του αρχηγού της αίρεσης πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου το 431.  Όταν έγινε έφηβος, αποφάσισε με τον αδελφό του να αφιερωθούν στη μοναχική ζωή. Έτσι αποσύρθηκαν στη Μονή του αγίου Μάρτυρα Ματθαίου. Ο Ισαάκ έδειξε ασυνήθιστη προσαρμογή και ζήλο για τον μοναχισμό. Σύντομα αναδείχτηκε ως ο πλέον  αξιοσέβαστος αδελφός της Μονής.
Μετά από λίγο καιρό ζήτησε από τον ηγούμενο της Μονής να φύγει για την έρημο, διότι πίστευε πως η ησυχία της ερήμου θα τον βοηθούσε περισσότερο στον πνευματικό του αγώνα. Έφυγε λοιπόν για μια ερημική περιοχή, όπου μόνος με το Θεό, με άσκηση, προσευχή, νηστεία και αγρυπνία, κατόρθωσε να καθαρθεί από τα πάθη του και να ανέβει σε ύψη αρετής και αγιότητας. Όμως οι αδελφοί της Μονής αισθάνθηκαν το κενό που άφησε η απουσία του Ισαάκ και γ’ αυτό τον παρακαλούσαν να γυρίσει στη Μονή και να γίνει ο πνευματικός τους καθοδηγητής. Αλλά ο αββάς δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να αφήσει την αγαπημένη του ερημική ζωή.
Αυτό που δεν κατόρθωσαν οι μοναχοί, το κατόρθωσε ο επίσκοπος της περιοχής. Του ζήτησε να κατέβει στον κόσμο για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία. Ο άγιος ασκητής υπάκουσε και κατέβηκε. Ο καθολικός νεστοριανός επίσκοπος Γεώργιος τον χειροτόνησε επίσκοπο της μεγάλης πόλεως Νινευή. Δε γνωρίζουμε πόσο καιρό έμεινε στον επισκοπικό θρόνο. Πιθανότατα παραιτήθηκε και έφυγε ξανά για την έρημο. Οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο αββάς Ισαάκ ως επίσκοπος συνειδητοποίησε την αιρετική «εκκλησία» που ανήκε και γι’ αυτό πέντε μήνες μετά τη χειροτονία του, παραιτήθηκε και έφυγε ξανά για την αγαπημένη του έρημο, κοντά στην οροσειρά Chuzistan, στην περιοχή της αρχαίας Σουσιανής και αργότερα στη Μονή Rabban Sabor.
Ως ασκητής πια ορθόδοξος ο αββάς Ισαάκ, με τον καθαρό πια πνευματικό αγώνα και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, φτάνει σε ύψη καθάρσεως και αγιότητας. Απέκτησε μια σπάνια πνευματική εμπειρία, την οποία κατέγραψε στα συγγράμματά του για να βοηθήσει και άλλους ανθρώπους. Προσευχόμενος γράφει αδιάκοπα και με τα δάκρυά του βρέχει τα χειρόγραφά του.  
Στη Μονή Rabban Sabor έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προσευχόμενος, μελετώντας και γράφοντας. Όντας υπέργηρος, και εξαιτίας  της αυστηρής άσκησης και της πολλής μελέτης έχασε το φως. Πέθανε και ετάφη στη Μονή. Δε γνωρίζουμε το χρόνο της κοίμησής του.
Ο αββάς Ισαάκ δεν ανακηρύχτηκε ποτέ επίσημα άγιος της Εκκλησίας μας, προφανώς λόγω της νεστοριανής αιρέσεως στην οποία είχε γεννηθεί και είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.  Κυρίως όμως επειδή χρημάτισε νεστοριανός επίσκοπος. Όμως στη συνείδηση των πιστών από τα αρχαία χρόνια ως σήμερα θεωρείται άγιος. Τα συγγράμματά του όχι μόνο δεν αποκλίνουν από την Ορθοδοξία, αλλά αντίθετα, την επιβεβαιώνουν. Ο σεβαστός καθηγητής του ΑΠΘ π. Θεόδωρος Ζήσης είχε γράψει τα εξής σημαντικά: «φαίνεται ότι με την χάριν του Θεού διεφυλάχθη καθαρός από την νεστοριανήν αίρεσιν, όπως τούτο συνάγεται εκ της αναγνώσεως των έργων του. Εις αυτά αποκαλεί την Παναγίαν Θεοτόκον. Αναφερόμενος δε εις την ενανθρώπησιν ομιλεί ορθοδόξως και δεν νεστοριανίζει». Την ορθόδοξη πίστη του αββά Ισαάκ δέχονται μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, κ.α. δεχόμενοι τα συγγράμματά του. Στο Άγιο Όρος πολλοί μοναχοί τιμούν τη μνήμη του αββά Ισαάκ στις 28 Ιανουαρίου, μαζί με τη μνήμη του αγίου Εφραίμ του Σύρου. Σε πολλούς ναούς έχουν ιστορηθεί εικόνες του και αναγράφεται ως άγιος.
Από τα συγγράμματά του, στην ελληνική κυκλοφορούν οι «Ασκητικοί Λόγοι» του, οι οποίοι είχαν μεταφραστεί από τα συριακά το 9ο αιώνα από μοναχούς Πατρίκιο και Αβράμιο της Μονής του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης. Έκτοτε αποτελούν πολύτιμα συγγράμματα σε όλο τον ελληνόφωνο χριστιανικό κόσμο και μελετούνται από μοναχούς και κοσμικούς, κυρίως σε περιόδους νηστείας, όπως είναι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Είναι γνωστό πως κορυφαίοι πνευματικοί Γέροντες της Εκκλησίας μας συστήνουν ιδιαίτερα τα έργα του αββά Ισαάκ του Σύρου, ως βοήθεια, στην πνευματική τους άσκηση.              

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΚΟΜΒΟΣΧΟΙΝΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΧΗ

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΚΟΜΒΟΣΧΟΙΝΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΧΗ


Στην ίδια Σκήτη της Αγίας Άννας, ό Μοναχός Προκόπιος από την Καλύβα «Είσόδια της Θεοτόκου» είχε μεγάλη επιθυμία να μάθει μουσικά, για να δοξολογεί κι αυτός το Θεό, όπως και οι άλλοι αδελφοί.

Επειδή όμως ήταν λίγο παράφωνος αποφεύγανε οι Πατέρες να τον μάθουν μουσικά.
Ό αδελφός Προκόπιος είχε χάρισμα από το Θεό λάβει να λέει ακατάπαυστα την ευχή το «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλό» και στο αριστερό του χέρι κρατούσε πάντα το κομβοσχοίνι, το όποιο δεν αποχωριζόταν ποτέ.

Μια μέρα, ήταν πολύ λυπημένος, πού δεν μπορούσε να βρει κανένα για να τον μάθει μουσική και συλλογιζόμενος αυτό το πράγμα, από την πολύ του λύπη, είχε σταματήσει να λέει την ευχή.

Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του ένας σεβάσμιος, αλλά άγνωστος σ' αυτόν γέροντας ό όποιος του είπε: «Αδελφέ Προκόπιε, τι έχεις κι είσαι τόσο λυπημένος; τι σε απασχολεί; Ό Προκόπιος του απάντησε: «τι να έχω γέροντα, να, θέλω κι εγώ να μάθω λίγα μουσικά και δε βρίσκεται κανένας να με μάθει, γιατί μου λένε πώς είμαι λίγο φάλτσος». Ό ασπρογένης γέροντας τότε του είπε: «Γι' αυτό κάθεσαι και στενοχωριέσαι καημένε, εγώ θα σε μάθω μουσικά και θα σε κάνω να γίνεις ό καλύτερος ψάλτης του Αγίου Όρους, θα κελαηδάς σαν το καλύτερο αηδόνι, αλλά θέλω κι εσύ να μου κάνεις μια χάρι».

«Δηλαδή τι ζητάς από μένα, του είπε ό Προκόπιος, θέλεις να σε πληρώσω; Εγώ ότι θέλεις θα σου δώσω!». Τότε ό ασπρογένης του είπε: «Ή πληρωμή ή δική μου είναι να πετάξεις από τα χέρια σου αυτό πού λέτε κομποσχοίνι και να πάψεις να λες αυτό πού λέτε ευχή και θα σε μάθω 'γώ, ότι θέλεις».

Ό Μοναχός Προκόπιος άμα άκουσε αυτά κατάλαβε πώς ό φαινόμενος δεν ήταν Μοναχός, άλλα ό παμπόνηρος Δαίμονας, πού ήθελε νά τον κάνει να σταματήσει την προσευχή, και αμέσως έκαμε το σταυρό του και είπε: «Υπάγε οπίσω μου Σατανά παμπόνηρε, δε μου χρειάζονται τα μουσικά σου και οι πονηρές και οι καλοσύνες σου» κι ό Δαίμονας έγινε άφαντος.

Άπ' αυτό μαθαίναμε πόσο ό Διάβολος φοβάται το κομβοσχοίνι, για το οποίο καλά λένε οι Πατέρες ότι είναι το όπλο του χριστιανού κατά του Διαβόλου και την ευχή, ή οποία καίει τον Δαίμονα. Ενώ τους ψάλτες δεν τους φοβάται τόσο και δεν τους υπολογίζει, γιατί, εύκολα με το ψάλσιμο αφαιρούνται από την προσευχή και πέφτουν στον εγωισμό και την υπερηφάνεια!
 
 

Ο ΓΕΡΩΝ ΑΒΕΡΚΙΟΣ

Ο ΓΕΡΩΝ ΑΒΕΡΚΙΟΣ

Το έτος 1880 ήρθε από το Μοναστήρι της Νάξου ό Γέρων Αβέρκιος Μοναχός, ό όποιος έζησε με άσκηση και εγκράτεια, έδειξε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και καρτερικότητα στον πόλεμο της σάρκας και του Διαβόλου. Έμενε στη σπηλιά της Νέας Σκήτης και επειδή είχε σύντροφο τη μακαριά απλότητα και θερμή πίστη στο Θεό, έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής και ταπεινώσεως. Κατά καιρούς έδειξε σημεία, από τα όποια φαίνεται πώς είχε μεγάλη παρρησία στο Θεό.

Σαν ανταμοιβή της θερμής πίστεως και των πολλών του κόπων, είχε λάβει από τον Πανάγαθο Θεό πολλά χαρίσματα όπως είναι το «διορατικό», το «προορατικό», αλλά και με το προφητικό ακόμη χάρισμα ήταν πλουτισμένος. Με τα χαρίσματα αυτά έβλεπε και πρόλεγε υπερφυσικά πράγματα:

α) Σε μια αγρυπνία πού είχαν οι Πατέρες στο Κυριάκο της Σκήτης, κατά την ώρα της θείας λειτουργίας μπήκε στο ιερό. Ό εφημέριος του έλεγε τι θέλεις εδώ, Γέρο - Αβέρκιε; Αυτός δεν είπε τίποτε στον εφημέριο, αλλά πλησίαζε στην αγία Τράπεζα οπού έβλεπε το Δεσπότη Χριστό να του κάνει νόημα με το χέρι να πλησιάσει. Κι όταν πήγε κοντά του έδειξε πώς είναι γραμμένο το όνομα του στη «Βίβλο της Ζωής» και του είπε ότι πρέπει περισσότερο να αγρυπνεί και να προσεύχεται.
β) Όταν για πρώτη φορά είδε, ό Γέρο - Αβέρκιος, το Νεόφυτο νέο Καλογέρι του είπε πώς, σύντομα θα γινόταν παπάς, και πράγματι υστέρα από λίγα χρόνια χειροτονήθηκε Διάκονος και την άλλη μέρα πρεσβύτερος και σε νόμιμη ηλικία προχειρίστηκε Πνευματικός.
γ) Μέσα από το ασκητήριο του, πού συνέχεια και αδιάλειπτα προσεύχονταν, είδε στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, να μπαίνουν πλήθος Δαίμονες από τον Πύργο του Μοναστηρίου και να φθάνουν μέχρι τον ξενώνα, το λεγόμενο «Αρχονταρίκι» και μετά από 20 μέρες, από το φαινόμενο αυτό, πήρε φωτιά το Μοναστήρι, από το μέρος εκείνο του Πύργου, και έφτασε ή φωτιά μέχρι κει πού πήγαν οί Δαίμονες, κάηκε όλο το μέρος εκείνο.
δ) Με το «διορατικό» χάρισμα πού είχε, όταν πήγαιναν οι Πατέρες να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Σωτήρος Χριστού, διέκρινε τον καθένα άπ' αυτούς σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκονταν και ανάλογα με τα φαινόμενα, άλλοτε λυπόταν και άλλοτε χαίρονταν.
ε) Πολλές φορές, στο Κυριάκο της Αγίας Αννης και στο Κυριάκο της Νέας Σκήτης, έβλεπε νοερός τους Πατέρες να είναι μαζεμένοι, λαμπροφορεμένοι και οι Ιερωμένοι να λάμπουν με τις στολές τους και όλους εκείνους να τους σκεπάζει φωτεινή νεφέλη και δόξα Κυρίου ανεκδιήγητη. έβλεπε δε και άλλους Καλογήρους πού δεν πήγαιναν και δεν ακολουθούσαν το Κυριάκο της Σκήτης, αλλά κάνανε παρασυναγωγές και χώριζαν από τους άλλους Πατέρες. Αυτούς τους έβλεπε να σκαρφαλώνουν πάνω στα βράχια σαν τα κατσίκια χωρίς ποιμένα, να πηγαίνουν από το Κυριάκο και κάτω μέχρι τη θάλασσα και τελικά να φεύγουν για τον κόσμο και σε διάφορες άλλες κατευθύνσεις.
στ) Όταν για πρώτη φορά είδε ανηρτημένη, στο Κυριάκο, τη φωτογραφία της Ελληνικής βασιλικής οικογένειας και ενώ Βασιλιάς ήταν ό Κωνσταντίνος, ό Γέρο - Αβέρκιος, έδειχνε στους Πατέρες της Σκήτης και έλεγε ότι Βασιλιάς θα γίνει ό Αλέξανδρος. Προείπε πώς ό Κωνσταντίνος θα εξοριστεί και ενώ θα έπρεπε αντί να βασιλεύσουν τα μεγαλύτερα παιδιά του : Ό Γεώργιος ή ό Παύλος, αυτός έδειχνε τον ' Αλέξανδρο. Πράγμα πού έγινε μετά από λίγα χρόνια, διότι ό Ελευθέριος Βενιζέλος έκαμε βασιλιά του Ελληνικού Κράτους τον Αλέξανδρο.

Τέλος όταν το 1934 κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, φανερώθηκε σε δράμα, στον επίσης πνευματικά καλλιεργημένο αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Σπετσέρη, πού έμενε κι αυτός στη Νέα Σκήτη, πώς ήταν μέσα σε περιβόλι με πολλά δέντρα, άπειρα φρούτα και διάφορα λουλούδια.

Ό πατήρ Ιωακείμ, ρώτησε το Γέρο - Αβέρκιο, τίνος είναι πάτερ αυτός ό κήπος; Και ό Γέρο - Αβέρκιος του απήντησε: «Όπως βλέπεις είναι δικός μου, μου τον χάρισε ό Δεσπότης Χριστός, ό ουράνιος πατέρας και Θεός».
 
 

ΣΠΗΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ

ΣΠΗΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ

Πριν από 43 χρόνια το 1936 συνέβη κάτι παρόμοιο στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Πάνω από τη Σκήτη αύτη, βρίσκεται μικρό εκκλησάκι με σπήλια, στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος.
Εκεί κοντά είναι κι άλλες σπηλιές, για τις οποίες είχαμε ακούσει θαυμαστά πράγματα, οπόταν πριν από πολλά χρόνια αποφασίσαμε με το Γέροντά μου, Ιωακείμ Μοναχό, να πάμε και εμείς εκεί. Με κόπο φτάσαμε μπροστά στη σπηλιά, μπήκαμε μέσα και είδαμε ίχνη, πόα φανέρωναν πώς κάποιος ευλογημένος άνθρωπος θα πρέπει να μένει σ' αυτήν.
Προχωρήσαμε πιο μέσα, είδαμε ένα σταμνάκι με νερό και ψηλά ίσαμε ενάμισι μπόί ανθρώπου, ήτανε άλλη σπηλιά, μικρότερη από την πρώτη.
Προσπαθήσαμε να βρούμε τρόπο ή μέρος για ν' ανέβουμε ως εκεί, αλλά τούτο ήταν αδύνατο, γιατί το μέρος ήταν απότομο.
Τότε στο βάθος της σπηλιάς αυτής διακρίναμε μια κακοφτιαγμένη σκάλα, φαίνεται πώς μ' αυτή, ό κάτοικος της σπηλιάς ερημίτης, ανέβαινε και κατέβαινε στο καταφύγιο του και για να μην τον ενοχλούν οι τυχόν επισκέπτες, με το προορατικό χάρισμα, πού ήταν πλουτισμένος από το Θεό, σαν αντιμισθία της αυταπαρνήσεως και των πολλών ασκητικών του κόπων, προαισθάνονταν τον ερχομό του επισκέπτη κι αμέσως ανέβαινε στην κρυφή σπηλιά του.
Τραβούσε δε και τη σκάλα, για να μη μπορεί άλλος κανείς ν' ανέβει.

Είπαμε με το Γέροντα τρεις φορές το «Δι' ευχών...» αλλά καμιά απόκριση δε λάβαμε.
Τότε αρχίσαμε τους χαιρετισμούς της Παναγίας και πλησιάζοντες να τελειώσουμε, όταν λέγαμε το «Ύπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», «Ω πανύμνητε Μήτερ, ή τεκούσα των πάντων αγίων αγιότατων Λόγον...» και κάναμε τρεις γονυκλισίες μεγάλες, ήρθε έντονη ευωδία μοσχολίβανου και γέμισε όλη ή σπηλιά από άρρητη ευωδία!

Περιμέναμε λίγο μήπως ευδοκήσει ό Πανάγαθος Θεός, για να βγει ό ευλογημένος εκείνος ερημίτης, πού ασφαλώς θα ήταν μέσα στη μικρή σπηλιά, αλά δεν είδαμε τίποτε κι επειδή άρχισε να σκοτεινιάζει, κάμαμε τρεις μετάνοιες, δοξάσαμε το Θεό και φύγαμε, θεωρήσαντες τους εαυτούς μας ανάξιους για να δούμε ένα τέτοιο άγιο άνθρωπο, ασκητή κι ερημίτη.

Τα κρίματα του Κυρίου είναι ανεξερεύνητα. «Ω! βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού» (Ρωμ. ΙΑ' 33), διότι όταν δοκιμάσαμε άλλη φορά να επισκεφθούμε τη σπηλιά αυτή δε βρίσκαμε τίποτε από εκείνα πού είχαμε ιδεί, ασφαλώς ό κάτοικος της σπηλιάς εκείνης είδε, πώς ανακάλυψαν οί άνθρωποι τα ίχνη του και απεφάσισε να αλλάξει κατοικία.
Έτσι οι ευλογημένοι αυτοί Πατέρες φεύγανε τη δόξα των ανθρώπων, για να βρούνε δόξα και παρρησία κοντά στο Θεό, για τον όποιον «απαύστως ό θείος πόθος γινότανε».
 
 

ΑΓΙΟΙ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ

ΑΓΙΟΙ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ

Ή ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης έχει δώσει στη Μητέρα Εκκλησία δέκα τέσσερις Αγίους, Όσιους και Νεομάρτυρες γνωστούς με τα ονόματα:

1) Όσιος Γερόντιος ό Κτίτωρ,
2) Όσιος Σωφρόνιος Ιερομόναχος, του οποίου ό βίος μοιάζει απόλυτα με το βίο του αγίου Αλεξίου «του ανθρώπου του Θεού».
3) Οσιομάρτυς Νικόδημος μαρτύρησε στο Έλβασάν της Βορ. Ηπείρου.
4) Οσιομάρτυς Μακάριος ό εκ Κίου της Βιθυνίας και μαρτυρήσας εν Προύση.
5) Οσιομάρτυς Κοσμάς μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη.
6) Οσιομάρτυς Λουκάς εξ Αδριανουπόλεως, μαρτύρησε στη Μυτιλήνη.
7) Οσιομάρτυς Ιλαρίων από την Κρήτη, μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη.
8) Οσιομάρτυς Νικήτας ό Τραπεζούντιος, μαρτύρησε στις Σέρρες.
9) Οσιομάρτυς Δαβίδ εκ Κυδωνιών Μ. Ασίας, μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη.
10) Οσιομάρτυς Παύλος εκ Σοπωτού Πελοποννήσου, μαρτύρησε στην Τρίπολη.
11) Οσιομάρτυς Νεκτάριος, μαρτύρησε στα Βούρλα της Μ. Ασίας.
12) Ό Όσιος Γεράσιμος.
13) Ό Όσιος Νήφων
14) Ό Όσιος Σάββας ιερομόναχος μαθητής του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως επισκόπου χρηματίσας, ό οποίος κοιμήθηκε όσιακό και αιώνιο ύπνο το σωτήριον έτος 1948 στη νήσο Κάλυμνο, οπού μέχρι σήμερα βρίσκεται το ιερό σκήνος του, σώο και αδιάφθορο και εκπέμπει άρρητη ευωδία, προς δόξαν Θεού και της Εκκλησίας, άλλα και καταισχύνη των υπό του Σατανά πλανωμένων, οί οποίοι βλασφημούν αμφισβητούντες την αγιότητα του μεγάλου φωστήρος της Μητέρας Εκκλησίας Αγίου Νεκταρίου του θαυματουργού.
 

Εκτός των επωνύμων τούτων Όσιων και Οσιομαρτύρων, ή Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης έχει πλήθος αμέτρητο Αγίων και Όσίων, οι οποίοι από υπερβολική ταπείνωση δε θέλησαν να είναι γνωστοί στους ανθρώπους αλλά, ζηλώσαντες εζήλωσαν τη δόξα του Θεού και όχι των ανθρώπων, όπως θα ιδούμε, από την αρχή και μέχρι τέλος του βιβλίου τούτου, θα βρούμε σ' ολόκληρο το Άγιο Όρος, περισσότερους αγίους άγνωστους παρά γνωστούς.


 
 

ΟΣΙΑΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗ

ΟΣΙΑΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗ
«Τίμιος εναντίον Κυρίου ό θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ. ΡΙΕ' δ).



Ό Αββάς Δανιήλ, ό νεώτερος των Δανιηλαίων, από τα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, μου διηγήθηκε κατά τις τελευταίες αυτές ήμερες μας, πώς κοιμήθηκε, τον αιώνιο ύπνο, ό αββάς Γαβριήλ ό Καρουλιώτης.
Με τον αββά αυτόν μας συνέδεε απλή γνωριμία, ήταν τύπος καλού Μονάχου και τέλειου υποτακτικού. Έμεινε περισσότερα από 20 χρόνια στο Γέροντα του Σεραφείμ Μοναχό, στην ησυχαστική Καλύβα «των Αρχαγγέλων» στο επάνω μέρος των Καρουλιών.

Εκεί έμαθε, από την υπακοή στο γέροντά του, να είναι λιγόλογος, ταπεινός, να λέγει ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ του θεού ελέησόν με», να είναι εγκρατής και άκρως ασκητικός, τόσον ώστε δεν έτρωγε λάδι ούτε και την ήμερα του Πάσχα, καθ' όλη την ασκητική του ζωή. Κοινωνούσε δε πολύ συχνά και μετείχε, με πλήρη επίγνωση της αναξιότητας του, στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, όπου τακτικότατα μεταλάμβανε των Άχραντων Μυστηρίων —το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Ή πολλή άσκηση και στέρηση του οργανισμού του, από τις απαραίτητες τροφές, επειδή ήταν φύσεως καχεκτικής και αδύνατης κράσεως, βοήθησε να πάθει αβιταμίνωση και καθίζηση των οστών από την έλλειψη ασβεστίου, είτε κατά παραχώρηση Θεού για δοκιμασία, πολύ αδυνάτισε και οι αδελφοί Δανιηλαίοι, παρέλαβαν αυτόν στο ησυχαστήριο τους, οπού τον φρόντιζαν να έχει όλα τα απαραίτητα. Αυτός ό ευλογημένος, πάτερ Γαβριήλ, αφού πρόθυμα δέχθηκε να συμμορφωθεί με όλη την πνευματική σειρά πού έχει καθιερώσει ή Αδελφότητα των Δανιηλαίων στην κοινοβιακή ζωή τους, ζήτησε επίμονα να του επιτρέψουν να μη καταλύσει ελαιον, επειδή σ' όλο το διάστημα, όπως είπαμε, με το γέροντα του Σεραφείμ, δεν είχε χαλάσει τη σειρά τους αυτή, δηλαδή να μη τρώνε ούτε το Πάσχα λάδι, και προ της επιμονής του, οι Πατέρες Δανιηλαίοι υπεχώρησαν στο θέμα αυτό της υπερβολικής εγκράτειας.

Στην κατάσταση αυτή έμεινε κλινήρης 22 ήμερες. 3 Νοεμβρίου ήταν ή εορτή ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου, μετ τα από τη θεία λειτουργία, πού τέλεσε, ό ιερομόναχος της συνοδείας των Δανιηλαίων Γρηγόριος και κοινώνησαν όλοι, ό νεώτερος πατήρ Δανιήλ είπε στον Άββα Γαβριήλ Καρουλιώτη, πού ήταν ασθενής:
«— Πάτερ Γαβριήλ, μετά πέντε ήμερες έχομε την εορτή των Αρχαγγέλων, πού είναι και ή ονομαστική σου εορτή, τότε θα κάνουμε λουκουμάδες και προς τιμή των Αρχαγγέλων θα πρέπει και συ πάτερ Γαβριήλ να κάμεις εξαίρεση και να καταλύσεις, δηλ. να φας έστω και δυο λουκουμάδες.
Ό Πάτερ Γαβριήλ, στον πατέρα Δανιήλ, με χαμόγελο στα χείλη είπε: «Πάτερ Δανιήλ, εσείς να φτιάξετε λουκουμάδες και προς δόξαν θεού και τιμή των Αρχαγγέλων να φάτε, άλλα εγώ δεν θα φάω μαζί σας, γιατί μέχρι τότε θα έχω φύγει άπ' εδώ!»

Ό Πατήρ Δανιήλ, δεν έδωκε τότε σημασία στα λόγια αυτά, διότι νόμισε πώς αστειεύεται ή ότι θέλει να επιστρέψει στο ησυχαστήριο του.
Μετά δυο μέρες βάρυνε πολύ ή κατάσταση της υγείας του Πατέρα Γαβριήλ και οι επισκέψεις μας στο κελλάκι του ήταν συχνότερες. Την τρίτη μέρα 6 Νοεμβρίου, ό νυν Γέροντας των Δανιηλαίων, Π. Μόδεστος, όταν σηκώθηκε από τον ύπνο, πριν από την Ακολουθία του Όρθρου να κάμει την ατομική του προσευχή —τον κανόνα—, έκανε τη σκέψη να δει πρώτα τον ασθενή αδελφό και μετά να κάμει την προσευχή του.

Όταν πήγε στο δωμάτιο του Π. Γαβριήλ, τον βρήκε να προσεύχεται, αλλά να είναι πολύ καταβεβλημένος, αμέσως έτρεξε στο δωμάτιο, του τότε Γέροντα Γερόντιου Μοναχού, προς τον όποιον είπε ότι ό Πάτερ Γαβριήλ δεν αισθάνεται καλά.

Ό Γέρων Γερόντιος με το Μοναχό Νήφωνα, πήγαν στο δωμάτιο του ασθενή. _ Αυτός με καλοσύνη τους δέχθηκε χαμογελαστός όπως συνήθιζε πάντα, αλλά έδειχνε όψη μελλοθάνατου. Τον ρώτησαν αν θέλει τίποτα, αν θέλει να κοινωνήσει, κι αυτός τους απήντησε ότι θέλει να κοινωνήσει, αν άρχισε ή θεία λειτουργία, εάν όμως δεν άρχισε ακόμη, τότε είπε, να μου φέρεται Αγιον Άρτο να κοινωνήσω. Αμέσως του φέρανε τα Άχραντα Μυστήρια και κοινώνησε με πολλή ευλάβεια όπως συνήθιζε πάντα να κοινωνεί με δάκρυα στα μάτια.

Ό Γέρων Γερόντιος είπε στον πατέρα Νήφωνα, κάθισε συ δω και πρόσεχε μήπως θελήσει τίποτα ό αδελφός, κι εμείς θ' αρχίσω με την Ακολουθία.

Ό Πάτερ Νήφων άμα είδε την κατάσταση του Π. Γαβριήλ πού βάραινε, για το ενδεχόμενο του θανάτου, άφησε για λίγο τον ασθενή και πήγε στην κουζίνα, κατέβασε το προζύμι και το έβαλε στο νερό, για να ζυμώσουν ψωμί την επαύριον πού θα χρειαζόταν να μοιράσουν στην κηδεία. αφού έβαλε το προζύμι στο νερό, γύρισε στον ασθενή, και κείνη την ώρα, πήγαινε στο δωμάτιο του ασθενή κι ό Πάτερ Δανιήλ, ό όποιος περισσότερο αϊτό τους άλλους φρόντιζε για τη δίαιτα του αδελφού, διότι σαν πιο επιτήδειος, έχει το διακόνημα του νοσοκόμου, στο μικρό κοινόβιο τους, γι' αυτό περιποιούνταν και τον ασθενή.

Τότε και οι δυο μαζί είδαν τον Άββα Γαβριήλ να βρίσκεται σε έκσταση —να είναι εκτός εαυτού— να έχει τα βλέμματα στραμμένα προς τα επάνω, στην οροφή του δωματίου και να λέγει: «Λουλούδια, πολλά λουλούδια, α! Τι ωραία πού είναι στον Παράδεισο! ό Παράδεισος αχ! είναι άξια ή ψυχή να απολαύσει αυτά τα ωραία αγαθά;!

Ό Γέρο - Νήφων κι ό Πάτερ Δανιήλ έμειναν κι αυτοί με την ανάσα κομμένη, άκουγαν αυτά και περίμεναν να συνέλθει, ό Π. Γαβριήλ, υστέρα από λίγο συνήλθε και έλαμπε από χαρά. Όταν τον ρώτησαν οι Πατέρες, Τι ήταν αυτά πού έλεγες Π. Γαβριήλ; Τι έβλεπες; Αυτός τους είπε: «— "Α! Δεν ήταν τίποτα πατέρες μου και αδελφοί μου, έκαμα αχ και έλεγα για τις πολλές μου αμαρτίες. Είμαι καλά και δε θέλω τίποτα. Έτσι τους είπε, γιατί δεν ήθελε να είναι κανείς εκεί την ώρα πού θα πέθαινε. Το θάνατο τον περίμενε με πολλή χαρά και λαχτάρα, όπως μου είπαν οι Πατέρες.

Τότε ό Πάτερ Νήφων πήγε για λίγο στην κουζίνα, επειδή ήταν μάγειρας και να φροντίσει για το προζύμι, κι ό Πατήρ Δανιήλ πήγε στην Ακολουθία του Όρθρου.

Δεν πέρασαν ούτε 10' λεπτά της ώρας κι αφού τακτοποίησε τα πράγματα εκεί, ό Π. Νήφων γύρισε και πάλι κοντά στον ασθενή, αλλά τη φορά αυτή βρήκε τον αββά Γαβριήλ να έχει τά χέρια σταυρωμένα στο στήθος το δεξί πάνω στο αριστερό, τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται, και να έχει παραδώσει το πνεύμα —τη μακαρία του ψυχή— στα χέρια του Πανάγαθου θεού, με την ειρήνη και γαλήνη απλωμένη στο πρόσωπο του. Ξεψύχησε και πέταξε σαν πουλάκι στους ουρανούς, την παραμονή των Αρχαγγέλων το σωτήριο έτος 1963.
Τον υπεδέχθηκαν στα ουράνια Σκηνώματα οι άγιοι Άγγελοι και οι Όσιοι αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.


 

ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Τη Σκήτη αυτή, όπως θα δούμε στη συνέχεια του βιβλίου τούτου, συνέστησαν αναχωρητές της πολύ -παλιάς Σκήτης του Αγίου Βασιλείου, πού την καταγωγή είχαν από την πατρίδα του την Καισαρεία.
Τελευταία, όταν μέναμε στα Κελλιά της Κερασιάς, γνωρίσαμε στα ησυχαστήρια αυτά, των Καρουλιών, Κατουνακίων και Αγίου Βασιλείου, Πατέρες με αγωνιστικό πνεύμα, εγκρατείς, ταπεινούς, ασκητικότατους με τέλεια αυταπάρνηση και προσήλωση στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατερικών συγγραμμάτων και κύριο μέλημα της ζωής τους ήταν, πώς να καθαρίσουν το περιβόλι της καρδίας τους, από τους πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς, και όταν με τη βοήθεια του Θεού κατόρθωναν να απαλλαγούν από τις ανθρώπινες αδυναμίες και κουτοπονηριές, τότε πολλοί εξ αυτών προχωρούσαν στην πνευματική προκοπή και πρόοδο, στη νοερή προσευχή, από την οποία έφθαναν σε ανώτερα μέτρα αρετής και θείου φωτισμού.

ΕΦΡΑΙΜ Ο ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ - ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

Και τώρα στη πνευματική μας πορεία, στο επάνω μέρος των Κατουνακίων γνωρίσαμε ενάρετους ησυχαστές και ερημίτες, όπως τον ταπεινό Μοναχό Εφραίμ τον ταλαίπωρο. Αυτός ό ευλογημένος κατάγοντονταν από τα χωριά της Θεσσαλίας και ήρθε μεγάλος στην Καλογερική, αλλά είχε καλλιεργημένη χριστιανική συνείδηση και πολύ καλή προαίρεση, διότι έτρεχε στα Μοναστήρια, κι ότι ελεημοσύνες και βοηθήματα του δίνανε, παξιμάδι, ρύζι, ζάχαρη και κηπουρικά είδη, πήγαινε και τροφοδοτούσε όλους τους άλλους ερημίτες, πού ήταν άρρωστοι ή γεροντάκια και ανάπηροι, βοηθούσε πάντας αδιάκριτα, με πραγματική χριστιανική αδελφική αγάπη.

Ό Μοναχός αυτός συνήθιζε να ελεεινολογεί τον εαυτό του κι όταν τον ρωτούσαν, τι κάνεις πάτερ Εφραίμ, πώς πάει ή πνευματική προκοπή, σημειώνουμε πρόοδο ή μένουμε στάσιμοι στις εξετάσεις της Καλογερικής; Αυτός στερεότυπα απαντούσε, τι να κάνω ό ταλαίπωρος εγώ, μόνο αμαρτίες Πατέρες κάνω. Και επειδή έδινε πάντα την ίδια απάντηση, ό Γέροντας μου, ό οποίος τον αγαπούσε, όπως και κάθε αδελφό αγωνιζόμενο, για να σωθεί, μια μέρα για να τον δοκιμάσει, αν από πραγματική ταπείνωση το λέγει αυτό ή από απλή συνήθεια, όταν σε μια εορταστική εκδήλωση, μετά από τη θεία λειτουργία, ήταν όλοι οί Πατέρες, 30 περίπου Μοναχοί και παπάδες στο Αρχονταρίκι, για το τυπικό κέρασμα, στην είσοδο της αίθουσας αυτής, καθόταν ό Πάτερ Εφραίμ διστακτικός. Τότε ό Γέροντας μου του φώναξε εις επήκοον πάντων και είπε: «Έλα ταλαίπωρε και συ μέσα, τι κάθεσαι έξω από την πόρτα; Αυτός ό ευλογημένος μπήκε μέσα, αλλά είχε γίνει κατακόκκινος από ντροπή.

Την άλλη μέρα, ό Πάτερ Εφραίμ, ήρθε στο Κελί μας στην Κερασιά, όπου τακτικά μας επισκέπτονταν, διότι μας ήταν αγαπητός αδελφός, κι αυτός μας αγαπούσε και πολλές φορές συμβουλεύονταν το Γέροντα σε δύσκολα πνευματικά ζητήματα. Τότε ό Γέροντας μου ρώτησε τον πατέρα Εφραίμ:
— Αδελφέ, πώς σου φάνηκε χθες, πού σε φώναξα μπροστά σε όλους «ταλαίπωρε»; Εκείνος τότε απάντησε: «τι να σου ειπώ, σεβαστέ μου Γέροντα Ιωακείμ, αισθάνθηκα τόση ντροπή και προσβολή σαν με φώναξες έτσι και δάγκασα τη γλωσσά μου για να μη παραφερθώ και εκφραστώ άσχημα. Αν Γέροντα δε σε αγαπούσα και σεβόμουν, ασφαλώς θα σ' έβριζα. Και ό Γέροντας Ιωακείμ πρόσθεσε:
— Βλέπεις αδελφέ, πόσο εύκολα είναι κανείς να βρίζει και να εξευτελίζει τον εαυτό του μόνος του, άλλα πόσο δύσκολο και απαράδεκτο είναι να σε βρίζει και εξευτελίζει άλλος, γι' αυτό αγαπητέ μου, πάτερ Έφραίμ, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και να χαιρόμαστε όταν μας ταπεινώνουν οι άλλοι και μας βρίζουν, γιατί τότε έχομε μισθό όταν υπομείνουμε των άλλων τα εξευτελιστικά λόγια, αρκεί να μην ανταποκρίνονται αυτά στην πραγματικότητα και να μην είναι αλήθεια, τότε, αν τα υπομείνομε, για την αγάπη του Χριστού, θα έχομε μισθό αιώνιον, από τον μισθαποδότη Δεσπότη Χριστό, όπως μας λέγει ό ίδιος στους Μακαρισμούς «Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και ειπωσι παν πονηρον ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. Ε' 11).

Ό Πάτερ Εφραίμ, έφυγε από το Κελί, πολύ ευχαριστημένος για το μάθημα πού οδηγεί τον Μοναχό στη ταπείνωση, πού είναι ή βάση όλων των αρετών και από τότε έμεινε να αποκαλούν τον αδελφό αυτόν «Ταλαίπωρο», ό οποίος του λοιπού ευχαριστιόταν να το ακούει από όλους τους Μοναχούς.

Έτσι διακρίναμε τον πατέρα Εφραίμ «ταλαίπωρο», από τον άλλο επίσης αγαπητό μας, εν Χριστώ αδελφόν, Μοναχό Εφραίμ, του Γέροντα Ιωσήφ Φραγκίσκου από τον Άγιο Βασίλη, τον όποιο επειδή ήταν από την πολλή εγκράτεια αποξηραμένος και Ισχνός στη σάρκα, αλλά δυνατός και πνευματώδης στη ψυχή, τον αποκαλούσαμε Εφραίμ τον «Σύρο». Ήταν και οι δυο εξ ίσου καλοί και ενάρετοι και ερχόντουσαν τακτικά στο Κελί μας και τους προμηθεύαμε διάφορα κηπευτικά και φρούτα.

Καλοί Μοναχοί και ενάρετοι, στα ησυχαστήρια του Αγίου Βασιλείου, ήταν και ό Γέρο - Χερουβείμ, ό Γέρο - Ιωσήφ, ό Γέρο -παπα - Βαρθολομαίος με την ευλαβέστατη συνοδεία τους, όλοι αυτοί αγωνίζονταν για την ψυχική σωτηρία και με τη χάρι του Θεού έγιναν ζωντανά παραδείγματα αρετής και πνευματικής προκοπής, με σημαντικές προόδους στη νοερά προσευχή, και αφήκαν οι περισσότεροι διαδόχους πού ακόμη επιδίδονται στην καλλιέργεια της νοεράς καρδιακής προσευχής με το να λέγουν ακατάπαυστα την ιερά προσευχή, να ασκούνται στην θεοδώρητη ταπείνωση, υπακοή και κάθε είδους αρετή.

ΤΑ ΚΕΛΙΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΑΣΙΑΣ

Μετά από τον Άγιο Βασίλη βαδίζοντες την πορεία μας, φθάνουμε στα Κελιά και ησυχαστήρια της Κερασιάς. Εδώ βρίσκονται σε απόσταση το ένα από το άλλο εννέα (9) Κελιά, πού τα χωρίζουν οι περιοχές τους και τρεις ησυχαστικές Καλύβες.
Σ' ολόκληρο το Άγιο Όρος υπήρχαν και υπάρχουν Μοναχοί βιαστές και ενάρετοι με τέλεια αυταπάρνηση.

Ο ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΑΣΙΑ

Πριν από εκατό και πλέον χρόνια, στο Κελί «Άγιος Δημήτριος» στην Κερασιά έζησε ασκητικά ένας ονομαστός, για την αρετή του, Γέροντας με το όνομα «Χατζηγιώργης», του οποίου το κατά κόσμον όνομα ήταν Γαβριήλ.

Ό «Χατζηγιώργης» από νέος, αρχάριος ακόμη Γαβριήλ, έδειξε σημεία πώς θα γίνονταν μέγας στην αρετή, διότι όταν κάποτε, ό Γέροντας του Παπα - Νεόφυτος, τον χειμώνα με μεγάλη κακοκαιρία γύριζε από ταξίδι κι ανέβαινε από την Άγιάννα στην Κερασιά, για να πάει στα Καυσοκαλύβια όπου τότε μένανε.

Πριν να φτάσει στο ζυγό πού είναι ό σταυρός, ό Γέροντας του Χατζηγιώργη, από τα πολλά χιόνια, κουράστηκε κι απόκαμε, δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε βήμα ποδός.
Ό δόκιμος Γαβριήλ - Χατζηγιώργης, στην Καλύβα του «αγίου Γεωργίου» στα Καυσοκαλύβια, έκανε την κατά μονάς προσευχή του, τον λεγόμενον «Κανόνα» και κατά την Παράδοση, όταν ό Γέροντας βρίσκεται σε ταξίδι, όλοι οι υποτακτικοί του, προσεύχονται και γι' αυτόν.
Πάνω λοιπόν στη προσευχή του αυτή, άκουσε τη φωνή του Γέροντα του να του λέγει. «Καλογέρια μου σωστέ με πεθαίνω». Το χιόνι έξω είχε περάσει το μέτρο σε ύψος. Ό δόκιμος Γαβριήλ έτρεξε αμέσως στον παραδελφό του και του είπε για τη φωνή πού άκουσε. Αυτός δε, τον μάλωσε λέγοντας του: — Πήγαινε πλανεμένε να κάνεις τον Κανόνα σου, πού άκουσες τη φωνή του Γέροντα! Ό Γαβριήλ έκανε υπακοή στον μεγαλύτερο του και γύρισε στο δωμάτιο του να συνεχίσει την προσευχή του, αλλά ή φωνή του Γέροντα του ακούστηκε πάλι εντονότερα τώρα και κάπως επιτακτικά να λέγει: «— Παιδιά μου βρίσκομαι κοντά στο Σταυρό πού είναι στο ζυγό πριν από την Κερασιά και κινδυνεύω, βοηθήστε με».

Τότε και πάλι πήγε, ό Γαβριήλ, στο μεγαλύτερο του παραδελφό και του είπε, πώς και πάλι άκουσε το Γέροντα να του λέγει που βρίσκεται και πώς κινδυνεύει. Ό παραδελφός του και πάλι επέπληξε τον Γαβριήλ και του είπε: «Μα επί τέλους είσαι τόσο πλανεμένος, είναι δυνατόν να ακουστεί ή φωνή του Γέροντα από τόσο μακριά;» Τότε ό Γαβριήλ εξαναγκάστηκε να ειπεί στον παραδελφό του: «Πάτερ μου, κάμε το σταυρό σου, δώσε προσοχή και θα ακούσεις και συ τη φωνή».
Πράγματι, όταν έδωκε βάση και πίστη στα λόγια του αρχάριου Γαβριήλ, άκουσε κι αυτός τη φωνή του Γέροντα τους, πού ζητούσε βοήθεια. Αμέσως κατασκεύασαν πλεκτά πέδιλα από κλαδιά, είδους κύκλα, για να μη βουλιάζουν στο χιόνι, πού είχε περάσει στο ύψος το ένα μέτρο. Αναχώρησαν, πέρασαν στην Κερασιά, πήραν κι από κει ανθρώπους και κατευθύνθηκαν στο μέρος πού τους προσδιόριζε ή φωνή του Γέροντα τους, και απεγνωσμένα τους καλούσε να τον βοηθήσουν.
Όταν φτάσανε στο Σταυρό μετά από την Κερασιά, εκεί πού αρχίζει να κατηφορίζει για τη Σκήτη της Αγίας Αννης, λίγο μετά το Σταυρό, βρήκαν τον Γέροντα τους πεσμένο στο χιόνι, να είναι λιπόθυμος, από την πολλή κούραση, πού προσπαθούσε να βγει στον ανήφορο μέσα στο χιόνι.

Όλοι μαζί τον παρέλαβαν, τον μετέφεραν στην Κερασιά, όπου του παρασχέθηκαν οί πρώτες βοήθειες και έτσι με την προσευχή του Γαβριήλ, πού ήταν ακόμη αρχάριος, σώθηκε ό Γέροντας του Παπα - Νεόφυτος από βέβαιο θάνατο.

Ό Γαβριήλ, έγινε Μοναχός στην Καλύβα του «Άγιου Γεωργίου» στα Καυσοκαλύβια, όχι των Ίωσαφαιων, άλλα σ' άλλη Καλύβα, πού είναι ψηλότερα στα δεξιά όπως ανεβαίνουμε από τη θάλασσα. Εκεί πήρε το όνομα Γεώργιος, κι όταν μετά από χρόνια πήγε στα Ιεροσόλυμα κι έγινε προσκυνητής των Αγίων Τόπων, πήρε και το όνομα Χατζής - Γεώργιος κι έτσι έγινε «Χατζηγιώργης».

Ό Γέροντας του Χατζηγιώργη Παπα - Νεόφυτος, άφησε τον Χατζηγιώργη διάδοχο του στην Καλύβα αυτή, διότι αυτός έφυγε κι εγκαταστάθηκε στις Καρυές στο Σιμωνοπετρίτικο Κελί «"Άγιος Νικόλαος». Ό Χατζηγιώργης έμεινε κι αυτός μερικά χρόνια σ' αυτή την Καλύβα, άλλ' επειδή μαζεύτηκε πολλή συνοδεία κοντά, για τη φήμη της αρετής του, και δεν τους χωρούσε ή Καλύβα, έφυγε με τη συνοδεία του κι αγόρασε από τη Λαύρα το Κελί «Άγιος Δημήτριος» και «"Άγιος Μήνας» στην Κερασιά.

Στο Κελί αυτό, μαζεύτηκαν περισσότεροι από 20 μοναχοί. "Έτσι στο μικρό αυτό χώρο του Κελιού αυτού, με στενότητα και πολλές στερήσεις ζούσαν με ,αυταπάρνηση και τυφλή υπακοή, για την αγάπη του Κυρίου, οί μοναχοί αυτοί. Λάδι ή αρτυμένη τροφή δεν τρώγανε ούτε το Πάσχα. Μερικές ξεροελιές τρώγανε κι αυτές μόνο σε Δεσποτικές, θεομητορικές ή εορταζόμενου Αγίου μνήμη, πού ή εκκλησία όριζε κατάλυση. Το Πάσχα για το έθιμο βάφανε πατάτες κόκκινες, αντί για αυγά.

όταν κανείς από τους αδελφούς κρυολογούσε ή παρουσίαζε ό,τιδήποτε ανωμαλία στην υγεία του, τον βάνανε στο φούρνο, πού ήταν ζεστός, μετά από το ψήσιμο του ψωμιού και γίνονταν καλά. Αν κανείς από την αδελφότητα παρουσίαζε βαρείας μορφής ασθένεια, τον τοποθετούσε στην εκκλησία, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, του Αγίου Δημητρίου ή του Αγίου Μηνά νηστικό. Όλη ή αδελφότητα έκανε γι' αυτόν προσευχή και αγρυπνία, και σε 24 ώρες ή θα γινόταν καλά ό ασθενής και θα σηκωνόταν μόνος του, ή θα του έπαιρνε την ψυχή ό Κύριος στα ουράνια Αυτού σκηνώματα και θα τον σήκωναν τέσσερις...

Όλοι οι αδελφοί είχαν τέλεια πίστη και αφοσίωση στο Γέροντα, στην Πρόνοια του Θεού και την πρεσβεία της Κυρίας Θεοτόκου και άειπαρθένου Μαρίας.

Κάποτε λένε, πώς μεταξύ της συνοδείας, βρέθηκε ένας αδελφός αδύνατος στο λογισμό και επειδή δεν υπέφερε την παντελή στέρηση του ελαιόλαδου, πήγαινε κρυφά στην εκκλησία και με μια καλαμιά ρουφούσε το λάδι από τα κανδήλια και έτσι τα καντήλια σβήνανε πριν την ώρα τους.

Και επειδή ό καντηλανάφτης πήγαινε κάθε λίγο στο Γέροντα και ζητούσε λάδι για τα καντήλια, ό Χατζηγιώργης, ρώτησε πώς τόσο σύντομα σώνεται το λάδι από τα καντήλια; Και γιατί αυτά τις περισσότερες φορές τα βρίσκω σβηστά, τι συμβαίνει; Ό καντηλανάφτης είπε: «Ίσως Γέροντα να το πίνουν τα ποντίκια». Αυτό έδωσε αφορμή να παρακολουθήσει ό Γέροντας και να πιάσει το δράστη, τον όποιον και αυστηρά τιμώρησε. Ό δράστης φαίνεται να είχε και συνενόχους, γιατί όταν έγινε γνωστό πώς τιμωρήθηκε ό τάδε αδελφός, τότε όλοι οι άλλοι έκαμαν γραπτή αναφορά στο Γέροντα «Χατζηγιώργη» για να επιτρέψει τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα να βάζουν στο φαγητό λάδι.

Μεταξύ της αδελφότητας γεννήθηκε θέμα, ποιος θα υπογράψει την αναφορά. Επειδή υπήρχε φόβος, για κείνων πού θα υπέγραφε, να αποβληθεί και να διωχθεί ακόμη από την αδελφότητα.
Τότε, ένας από τους Μοναχούς του Χατζηγιώργη, πού ήταν πρώτα γραμματέας του ηγεμόνα της Ούγγροβλαχίας Κούζα, σοφιστικέ κι έφτιαξε την αναφορά σε σχήμα κύκλου, την οποία υπέγραψαν Όλοι γύρω - γύρω κι έτσι δεν υπήρχε πρώτος ούτε τελευταίος.

Ό Χατζηγιώργης, όταν πήρε στα χέρια του την αναφορά αύτη, για πολλή ώρα την περιεργάστηκε και επειδή δεν βρήκε άκρη ποιόν να τιμωρήσει, εξαναγκάστηκε να υποχωρήσει και καθιέρωσε του λοιπού κάθε Σάββατο - Κυριάκο να χρησιμοποιούν λίγο λάδι στο φαγητό και τίποτε άλλο πέραν αυτού.

Ό Χατζηγιώργης ήταν Καραμαλλής την καταγωγή από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, άλλ' επειδή στη συνοδεία του είχε ξένους μοναχούς, Ρώσους κ.λπ., και συνεργάζονταν μαζί τους, τον κατηγόρησαν για ξένη προπαγάνδα και εξαναγκάστηκε να φύγει από την Κερασιά και πήγε στην περιοχή της Ιεράς Μονής του Αγίου Γρηγορίου, οπού άνωθεν της Μονής έκτισε περικαλέστατη εκκλησία, έπ' ονόματι του αγίου Πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονου Στεφάνου, με αρκετά ευρύχωρο ησυχαστήριο για τη συνοδεία του, πού από τη μεγάλη φήμη της ενάρετης ζωής και πολιτείας, του Χατζηγιώργη, είχαν μαζευτεί πολλοί Ρώσοι κυρίως, οί όποιοι έκαμαν και παραθαλάσσιο σπίτι — άρσανά— για να μεταφέρουν εύκολα τα τρόφιμα τους αγαθά στο βουνό που είχαν κτίσει το ησυχαστήριο του αγίου Στεφάνου.

Οί Πατέρες της Μονής Γρηγορίου, όταν είδαν την τόσο μεγάλη αυτή κίνηση του Χατζηγιώργη, φοβηθέντες μήπως μαζευτεί πολύ ξένο στοιχείο (ήταν ή περίοδος πού γίνονταν αθρόα προσέλευσης στο Αγιον Όρος πολλών Ρώσων κυρίως, άλλα και άλλων λαών ορθοδόξων και μη) στη συνοδεία του, εξεδίωξαν, τον Χατζηγιώργη με τη συνοδεία του από τα όρια της Μονής, και κατάστρεψαν όλα τα κτίρια πού είχε φτιάξει αυτός με ρωσικά χρήματα, εκ θεμελίων, ώστε σήμερα να μην υπάρχει ίχνος αυτών.

Έτσι έφυγε κι άπ' Εκεί ό Χατζηγιώργης. Ή συνοδεία του σκορπίστηκε σε πέντε διάφορα Κελλιά των Καρυών, στον Άγιο Νικόλαο, στον όποιον για λόγους ασφαλείας, μετέφεραν την αρχαία και θαυματουργή εικόνα του Άγιου Μηνά, την οποία φυλάσσει μέχρι σήμερα ή Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας στο αντιπροσωπεία της στις Καρυές. Άλλοι μαθητές του Χατζηγιώργη πήραν το Κελί «Λιαστρή», άλλοι το λεγόμενο του «Χατζούδα», άλλοι πήγαν στην Κουτλουμουσιανή Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και τελικά ό ίδιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη στον "Άγιο Στέφανο, οπού με τη βοήθεια Ρώσων, έκτισε μεγάλο Μοναστήρι, στο όποιο και τον
τον κατέλυσε.

Στην Πόλη επισκέφθηκε τον Χατζηγιώργη ένας από τους διαδόχους του, πού είχε μείνει στην Κερασιά, ό Γέρο - Συμεών, στον όποιον έδωκε για οικονομική ενίσχυση 500 λίρες χρυσές, για να διορθώσουν και διατηρήσουν το ερειπωμένο Κελί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μήνα.
Αυτά όλα πού αναφέραμε για τον Χατζηγιώργη, έχομε από Παράδοση των διαδόχων του Χατζηγιώργη, το Γέρο - Βικέντιο και τους εκείνου διαδόχους Γέρο - Νέστορα, Μάξιμο και Βικέντιο τον β', τους οποίους προφθάσαμε και επί πολλά έτη ζήσαμε σαν γείτονες στην Κερασιά.

Τον Γέρο - Νέστορα και Μάξιμο, οι όποιοι μετά το θάνατο του Γέρο - Συμεών και Γέροντα Βικέντιου, μετοίκησαν στην Σκήτη της Αγίας Αννης, διεδέχθη στο Χατζηγιωργίτικο Κελί, «Άγιος Δημήτριος και Άγιος Μήνας», ό εξ Αρτης καταγόμενος ιερομόναχος και πνευματικός έξομολόγος Χρυσόστομος, επίσης αυστηρός, προερχόμενος από το Κάθισμα των «Αρχαγγέλων» της Λαύρας
 
 

ΡΩΣΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ

ΡΩΣΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ


Κατά διήγηση, του αείμνηστου Γέροντα Καλλίνικου από τα Κατουνάκια, στους Γεροντάδες μας, το σωτήριο έτος 1912 - 13 μια νύχτα παρουσιάστηκε στο Γέροντα Καλλίνικο, ό Ρώσος Ιερομόναχος Σεραπίων, από το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, ο οποίος χρόνια συνέχιζε να συμβουλεύεται το Γέροντα Καλλίνικο και να παρακολουθεί μαθήματα της νοερας προσευχής, άλλα τη βραδιά εκείνη, παρακάλεσε το Γέροντα, να του δώσει την άδεια και ευλογία, να φύγει από το Μοναστήρι και να επιδοθεί κατά μονάς, μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του, στη νοερά προσευχή.

Ό Γέροντας Καλλίνικος, στην αρχή είπε στο Ρώσο Ιερομόναχο, πώς αυτό πού θέλει να κάνει είναι επικίνδυνο, δηλαδή να απομονωθεί από κάθε ανθρώπινη επικοινωνία και συμπαράσταση, και πώς τα άκρα, είναι δίκοπο μαχαίρι, διότι ό εχθρός και πολέμιος του ανθρώπινου γένους Σατανάς, θα τον πολεμήσει πολύ σκληρά, γι' αυτό, καλά θα έκανε να μην απομακρυνθεί πολύ από τους ανθρώπους και «εν Χριστώ» αδελφούς και να παραμείνει στη μετάνοια του, στο Μοναστήρι.

Στην επιμονή και θερμή παράκληση του Ρώσου ιερομόναχου, υπεχώρησε ό Γέρο - Καλλίνικος και συγκατατέθηκε, να πάει μεν στην έρημο, αλλά να τον επισκέπτεται συχνά, για να τον παρακολουθεί' μη τυχόν παραπλανηθεί ή μπλεχτεί σε καμιά πλεκτάνη του δόλιου Δαίμονα, πού με πολλή μανία πολεμεί τους εργάτες της νοερας προσευχής.
Ο παπα - Σεραπίων, από την φλόγα της προς Θεόν αγάπης και την επιθυμία της καρδίας του από την επίμονη κλίση του Αγίου Πνεύματος, πού ακατάπαυστα του έλεγε: «Υιέ δός μου σήν καρδίαν», αλλά και από την πρώτη εντολή του δεκάλογου, πού λέγει: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου» (Λουκ. Γ 27), εφοδιασμένος με την ευχή και ευλογία του καθοδηγητού του, Γέροντα Καλλίνικου, τέλεσε τη θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του αγίου Γεράσιμου, κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και αναχώρησε προς την έρημο του Άθωνα. Ό Γέρων Καλλίνικος, δεν έπαυσε μέρα - νύχτα να προσεύχεται στον αρχηγό και τελειωτή κάθε κάλου και της αρετής, Κύριο ημών 'Ιησούν Χριστόν, για τη θεία βοήθεια και σκέπη του αδελφού και μαθητού του Παπα - Σεραπίωνα, πού βγήκε να παλέψει με το Σατανά, στήθος με στήθος στη μοναξιά και στην έρημο.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Είχαν περάσει, από τη βραδιά εκείνη, δώδεκα ολόκληρα χρόνια, κι ό Πάτερ Σεραπίων δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Μια βραδιά, όπως είπε ό Γέρο - Καλλίνικος, μετά το μεσονύκτιο, άκουσε να κτυπούν την πόρτα του ησυχαστηρίου του. Στην ερώτηση ποιος είναι; "Άκουσε γνωστή φωνή, αλλά πολύ αδύνατη, να του λέγει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ίησοΰ Χριστέ ό Θεός ελέησον ημάς», ό Γέρων είπε το «Αμήν» άλλ' επανέλαβε την ερώτηση, ποιος είσαι και τι θέλεις τέτοια ώρα; Τότε άκουσε τη φωνή να του λέγει: «Γέροντα, είμαι ό δούλος του Θεού και μαθητής σας Παπα - Σεραπίων».
Ό Γέρο - Καλλίνικος φοβούμενος την πλάνη του Σατανά, του είπε να αποστηθίσει το Σύμβολο της Πίστεως «Το Πιστεύω» και κείνος με δάκρυα είπε το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» και το «Εις Άγιος, Εις Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός και Πνεύματος Αγίου Αμήν».
Τότε ό Γέρο - Καλλίνικος άνοιξε την πόρτα, αγκάλιασε τον αδελφό Παπα - Σεραπίωνα, ό όποιος, από την άκρα ασιτία και εξαντλητική άσκηση, ήταν σκελετωμένος, ισχνόφωνος και με φωνή παλλόμενη από τη συγκίνηση, ρώτησε:
— Που ήσουν αδελφέ τόσα χρόνια, και γιατί δε φάνηκες να σε ιδώ; Πίστεψε με σε είχα για χαμένο. Που έμενες μέχρι τώρα; Τι έτρωγες τόσον καιρό;
Ό Πάτερ Σεραπίων, στο Γέρο - Καλλίνικο είπε: «— Πάτερ άγιε από τότε πού μου έδωσες την ευχή σου, πήγα πάνω στην κορυφή του Άθωνα και κει έμεινα τρεις μέρες και τρεις νύχτες. 'Αλλά μη μπορώντας να βαστήξω το πολύ κρύο της νύχτας, κατέβηκα στην «Παναγία» εκεί έμεινα λίγο και πιο κάτω βρήκα μια σπηλιά στην οποία μέχρι σήμερα εμένα
Ό Γέρο - Καλλίνικος και πάλι ρώτησε τον Παπα - Σεραπίωνα: «— Καλά αδελφέ, εγώ ξέρω πώς σ' αυτά τα μέρη βόσκουν πάνω από 500 τραγιά της Λαύρας και γυρίζουν πάντα δύο και περισσότεροι βοσκοί, αυτοί, πώς δε σε είδαν; Δε σε ενοχλούσαν; Δεν περνούσαν άπ' εκεί;»

ΠΡΟΕΙΔΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

Ό Ρώσος ασκητής σ' αυτά απάντησε:
«— Γέροντα, όταν πήγα, δοκίμασα να μείνω στην «Παναγία» άλλ' επειδή περνούσαν άπ' εκεί πολλοί προσκυνητές και μ' ενοχλούσαν, ανακάλυψα μια σπηλιά πιο κάτω, μπροστά από την οποία κάθε μέρα περνούσαν τα τραγιά και οί βοσκοί της Λαύρας, αλλά στο στόμιο της σπηλιάς που εμένα, κρέμασα το ράσο μου κι έτσι με τη σκέπη του Θεού, σ' όλο αυτό το διάστημα δεν με είδε κανείς ποτέ.
Έβγαινα από τη σπηλιά, μάζευα κάστανα, διάφορα χόρτα, βλασταράκια, βαλάνια και καμιά φορά έβγανα ρίζες και βολβούς. Αυτά όλα αποτελούσαν την τροφή μου. Νερό έπινα από το σπιτάκι πού είναι το πηγάδι στην «Παναγία». Εκείνο πού με ευχαριστούσε και με γέμιζε χαρά μέρα - νύχτα ήταν ή αδιάκοπη προσευχή, αυτό μου έδινε πολλή και ανείπωτη ευφροσύνη, κάθε επιθυμία ξένη προς την προσευχή δεν μπορούσε να σταθεί, γιατί δεν άφηνα ούτε στιγμή το μυαλό μου να σκεφθεί τίποτε άλλο εκτός από την προσευχή, πού με ανέβαζε σε θειες θεωρίες και βλέποντας τα μυστήρια του Θεού δεν ήθελα τίποτε άλλο. Όταν μπαίνει, Γέροντα, εκείνο το Θείο φως μέσα στην καρδιά, τη θερμαίνει και τη φωτίζει και τόση γλύκα και χαρά αισθάνεσαι, πού δεν έρχεται ούτε χωράει άλλη επιθυμία, αλλά τι λέγω, ξεχάστηκα, συγχώρεσε με, Γέροντα μου, πού σου λέω τέτοια πράγματα, συ είσαι ό Δάσκαλος μου, κι αυτά τα πράγματα τα γνώρισες πολύ πριν από μένα. Ό Γερο - Καλλίνικος, σαν άκουσε αυτά, θαύμασε και συγκινημένος είπε στον Ρώσο: «— Πέσε μου Πάτερ κι άλλα τέτοια, διότι σε αξίωσε ό Θεός να δεις και να γνωρίσεις κείνα, πού πολλοί πεθύμησαν και δεν είδαν!» Κα! τότε είπε ό Π. Σεραπίων: «— Ένα μόνον πεθύμησα, Πάτερ άγιε, τη θεία Κοινωνία, θέλω να μεταλάβω το Σώμα και Αίμα του Δεσπότη Χριστού και γι' αυτό ήρθα να πάρω τη θεία Κοινωνία κα! την άγια ευχή και ευλογία Σας, γιατί ό καιρός της εμή αναλύσεως πλησίασε και δε θέλω να φύγω από τον κόσμο τούτο χωρίς τα θεία αυτά κα! ψυχοσωτήρια εφόδια».
Όταν είπε αυτά, ό Ρώσος ασκητής, την ίδια ήμερα τελέσαμε τη θεία λειτουργία και κοινώνησε τα Άχραντα και πανάγια μυστήρια, φάγαμε λίγο παξιμάδι με λάχανα και αναχώρησε πάλι, για την αγαπημένη του έρημο. Αυτή ήταν και ή τελευταία φορά πού τον είδαμε, διότι φαίνεται τον πήρε ό Κύριος και αγαπημένος Νυμφίος Δεσπότης Χριστός, στη βασιλεία των ουρανών, να χαίρεται αιώνια με το Θεό και όλους τους Αγίους Του.

ΟΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ

Δεν πέρασε πολύς καιρός, ίσως δύο ή τρία χρόνια, μετά την εμφάνιση του Ρώσου Ασκητή και ό Γέρο - Καλλίνικος έπεσε βαριά άρρωστος στο κρεβάτι. Ήταν μήνας Ιούλιος πού κυκλοφόρησε ή είδηση αυτή και οι Πατέρες γνωστοί και άγνωστοι, έτρεξαν να επισκεφθούν τον ασθενή και να πάρουν την ευχή του.
Από την ίδια ασθένεια είχε προσβληθεί και ό μακαρίτης Γέροντας του Παπα - Δανιήλ, με τη διαφορά πώς εκείνου ή ασθένεια βάστηξε δέκα πέντε ήμερες, ενώ του Γέροντα Καλλίνικου, επειδή ή κράσης του ήταν πολύ γερή, βάστηξε περίπου σαράντα ήμερες και έτσι μια ήμερα μετά την εορτή της του Χριστού «Μεταμορφώσεως», ό Γέρο - Καλλίνικος έκλεισε για πάντα τα μάτια του σώματος και με ολάνοιχτα μάτια της ψυχής, αφού είδε επί της γης το «άκτιστο θαβώριο Φως» του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, κατηξιώθη να βλέπει εις αιώνας αιώνων και το Τρισήλιον Σέλας της Υπερούσιου και Τρισυπόστατου Θεότητας, του Πατρός και του Υιού και του Παναγίου Πνεύματος, του Ενός και μόνου Θεού και Ποιητού των Όλων, στις επτά (7) Αυγούστου του 1930.

Λίγες ώρες πριν να κοιμηθεί για πάντα, για πληροφορία της αιωνίας ζωής και μακαριότητας και των αιωνίων αγαθών «α ητοίμασεν ό Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», ό Μακάριος Γέρων, Καλλίνικος είδε σε θεία οπτασία τους Αγιορείτες Όσιους να τον περιμένουν λαμπαδοφορούντες και έλαμψε το πρόσωπο του από χαρά και φώναξε τον υποτακτικό του, προς τον όποιον είπε:
— «Αδελφέ Δανιήλ, πήγαινε με τον παραδελφό σου Χριστόδουλο, να ετοιμάσετε την εκκλησία, γιατί ήρθαν οι Όσιοι αγιορείτες Πατέρες, να με παραλάβουν, επειδή σ' όλη μου τη ζωή τους παρακαλούσα να συμπαρασταθούν τούτη την ώρα και ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου, που συγκατέβη να ακούσει τη φωνή της δεήσεώς μου και να στείλει τους αγίους Πατέρες. Κα! έτσι παρέδωκε την τελευταία του πνοή, με τα λόγια τούτα στο στόμα: «Σε ευχαριστώ Θεέ μου, διότι αν και δεν έκανα τίποτε το αξιόλογο σ' όλη μου τη ζωή, για να σε ευχαριστήσω, άλλα πεθαίνω Θεέ μου χριστιανός ορθόδοξος».

Το θάνατο του Όσίου τούτου πατρός πένθησαν όλοι οι αγιορείτες Πατέρες, διότι όσοι τουλάχιστον ευτύχησαν να τον γνωρίσουν είχαν και μετά θάνατο, τα αθάνατα λόγια του και τις συμβουλές παντοτινή παρηγοριά, και πνευματικό στήριγμα.



 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα βιβλία ποὺ ἔχουν γραφτεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι τὸ βιβλίο ἀνωνύμου* πολιστῆ τοῦ Ἄθωνα, ὁ ὁποῖος γνώρισε ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἢ μεταφέρει ἀπὸ στόματα ἀπολύτως ἀξιοπίστων καὶ ἐναρέτων μοναχῶν τὴν σοφία καὶ τὴν ἁγία βιοτὴ ἑκατοντάδων ἁγίων μοναχῶν τοῦ Ἄθωνα.
Ὁ συγγραφέας τοῦ ἐξαιρετικοῦ – ἀπὸ κάθε ἀπόψη αὐτοῦ βιβλίου – ὅπως μὲ σαφήνεια ὁμολογεῖ στὸν βαθύτατα θεολογικό του πρόλογο ἀλλὰ καὶ στὸ Ε΄τμῆμα τοῦ βιβλίου –ποὺ διαδραματίζει τὸ ρόλο ἐπιλόγου– δὲν εἶναι ἁγιολογικὸς ἀλλὰ ποιμαντικός. Θέλει μὲ τὴν καταγραφὴ τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων καὶ τῆς σοφίας ἁγίων Γερόντων νὰ μεταδώσει τὸ μήνυμα ὅτι οἱ νέοι μοναχοὶ ἔχουν ἴσως μεγάλη μόρφωση καὶ ἀγάπη στὸν Θεό, ἀλλὰ ὑστεροῦν στὰ ἀσκητικὰ παλαίσματα, σὲ σύγκριση μὲ τοὺς παλιοὺς ἀγωνιστὲς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν πραγματικοὶ βιαστὲς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς προβάλλει πρὸς μίμηση στοὺς νέους μοναχοὺς ποὺ ἀγωνίζονται μὲ τόσο πόθο στὸν Ἄθωνα.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν κατατοπιστικὸ καὶ βαθιὰ θεολογικό του πρόλογο τὸ βιβλίο χωρίζεται στὶς ἀκόλουθες ἑνότητες:
1.) Συναξάρια ἁγίων ἀσκητῶν τοῦ Ἄθωνα.
2.) Περιστατικὰ ποὺ δείχνουν τὸν πνευματικὸ ἀγώνα καὶ τὰ ἀσκητικὰ παλαίσματα Ἀθωνιτῶν πατέρων.
3.) Ἀποφθέγματα ἑκατοντάδων ἁγιασμένων ἀσκητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
4.) Ρήσεις καὶ διηγήσεις τοῦ Γέροντος Παισίου.
5.) Ἐπίμετρο μὲ ἀναφορὰ στὸ πνεῦμα τῶν παλαιῶν πατέρων.
Τὸ βιβλίο γράφτηκε μὲ πολλὴ προσοχή, διάκριση, καὶ φόβο Θεοῦ γιὰ νὰ κατηχήσει ὀρθόδοξα. Ὄχι γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει μὲ τὴν καταγραφὴ ὑπερβολῶν γιὰ “θαύματα” ποὺ ὁρισμένοι ἀρέσκονται νὰ ἀποδίδουν σὲ ἐνάρετους ἀνθρώπους. Αὐτὸ τὸ κάνουν εἴτε ἀπὸ “ἀδιάκριτη” εὐσέβεια –ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος– εἴτε ἀπὸ καθαρὴ θεομπαιξία, γιὰ νὰ καρπωθοῦν οἱ διηγητὲς τῶν ὑποτιθέμενων “θαυμάτων” σεβασμὸ καὶ ἀξία πρὸς ἴδιον ὄφελος.
Νὰ σημειώσουμε ἐπίσης ὅτι τὸ βιβλίο τοῦ ἀνώνυμου αὐτοῦ πολιστῆ τοῦ Ἀθωνα εἶναι σημαντικὸ ὄχι μόνον γι’ αὐτὰ ποὺ καταγράφει ὡς καρποὺς γνήσιου μοναχικοῦ πολιτεύματος, ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὰ ποὺ παραλείπει νὰ καταγράψει ὡς εὔγλωττη ex silentio ἀπόρριψη ὅσων μὴ γνησίων καταστάσεων ἐπιδιώκουν μὲ μεθόδους –ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ μοναχικὸ φρόνημα– νὰ ἐπιβληθοῦν ὡς δῆθεν ἅγιες μορφὲς τοῦ Ἀθωνιτικοῦ Μοναχισμοῦ.
* Σημ. : Τὸ βιβλίο ἐξεδόθη «ἀνωνύμως», ὁ συγγραφεύς του ὅμως εἶναι λίαν γνωστὸς Ἁγιορείτης γέρων.

(από την  βιβλιοκρισία  του κ. Τελεβάντου Παναγιώτη)

Έτος έκδοσης : 2011

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ

Αυτο ειναι το Αγιον Ορος

Στο Άγιον Όρος, η κάθε σπιθαμή του εδάφους είναι ευλογημένη,  γιατί είναι το περιβόλι της Παναγίας. Αλλά πέρα απ' αυτό, οι ασκητικοί ιδρώτες, τα κατανυκτικά δάκρυα και οι ταπεινές προσευχές των πατέρων, μέσα από μια αδιάλειπτη πορεία 11 και πλέον αιώνων, έχουν ευλογήσει το κάθε χιλιοστό της τραχειάς αθωνικής γης.

Τόπος αντιθέσεων. Ηρεμία, γαλήνη από τη μια. Εγρήγορση και προσευχή από την άλλη. Μέσα στο ευσεβές αυτό περιβάλλον καταλαβαίνεις το αληθινό νόημα της ζωής και της αθανασίας.
Όλα γύρω σου είναι τόσο απλοϊκά και φτωχικά μα συνάμα τόσο πλούσια και εντυπωσιακά. Η κεντρική πύλη, το καθολικό, τα κελάκια των μοναχών, η τράπεζα, το οστεοφυλάκιο, τα εργαστήρια, όλα κάτω από τη σκέπη της Θείας Προστασίας και της αγάπης της Παναγίας μας.
Και οι μοναχοί. Ψυχές ευγενικές, αρχοντικές, απλές αληθινές, ήρεμες, διακριτικές. Έχει τη δύναμη ο μοναχός - δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια - ν' αποφορτίζει, να ξεκουράζει, να προσφέρει ανιδιοτελώς αγάπη. Η οργή, ο θυμός, η κακία, η αλαζονεία, είναι άγνωστα συναισθήματα στον άγιο τούτο τόπο.
Ο καθένας, που θέλει να επισκεφθεί το μοναδικό στον παγκόσμιο χάρτη μέρος, είτε σαν περίεργος περιηγητής είτε σαν ευλαβής προσκυνητής, αφήνει πίσω του την "Πόλη τ' Ουρανού" και μπαίνει σε άλλους ρυθμούς. Ξάφνου μπροστά του ο γραφικός αρσανάς της Μονής Ζωγράφου. Της Κωσταμονίτου στη   συνέχεια. Η Δοχειαρείου με τη Γοργοεπήκοο. Κτίσμα βυζαντινό, κομψό, εντυπωσιακό. Η Ξενοφώντος με το τεράστιο καθολικό. Πιο πέρα το Ρώσικο με τους επτά θόλους του. Ψηλά δεσπόζει η Ξηροποτάμου. Μετά, η Δάφνη, το επίνειο της μοναστικής πολιτείας. Εκεί πατάς για πρώτη φορά το πόδι σου στο Άγιον Όρος! Δάκρυα στα μάτια, σφίξιμο στην κοιλιά!
Αλλάζεις καραβάκι και συνεχίζεις. Να η Σιμωνόπετρα. Το ύψος της αναστάσιμο! Μοναδικό αρχιτεκτόνημα. Περνάς από τη Μονή Γρηγορίου με την εκλεκτή αδελφότητα και παραπλέεις τα μοναστήρια του Διονυσίου, του Αγ. Παύλου, τη Νέα Σκήτη και την Αγία Άννα.
Μετά ... Έρημος! Η έρημος όμως του όρους είναι κατοικημένη. Καρούλια, Καυσοκαλύβια.. Οι πλαγιές είναι όρθιες, κατακόρυφες, αυλακωμένες από φαράγγια. Μονοπάτια απόκρημνα σε οδηγούν σε σπηλιές και καταφύγια, πραγματικές αετοφωλιές, έρμαια των καιρικών συνθηκών. Σηκώνοντας τα μάτια ψηλά  βλέπεις τη μυτερή ιερή κορφή του Άθωνα να σουβλίζει τον ουρανό, να θέλει να πλησιάσει τον Ζωοποιό Θεό.
Περνώντας τον κάβο του Ακροθώου, φαντάζει μπροστά σου η Λαύρα. Εδώ νιώθεις πως ο ιδρυτής του αθωνικού μοναχισμού, ο Άγιος Αθανάσιος, γεμάτος αγάπη παντού περιφέρεται! Συνεχίζοντας βλέπεις ψηλά την Καρακάλλου, πιο κάτω ο Μυλοπόταμος, Μονή Ιβήρων στη συνέχεια. Την Πύλη της δεν τη  φυλάει πορτάρης, μα η χάρη της, η Πορταΐτισσα. Έπειτα η κουτλουμουσιανή Καλιάγρα και αμέσως μετά η Σταυρονικήτα με τον Άγιο Νικόλαο το Στρειδά. Ακολουθούν η Παντοκράτορος με την Παναγιά Γερόντισσα, η Κολιτσού, η μεγίστη Μονή Βατοπεδίου και τέλος η Εσφιγμένου.
Το ταξίδι, η επαφή με το Θείο κάπου εδώ τελειώνουν. Απλά και ταπεινά, κοιτάς ψηλά, κάνεις την προσευχή να σ' αξιώσει η Χάρη Της, να επισκεφθείς πάλι αυτά τα Άγια Χώματα!
Δοξα σοι ο Θεος
η ελπις ημων
Δοξα σοι

ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΝΕΟΗΣΥΧΑΣΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΝΕΟΗΣΥΧΑΣΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ


1Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου

Μετά την αναγέννηση τού 18ου αιώνος, με τη δράση του νεοησυχαστικού κινήματος τών λεγομένων Κολλυβάδων, και πρωτεργάτες τους οσίους Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (+1794), ο οποίος ως άλλος Γρηγόριος Σιναΐτης (+1346) εργάζεται μεταφραστικά και Ιεραποστολικά σε όλα τα Βαλκάνια- Νικόδημο τον Αγιορείτη (+1809), τον σοφό διδάσκαλο και νέο Γρηγόριο Παλαμά (+1359)· Μακάριο Νοταρά και πρώην Κορίνθου (+1805), τον άλλο Ιερό Φώτιο (+899)· και Αθανάσιο Πάριο (+1813), τον ακαταμάχητο υπερασπιστή των ορθών δογμάτων, ως άλλο άγιο Μάρκο τον Ευγενικό (+1445), έχουμε μία χορεία ενάρετων φίλων της νοεράς προσευχής. 


alt

Με πρώτους τους εξόριστους Ιεροπρεπείς Κολλυβάδες πού εργάσθηκαν πλούσια σε νησιά του Αιγαίου και άλλους τόπους και μετέφεραν σε πολλά λαϊκά στρώματα την ευωδία του αθωνικού αρώματος, πού λέγεται νοερά άθληση, νοερά προσευχή, ευχή του Ιησού, δηλαδή ή επανάληψη του ονόματος· Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, και με μερικές μικρές παραλλαγές. Παρακάτω θα δούμε μερικούς Αγιορείτες νεοησυχαστές πατέρες.

altΤο 1851 συγγράφεται ή «Νηπτική θεωρία» περιέχουσα «λόγους είκοσιν Ανωνύμου τινός αγιορείτου Απελπισμένου επικληθέντος, εν οις ακριβώς, άφ’ ών διά της πείρας έμαθε και έπαθε, τον τρόπον της ενάρξεως και οδηγίαν της προοδεύσεως και απλανή τελείωσιν τής ατελούς νοεράς εργασίας, τής, παρά των θεσπέσιων Οσίων Πατέρων άνωθεν παραδομένης, καλούμενης νοεράς προσευχής, ίνα εκ προχείρου έχωσιν οι ποθούντες εισελθείν εις τον ιερόν αγώνα ταύτης της συντόμως (δι΄ αγώνων) εισαγούσης εν τη επουρανίω Χρίστου του Θεού Βασιλεία». Με τον απλό αλλά γλαφυρό τρόπο του, ο αφιλόδοξος, ταπεινός, ανώνυμος συγγραφέας -μερικοί τον ταυτίζουν με τον διάσημο ησυχαστή παπα Χαρίτωνα τον ερημίτη (+1906)- θέλει να βοηθήσει τους εργάτες της προσευχής και λέγει πώς θα προετοιμασθούν γι΄ αυτή: «Η παντοτινή νηστεία, η άμετρος κακοπάθεια και ταλαιπωρία του σώματος, η υπερβολική ταπείνωσις». Ο ταπεινός, συνεχίζει να λέει και να επιμένει, «έχει την καρδίαν του τεταπεινωμένην και συντετριμμένην από την βίαν της ευχής, ευθύς οπού ήθελεν εμβή μέσα εις την εκκλησίαν, πάραυτα τον αρπάζει και τον περικυκλώνει μία αληθινή και ζωηρά ευλάβεια εις τον Θεόν και εις τα θεία- και τόσον τον περικυκλώνει η θεϊκή ευλάβεια, ώστε οπού και αυτός ο ίδιος καταλαμβάνει την ενέργειάν της, διότι του φαίνεται πλέον και είναι πεπεισμένος ότι στέκεται όχι εις την επίγειον ταύτην εκκλησίαν, αλλά του φαίνεται από την χαράν του ότι στέκεται εις την άνω Ιερουσαλήμ».

Ο ιερομόναχος Αρσένιος ο Πνευματικός (+1846) ήταν από τη Ρωσία κι έζησε μία εικοσιπενταετία με αυστηρότατη άσκηση σε κελλιά της μονής Ιβήρων και αλλού. Τετάρτη και Παρασκευή είχε τέλεια ασιτία και τις υπόλοιπες ήμερες μονοφαγία και για πολλά έτη το φαγητό του ήταν αλάδωτο. Ο νυκτερινός ύπνος του ήταν πολύ ολιγόωρος και κοιμόταν καθιστός. Ασκούσε επιμελημένα τη νοερά προσευχή. Οι θείες λειτουργίες του ήταν πάντα ένδακρεις. Αγαπούσε να μιλά, αν ποτέ μιλούσε, μόνο για την προσευχή. Προτιμούσε να δίνει παρά να παίρνει. Υπέφερε πραγματικά όταν τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Τον ίδιο τρόπο ζωής και ασκήσεως είχε και ο υποτακτικός του Νικόλαος (+1840). Οι μαθητές του δεν άντεχαν τη μεγάλη του φτώχεια. Το μόνο πού επέμενε ήταν η τήρηση του κανόνος της προσευχής, η συνεχής μνήμη του Θεού, η επίκληση του αγίου ονόματος του. Η κοίμηση του ήταν οσιακή.

Ο Γέροντας Ιωάννης (+1843) ήταν κι αυτός Ρώσος στην καταγωγή. Μαθήτεψε για ένα διάστημα στον διάσημο στάρετς όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ στη μονή Νεάμτς της Μολδαβίας, πού είχε περίπου χίλιους μοναχούς. Ο στάρετς δεχόταν όσους υπέμεναν τις στερήσεις μαζί του, μόνο και μόνο για ν΄ αυξάνονται τα στόματα πού θα υμνούσαν προσευχόμενα τον Θεό. Κύριο έργο του στάρετς, καθώς λέγει ο Γέροντας Ιωάννης, ήταν η διδασκαλία της καθαρότητος της καρδιάς και του νου, διά της αδιάλειπτου ευχής του Ιησού. Ο Ιωάννης έκοψε το δάκτυλο του, για να μη τον χειροτονήσουν και χάσει την ηρεμία της αγαπημένης του προσευχής. Έζησε επί έτη στην αθωνική έρημο εργοχειρώντας και προσευχόμενος. Να πώς περιγράφει την κατάσταση του ο ίδιος: «Την καρδιά μου επλημμύρισε ανέκφραστη χαρά και η προσευχή άρχισε να ενεργεί μόνη της. Τόσο με γλύκανε, πού δεν με άφηνε να κοιμηθώ. Κοιμόμουν μία ώρα καθημερινώς και μάλιστα καθιστός- και πάλι σηκωνόμουν, σαν μη μου χρειαζόταν ο ύπνος- «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» … Γεννήθηκαν μέσα μου ανέκφραστη αγάπη και δάκρυα- αν θέλω, μπορώ να κλαίω ασταμάτητα … Συχνά το βράδυ σηκώνομαι να διαβάσω το ψαλτήρι, λέγω την προσευχή του Ιησού και πέφτω σε έκστασι. Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι- είμαι στο σώμα η εκτός του σώματος δεν ξεύρω· μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Όταν συνέρχομαι ήδη χαράζει».

Ο Γέροντας Δανιήλ (+1879) έζησε σ’ ερημικά μέρη του Αγίου Όρους με Γέροντα σκληρό και δύσκολο και με πολλές στερήσεις, στον οποίο έκανε άκρα υπακοή. Στους ελάχιστους επισκέπτες του, μετά την τελευτή του Γέροντα του, έλεγε: «Μόνον ελπίζω στο έλεος του Θεού και στις προσευχές του Γέροντα. Με τί άλλο θα μπορούσα να δικαιωθώ;». Αυτό έλεγε συχνά: «Ζητώ μόνον το έλεος του Θεού και σ’ αυτό αποκλειστικώς ελπίζω». “Οσοι επέμεναν να τον συμβουλεύονται τους έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται σε δυσκολία, στρέφεται με δάκρυα στον Θεό κι εκείνος τον παρηγορεί…». Άλλοτε έλεγε: «Όποιος δοκίμασε τους καρπούς της ησυχίας μπορεί να μείνη στην αυτοσυγκέντρωσι και στην προσευχή περισσότερο από τρεις ήμερες…»

Ο ιερομόναχος Ευστράτιος ο Τραπεζούντιος οκταετής προσήλθε να μονάσει στη μονή Σουμελά του Πόντου. Μετά εικοσαετή εκεί παραμονή κι αφού χειροτονήθηκε ιερέας και επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα ήλθε στο Άγιον Όρος στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Το τυπικό του ήταν: τρεις χιλιάδες μετάνοιες κάθε νύχτα και η ευχή αδιάλειπτη. Το τυπικό του αυτό ήταν ισόβιο. Η σπηλιά πού ζούσε έμοιαζε με τάφο, σκοτεινή και κλειστή, για να επιμηκύνει τη νύχτα και να καλλιεργεί την προσευχή. Κοιμόταν μία ώρα την ήμερα, σχεδόν όρθιος. Λειτουργούσε καθημερινά. Νήστευε συνέχεια. Σ’ ένα των μαθητών του, πού ζούσαν πλησίον του, αλλά σε άλλον τόπο, πριν τον θάνατο του είπε, πώς του δόθηκε τέτοια προσευχή, ώστε και κατά την ώρα του ύπνου η καρδιά του προσεύχεται. Ο Γέροντας προσευχόταν καθιστός η όρθιος, έκλινε την κεφαλή λίγο προς το στήθος και πρόφερε σιγά, με κατάνυξη και προσοχή την ευχή, προσηλώνοντας το νου στα λόγια της ευχής και συγκρατώντας την αναπνοή, ώστε αυτή να εναρμονίζεται με την κίνηση του νου. Τον κοσμούσε και το διορατικό χάρισμα. Προσευχόμενος είχε κι ένα μεγάλο μανδήλι, για τα πολλά και θερμά του δάκρυα και βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής ανυψώσεως.

Ένας σπουδαίος εργάτης της νοεράς προσευχής υπήρξε ο Γέροντας Βαρνάβας Αγιοβασιλειάτης (+1905). Οι αγρυπνίες του ήταν συχνές και ολονύκτιες και μόνο με το κομποσχοίνι. Ακόμα μεγαλύτερος βιαστής ήταν ο Γέροντας του Ναθαναήλ. Σε συμβουλές του προς μοναχό ησυχάζοντα κατά μόνας, μεταξύ άλλων σπουδαίων, γράφει: «Όταν ενεργήσει η ευχή, έρχονται τα δάκρυα, η χαρά, η κίνησις και ο ανακαινισμός της καρδίας. Αλλά μη τα έχης διά τίποτε, ούτε να τα καταφρονής, αλλά με απλότητα λέγε «Κύριε Ιησού Χριστέ…» καθότι φωτισμός είναι ο Θεός … Όταν δε κάθησαι εις την ευχήν και ο νους σου φεύγει και δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, σήκω από το κάθισμα σου και μη λυπηθής πώς δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, αλλά μάλιστα να είσαι χαρούμενος. Εάν πάλιν το πονηρόν πνεύμα σε δέση και δεν δύνασαι να κάμης διόλου ευχήν, κάμε άλλην πνευματικήν εργασίαν, και εάν δεν δύνασαι κάμε σωματικήν υπηρεσίαν, και να έχης προσοχήν εις τον εαυτόν σου και να μη συγχύζεσαι ποτέ, πάντοτε χαρούμενος να είσαι και όχι λυπημένος, διότι όλοι οι άγιοι με την πραότητα εβάδισαν. Διάβαζε και εξακολούθησον καθώς σε είπον και θέλει περνά η ημέρα σου χωρίς να την καταλαμβάνης…».

Μεγάλος αγωνιστής υπήρξε και ο Γέροντας του γνωστού παπα Σάββα του Πνευματικού του Μικραγιαννανίτη (+1908) Γέρων Ιλαρίων ο Γκουρτζής (+1864), πού από μικρός ήταν ασκητής στην πατρίδα του την Γεωργία. Στο Άγιον Όρος έζησε στις μονές Ιβήρων και Διονυσίου και στην έρημο. Πολλές σπηλιές έγιναν κατοικία του. Πότιζε τα βράχια με δάκρυα και τηρούσε ακριβή σιωπή. Είχε πολλές δαιμονικές επιθέσεις, οι όποιες όμως τον άφησαν απτόητο. Η προσευχή του θαυματουργούσε. Οι μακρές νηστείες του τον άφηναν ημιθανή. Αγαπούσε πολύ την ησυχία και την αδιάλειπτη προσευχή και με την ευλογία του Πνευματικού, για ένα μεγάλο διάστημα διετέλεσε έγκλειστος. Στα γεράματα του χρησιμοποιούσε αλυσίδες ως κρεμαστήρες για τις πολύωρες αγρυπνίες του. Οι επιθανάτιοι λόγοι του ήταν: «Δόξα τω Θεώ! Ήθελα μαρτυρικό θάνατο, αλλά ο Κύριος δεν με αξίωσε. Μου έστειλε όμως ασθένεια, πού μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από μαρτύριο, αν την υπομείνω με καρτερία και πίστη στο θείο θέλημα». Μετά την εκταφή του τα οστά του ευωδίασαν.

Πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος» Τεύχος 24, σελ. 57-71
Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους
Άγιον Όρος, 1999.
Photograph by Zbigniew Kosc