Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Πῶς νά ἑνωθοῦν ἡ «ἐκκλησία» τοῦ Παπισμοῦ καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων; Πῶς νά θεωρεῖ ἡ μία τήν ἄλλη «ἀδελφή»;



Α[9]    Παπισμός καταδικάζεται ἐπειδή βλασφημεῖ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ παπικές πλάνες καταδικάσθηκαν ὑπό τῶν ἑξῆς Ὀρθοδόξων Συνόδων:
1)     Ὑπό τῆς Η΄ Οἰκουμενικῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Μέ τόν Ὅρο της ἡ Σύνοδος αὐτή καθαιρεῖ καί ἀναθεματίζει τούς νοθευτές τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως οἱ ὁποῖοι παρενέβαλαν αὐθαίρετα τήν προσθήκη τοῦ Filioque. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ πάπα(ἦταν  Ὀρθόδοξος ἀκόμη τότε) , οἱ ὁποῖοι ἀπεδέχθησαν καί προσυπέγραψαν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἀνεφώνησαν «οὕτω φρονοῦμεν, ἐν ταύτῃ τῆ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως ἐβαπτίσθημεν» . Ὁ πάπας ἀπεδέχθη τήν Σύνοδο καί ἔγινε ἔτσι τό σχίσμα τοῦ 867μ. Χ.
Ἡ Η΄ Οἰκουμενική καταδίκασε ἐπίσης τήν ἀπαίτηση τοῦ πάπα( ὄχι πλέον τοῦ Ὀρθοδόξου)  γιά πρωτεῖο  ἐξουσίας ἐφ’ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ὅπου γῆς.
2)     Ὑπό τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1054 μ.Χ. ἐπί Μιχαήλ Κηρουλαρίου .
3)     Ὑπό τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδων τοῦ 1341(Θ΄ Οἰκουμενική) , τοῦ 1347, τοῦ 1351 καί τοῦ 1368 , οἱ ὁποῖες ἐπικύρωσαν τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἡσυχαστῶν καί καταδίκασαν τίς φραγκολατινικές πλάνες τῶν Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, Γρηγορίου Ἀκινδύνου, Νικηφόρου Γρηγορᾶ.
4)     Ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στήν ἀπάντησή τους πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους τό 1716 και τό 1725.  
5)     Ὑπό τῆς Συνόδου τῆς Κων/πόλεως δι’Ἐγκυκλίου τό 1722. 
6)     Ὑπό τῆς Συνόδου τῆς Κων/πόλεως δι Ὁμολογίας Πίστεως τό 1727.  
7)     Ὑπό τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τό 1755.
8)     Ὑπό τῆς Συνόδου τῆς Κων/πόλεως δι’ἐγκυκλίου τό 1838 στήν ὁποία ὁ παπισμός χαρακτηρίζεται ὡς «ἑωσφορική πλάνη».
9)     Ὑπό τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τό 1848.
10)   Ὑπό τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1895.
11)   Ὑπό τοῦ Πανορθοδόξου Συνεδρίου στή Μόσχα τό 1948.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στό δίτομο ἔργο του «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος» λέει «Τίς ἤδη ἀγνοεῖ τούς λόγους τοῦ σχίσματος; Ἡ ἑνότης ἤδη διεσπάσθη ἐσωτερικῶς, ὁ ἠθικός δεσμός ἀπεκόπη, τό χάσμα ἠνέῳκται, καί τό ἀπόστημα ἔστηκε μέγα διαχωρίζον τήν Δυτικήν, ἤ μᾶλλον τήν Ρωμαϊκήν τῆς Ἀνατολικῆς ἤ μᾶλλον τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πάπαι ἀπέβησαν Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες ἡ δἐ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία, αὐτοκράτειρα ἐκκλησία, ἡ ἐκκλησία τῶν ἐκκλησιῶν καί ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, ἐπίσκοπος τῶν ἐπισκόπων ὅλου τοῦ κόσμου. Ἤδη ὁ πάπας ἐγένετο θεάνθρωπος διότι χειρίζεται θείῳ καί ἀνθρωπίνῳ δικαίῳ δύο ὑψίστας δυνάμεις τήν θείαν δύναμιν καί τήν ἀνθρωπίνην . Τίς ἀντιστήσεται πρός αὐτους; Τίς δύναται νά ἀτενίσῃ πρός τό ὕψος τό παπικόν; Τίς νά ἀντοφθαλμίσῃ πρός τήν μεγαλοπρέπειαν αὐτῶν; Ἡ Δύσις ἅπασα ἤδη προσπεσοῦσα προσεκύνησεν αὐτόν ἀλλ’ἡ Ἀνατολή δέν ὑποτάσσεται, ἡ Ἀνατολή ἐμμένει ἐν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας κανόσι…»
Σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ ἅγιος « Οἱ Πάπαι καί ἁμαρτάνουσι καί κολάζονται καί θά κολάζονται μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἴσως καί αἰωνίως διά τά πρός τήν Ἑλληνικήν Ἐκκλησίαν κακά καί τάς ψευδενώσεις καί τάς ἀσεβεῖς καί ἀντιχριστιανικάς διατάξεις».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος γιά τούς Λατίνους λέει: «ἐπειδή ὁ τύπος τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος τό ἀπαιτεῖ λέγομεν ὅτι τό τῶν Λατίνων βάπτισμα εἶναι ψευδώνυμον βάπτισμα καί διά τοῦτο , οὔτε κατά τόν λόγο τῆς ἀκριβείας εἶναι δεκτόν , οὔτε κατά τόν λόγον τῆς οἰκονομίας. Δέν εἶναι δεκτόν κατά τόν λόγον τῆς ἀκριβείας
α. διατί εἶναι αἱρετικοί. Ὅτι δέ οἱ Λατῖνοι εἶναι αἱρετικοί, δέν εἶναι καμμία χρεία ἐπί τοῦ παρόντος νά κάμωμεν καμμίαν ἀπόδειξιν. Αὐτό γάρ τοῦτο ὅπου τόσον μῖσος καί τόσην ἀποστροφήν ἔχομεν ἤδη τόσους αἰῶνας πρός αὐτούς εἶναι μία φανερά ἀπόδειξις ὅτι ὡς αἱρετικούς τούς βδελυττόμεθα ὅ,τι λογῆς δηλαδή καί τούς Ἀρειανούς ἤ Σαβελλιανούς ἤ πνευματομάχους Μακεδονιανούς
β. οἱ Λατῖνοι εἶναι ἀβάπτιστοι, διότι δέν φυλάττουσι τάς τρεῖς καταδύσεις εἰς τόν βαπτιζόμενον , καθώς ἄνωθεν ἡ  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων παρέλαβεν».

E[10]   Πῶς ὁ πάπας προσφωνεῖται ἐπίσκοπος Ρώμης ἀπό κάποιους Ὀρθοδόξους;

Α[10]   ἅγ. Νικόδημος ἀπαντᾶ ὅτι ὁ πάπας καί οἱ Λατῖνοι εἶναι ἀβάπτιστοι καί ἑπομένως ὄχι μόνο κάποια Ἐκκλησία δέν ἐκπροσωποῦν , ἀλλά πρέπει νά τούς βάλουμε στήν τάξη τῶν κατηχουμένων. …
Εἶναι δυνατόν χωρίς βάπτισμα νά ἔχουν ἱερωσύνη καί ἀποστολική διαδοχή καί νά ἀποτελοῦν «ἀδελφή Ἐκκλησία»;
Βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχουν μυστήρια γι’αὐτό κι’οἱ κληρικοί τῶν παπικῶν καί αὐτός ὁ πάπας , δέν ἔχουν ἱερωσύνη, δηλ. ἔχει διακοπεῖ σέ αὐτούς ἠ Ἀποστολική Διαδοχή. Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν εἶναι ἁπλῶς μιά σειρά χειροτονιῶν , ἀλλά συγχρόνως καί μετοχή στήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια.  Ὅταν μία Ἐκκλησία ἀποκόπτεται ἀπό τόν κορμό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας , λόγῳ δογματικῶν διαφορῶν , αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπολείπεται καί στό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μετέδιδαν τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης , ἀλλά ταυτόχρονα παρέδιδαν καί ὅλη τήν ἀποκαλυπτική παράδοση.
Ἡ Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Εἰρηναῖο ,ἐπίσκ. Λυῶνος, συνδέεται στενότατα μέ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Θεία Εὐχαριστία .Ὅταν χάνεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη τότε δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία οὔτε Θεία Εὐχαριστία. Ἕνας τέτοιος κληρικός καί κατά συνέπεια καί ὁ πάπας δέν εἶναι διάδοχος τῶν Ἀποστόλων οὔτε ἔχει ἀποστολική διδαχή. Ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δέν ὑφίσταται ἀποστολική παράδοση καί διαδοχή.
Ἐπειδή λοιπόν δέν ὑπάρχει ἱερωσύνη στούς Παπικούς γι’αὐτό καί δέν ὑπάρχουν μυστήρια καί ὄσα τελοῦνται δέν εἶναι ἁγιαστικά μυστήρια.

E[11]   Θ ἤθελα νά μού δώσετε τή βοήθειά σας σέ ἕνα πρόβλημα πού ἀντιμετωπίζω. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἐνῷ μέχρι πρίν ἀπό μερικά χρόνια ἐπέτρεπε (μοῦ τό εἶπε ἱερέας) σχετικά προσφάτως ἔχει ἀπαγορεύσει τόν γάμο ανδρογύνου πού ἔχουν παντρευτεῖ τά ἀδέλφια τους (ἐνῷ δέν ὑπάρχει καμμιά ἀπολύτως συγγένεια αἵματος !!!!);
Γιά νά γίνω πιό σαφής, ἔχω μιά σταθερή σοβαρή σχέση ἐδῶ καί τεσσερα χρόνια μέ τήν ἀδελφή τοῦ ἄνδρα τοῦ ἀδελφοῦ τῆς ἀδελφῆς μου (τό γνωρίζουν καί οἱ 2 οἰκογένειες).  Γνωρίζω ἀρκετά παραδείγματα παρομοίων σχέσεων πού στό παρελθόν κατέληξαν σέ γάμο. Μάλιστα ἔχω πληροφορηθεῖ ὅτι τό ἴδιο συνέβη μέ τόν πρώην πρόεδρο κο Στεφανόπουλο.
Γιατί προσφάτως ἄλλαξαν οἱ Κανόνες;  Ἄν δέν μπορέσουμε νά τά καταφέρουμε στην Ἑλλάδα, θά φύγουμε γιά νά παντρευτοῦμε στό ἐξωτερικό. Ὑπάρχει ὀρθόδοξη ἐκκλησία πού νά τό ἐπιτρέπει;
Περιμένω ἀνυπόμονα τήν ἀπάντησή σας.
Α[11]   γάμος ποὺ ζητεῖτε νὰ τελέσετε εἶναι σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κεκωλυμένος, ὀνομάζεται «ἄθεσμος» καὶ εἰδικότερα «ἀθέμιτος»[1], χαρακτηρίζεται μὲ τὸ γενικὸ ὀνομα τῆς «ἀκαθαρσίας»[2] καὶ τελικὰ δὲν ἀναγνωρίζεται ὡς γάμος: «Ἐάν τις πάθη ἀκαθαρσίας ποτὲ κρατηθεὶς πρὸς δυοῖν ἀδελφῶν ἀθεσμον κοινωνίαν, μήτε γάμον ἡγεῖσθαι τοῦτο »[3].  Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου: «ἄν τινας [κάποιος δηλαδή] λάβῃ δύω ἀδελφὰς, τὸ τοιοῦτον μηδὲ νὰ νομίζεται γάμος», [ἑπομένως κάθε ἄθεσμος γάμος, στοὺς ὁποίους συμπεριλαμβάνεται καὶ ὁ γάμος μεταξὺ ἀδελφῶν, σημείωση δική μας][4].
Σὲ περίπτωση ποὺ δύο Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ «τελέσουν» ἕναν τέτοιον γάμο ἀφορίζονται, τίθενται δηλαδὴ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας: «Ἐξωθείσθω μέχρι θανάτου»[5]· «ἐάν τις πάθη ἀκαθαρσίας ποτὲ κρατηθεὶς πρὸς δυοῖν ἀδελφῶν ἀθεσμον κοινωνίαν, μήτε γάμον ἡγεῖσθαι τοῦτο, μηθ’ ὅλως εἰς Ἐκκλησίας πλήρωμα παραδέχεσθαι»[6]. Μόνον ἐφ’ ὅσον λυθεῖ τὸ «παράνομον συνοικέσιον», ὕστερα ἀπὸ 7 ἔτη ἀκοινωνησίας[7], καὶ ἀφοῦ προγηθεῖ Ἱερὰ Ἐξομολόγησις, γίνονται δεκτοὶ στὴν Θεία Κοινωνία: «ὑπὸ τὸν τῆς ἑπταετίας πίπτειν Κανόνα, ἀφισταμένων αὐτῶν προδήλως τοῦ παρανόμου συνοικεσίου»[8]. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου: «οὗτοι πάντες νὰ χωρίζωνται πρῶτον ἀπὸ τὸ παράνομον αὐτὸ συνοικέσιον, καὶ ἔπειτα ἑπτὰ χρόνους νὰ κανονίζωνται»[9].
Ἡ συγγένεια, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης  διακρίνεται σὲ πέντε κατηγορίες, οἱ ὁποῖες εἶναι: ἡ τοῦ αἵματος, ἡ τῆς ἀγχιστείας, ἡ τῆς ἐκ τριῶν γενῶν, ἡ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τῆς υἱοθεσίας. Συγγένεια ἐξ ἀγχιστείας εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιον Νικόδημον «ὅταν δύω διαφορετικὰ γένη μὲ τὸ μέσον τοῦ γάμου καὶ τῆς ὑπανδρείας συνάπτωνται καὶ γίνωνται οἰκεῖοι.»[10] Ἑπομένως, δὲν ὑπάρχει μόνο τὸ κώλυμα τῆς ἐξ αἵματος συγγένειας γιὰ νὰ μὴν τελεσθῇ ἕνας γάμος, ποὺ ἐπικαλεῖσθε ὡς ἐπιχείρημα γιὰ τὸ ἐπιτρεπτὸν τοῦ γάμου μεταξὺ ἀδελφῶν. Ἐξ ἄλλου δὲν ὑπάρχουν μόνο ὡς κωλύματα γάμου αὐτὰ, ποὺ ἀφοροῦν στὴ συγγένεια (μὲ ὅλες της τὶς διακρίσεις), ἀλλὰ καὶ ἄλλα, ὅπως λ.χ. ἡ ἀπαγόρευσις ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας τελέσεως γάμων μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν ἢ ἀλλοθρήσκων (τὸ κώλυμα τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἑτεροθρησκείας) καὶ ἄλλα.
Ἡ αἰτία τῆς ἀπαγορεύσεως ἑνὸς τέτοιου γάμου εἶναι ὅτι σὲ αὐτὸν ὑπάρχει τὸ κώλυμα τῆς ἀγχιστείας («οἰονεὶ ἂγχιστείας»), δηλαδὴ ὅτι ἐσεῖς καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς σας, ἔχετε μεταξύ σας συγγένεια τετάρτου βαθμοῦ ἐξ ἀγχιστείας, μέσῳ τοῦ γάμου τῆς ἀδελφής σας καὶ τοῦ ἀδελφοῦ τῆς γυναὶκας, μὲ τὴν ὁποίαν θέλετε νὰ συνάψετε γάμον. Στὸν τέταρτο βαθμὸ συγγενείας καταλήγουμε ὡς ἑξῆς σύμφωνα, μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο: «ὅταν, θετέον [ὑποθετικά] ἡ ἀδελφὴ τῆς γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ μου, ἤτοι [δηλαδή] τῆς νύμφης μου, θεωρεῖται μὲ ἐμένα τὸν ἀνδράδελφο τῆς ἀδελφῆς της, τότε δὲν εἶναι β΄. βαθμοῦ πρὸς ἐμένα, οὔτε ἀδελφή μου λογίζεται, ἐπειδὴ δὲν ἔγινεν ὁ ἀδελφός μου μία σάρκα μὲ ἐκείνην, ἀλλὰ εἶναι βαθμοῦ δ΄.· ὡς χωρισμένον γὰρ τότε τὸ ἀνδρόγυνον θεωρεῖται, καὶ ὁ μὲν ἄνδρας καὶ ἀδελφός μου συναριθμεῖται μὲ ἐμένα τὸν ἀδελφό του ὡς δύο ἀδέλφια, καὶ δύω βαθμοί, ἡ δὲ γυνή του καὶ νύμφη μου, συναριθμεῖται μὲ τὴν ἀδελφήν της, ὡς ἄλλα δύω ἀδέλφια, καὶ ἄλλοι δύω βαθμοί.»[11] Ἑπομένως στὴν δική σας περίπτωση ὑπάρχει συγγένεια «οίονεὶ»[12] ἀγχιστείας 4ου βαθμοῦ, διότι μεταξὺ ἐσὰς, τῆς ἀδελφῆς τοῦ ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς σας, τοῦ ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς σας, καὶ τῆς ἀδελφῆς σας, μεσολαβοῦν 4 γεννήσεις: Μία ἡ δική σας, μία τῆς ἀδελφῆς σας, μία τοῦ ἄνδρα τῆς, καὶ μία τῆς ἀδελφῆς του.  Ὅ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἶναι πολὺ εὐθὺς σὲ ὅ, τι ἀφορᾷ τὴν  συγκεκριμένη περίπτωση:
«Δύω ἀδελφοὶ δὲν παίρνουν δύω ἀδελφάς, ἐπειδὴ εἶναι δ΄. βαθμοῦ, καὶ τὰ γένη συγχέουσι.»[13]
Ἡ σύγχηση τῶν γενῶν καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν (θεῖος, ἀνεψιός, γαμβρός, νύμφη, ἀδελφός, ἀδελφή κ. λπ.) εἶναι γενικὴ ἀρχὴ κατὰ τὸν ἴδιο Μεγάλον Πατέρα, ἡ ὁποία κωλύει ἕναν γάμο: «ὅπου τὰ γένη καὶ τὰ ὀνόματα τῶν γενῶν συγχέονται, ἐκεῖ ὁ γάμος εἶναι ἀθέμιτος καὶ παράνομος.»[14]  Ἡ γενικὴ αὐτὴ ἀρχὴ τῆς ἀθεμιτογαμίας συνάγεται, μεταξὺ ἄλλων ἀπὸ τὸν 87ο Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος σὲ κάποιον, ποὺ ζητᾷ νὰ πάρῃ τὴν ἀδελφὴ τῆς ἀποθανοῦσης γυναικός του, ἑρωτᾷ: «Ἐκ ποίας συγγενείας τοὺς γεννηθέντας προσαγορεύσουσι [= θὰ τοῦς ὀνομάσουν]; ἀδελφοὺς αὐτοὺς ἀλλήλων, ἢ ἀνεψιοὺς προσεροῦσιν; ἀμφότερα γὰρ αὐτοῖς προσαρμόσει διὰ τὴν σύγχυσιν;»[15] Ἰδοὺ καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: «Τὰ γὰρ ἐξ αὐτῶν γεννηθέντα παιδία πῶς θέλουν ὀνομάσει οἱ τὸ τοιοῦτον συνοικέσιον πράττοντες; ἀδέλφια ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, ὡς ἀπὸ ἕνα πατέρα γεγεννημένα; ἢ ἀνέψια, ἤτοι ἐξαδέλφια … [ἀκολουθεῖ ὑποσημείωση] Ὅρα (δές) δὲ, ὅτι ὅποιον συνοικέσιον συγχέει τὰ ὀνόματα, εἶναι παράνομον καὶ ἄθεσμον κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, καὶ ἀκολούθως δὲν γίνεται, καὶ ἔχε τοῦτο διὰ καθολικὸν ἀξίωμα καὶ Κανόνα εἰς πάντα τὰ συνοικέσια ἐξ ἀγχιστείας.»[16]
Ἡ ἀπαγόρευση τῶν ἀθέσμων γάμων, τὸ τιμωρητέον ἀλλὰ καὶ τὸ ἄκυρον αὐτῶν αὐτῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτοὶ τελεσθοῦν, συνάγεται ἀπὸ πολλοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Ὁ 19ος Ἀποστολικός τοὺς θέτει ὡς κώλυμα ἱερωσύνης, ὁ 3ος τῆς  Ἕκτης προστάζει τὴν διάλυση τῶν ἀθέσμων γάμων τῶν ἱερέων καὶ τοὺς ὑποβάλλει σὲ ἐπιτίμια, ὁ 2ος Κανὼν τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ συνόδου θέτει ἰσόβιον ἀφορισμὸν σὲ αὐτὸν, ποὺ θὰ τελέσει ἕναν τέτοιο γάμο, μέχρι, ὕστερα ἀπὸ τὴν μετάνοιά του, νὰ τὸν διαλύσει· τὸ ἴδιο (ἰσόβιος ἀφορισμός) προστάζει καὶ ο 23ος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ 27ος τοῦ ἰδίου (Μεγάλου Βασιλείου) καθαιρεῖ τὸν ἱερέα ποὺ ἔκανε ἀθέμιτο γάμο, ὁ 76ος τοῦ αὐτοῦ θέτει ἐπιτίμιον 11 ἐτῶν ἀκοινωνησίας γιὰ αὐτὸν ποὺ θὰ πάρει τὴν νύμφη του, ὁ 78ος τοῦ αὐτοῦ 7 χρόνια ἐπιτίμιον γιὰ αὐτὸν ποὺ θὰ πάρει διαδοχικὰ δύο ἀδελφές, ὁ 11ος τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας ἀπαγορεύει σὲ ἱερέα νὰ τελέσει ἕναν τέτοιο γάμο, ἂν τοῦ ζητηθεῖ, ἀπειλώντάς τον μὲ καθαίρεση, ὁ 5ος τοῦ Ἁγίου Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας καθαιρεῖ τὸν διάκονο, ἀλλὰ καὶ κάθε Κληρικὸ, ποὺ διατηρεῖ παράνομο συνοικέσιο μετὰ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ὁ 13ος τοῦ αὐτοῦ προτείνει νὰ δεχθοῦν πρώην ἀφορισμένο λόγῳ ἀθέσμου γάμου ὡς κατηχούμενο, ἐφ’ ὅσον δείχνει εἰλικρινὴ μετάνοια.

Μέγας Βασίλειος στὸν 68ο Κανόνα του ἀπαγορεύει κάθε γάμο ἀθέμιτον:
 «Ἡ τῆς ἀπειρημένης συγγενείας εἰς γάμον ἀνθρώπων σύστασις, εἰ φωραθείη, ὡς ἐν ἁμαρτήμασιν ἀνθρώπων γινομένη, τὰ τῶν μοιχῶν ἐπιτίμια δέξεται»[17]. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: «Γενικὼς ὁ Κανὼν οὗτος ἐπιτιμᾷ κάθε γάμον ὁποῦ γένῃ εἰς συγγενὲς πρόσωπον, ἐμποδισμένον ὑπὸ τοῦ νόμου, μὲ τὸ ἐπιτίμιον τῶν μοιχῶν, χωριζομένου δηλονότι τοῦ τοιούτου γάμου πρότερον, καὶ οὕτως ἐπιτιμωμένου. …»[18].

54ος Κανὼν τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου συμπεριλαμβάνων κατὰ τὸ πνεῦμα ὅλους τοὺς παραπάνω Κανόνες καὶ ἔχοντας ὡς κυρία βάσιν τὸν 87ον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, διατυπώνει τὰ ἑξῆς:
«Τῆς θείας ἡμᾶς οὕτω σαφῶς ἐκδιδασκούσης Γραφῆς, οὐκ εἰσελεύσῃ πρὸς πάνταν οἰκεῖον σαρκός σου ἀποκαλύψαι ἀσχημοσύνην αὐτοῦ, ὁ Θεοφόρος Βασίλειος τινὰς τῶν ἀπηγορευμένων γάμων ἐν τοῖς οἰκείοις Κανόσιν ἀπηριθμήσατο, σιωπῇ τὰ πλεῖστα παραδραμὼν, καὶ κατ’ ἀμφότερα κατασκευάσας ἡμῖν τὸ ὠφέλιμον. Τὸ γὰρ τῶν αἰσχρῶν ὀνομασιῶν πλῆθος παραιτησάμενος, ὡς ἂν μὴ τὸν λόγον κατάῤῥυπαίνει τοῖς ῥήμασι, γενικοῖς ὀνόμασι τὰς ἀκαθαρσίας διέλαβε, δι’ ὧν περιεκτικῶς ἡμῖν τοὺς παρανόμους γάμους ὑπέδειξεν. Ἐπειδὴ δὲ τῇ τοιαύτῃ σιωπῇ, καὶ τῷ ἀδιαγνώστῳ τῆς τῶν ἀθέσμων γάμων ἀπαγορεύσεως ἑαυτὴν ἡ φύσις συνέχεε· συνείδομεν γυμνότερον τὰ περὶ τούτου ἐκθέσθαι, ὁρίζοντες ἀπὸ τοῦ νῦν, τὸν τῇ οἰκείᾳ ἐξαδέλφῃ πρὸς γάμου κοινωνίαν συναπτόμενον, ἢ πατέρα, καὶ υἱὸν μητρὶ, καὶ θυγατρί· ἢ δύο κόραις ἀδελφαῖς, πατέρα καὶ υἱὸν, ἢ ἀδελφαῖς δυσὶ, μητέρα καὶ θυγατέρα, ἢ ἀδελφοὺς δύο, δυσὶν ἀδελφαῖς ὑπὸ τὸν ἑπταετίας πίπτειν Κανόνα, ἀφισταμένων αὐτῶν προδήλως τοῦ παρανόμου συνοικεσίου.»[19].
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: «Ἐπειδὴ ἡ Θεία Γραφὴ φανερὼς μᾶς διδάσκει, λέγουσα, ὦ ἄνθρωπε, δὲν θέλεις λάβει εἰς γάμου κοινωνίαν κᾀνένα σαρκικὸν συγγενῆ σου, τοῦτο δὲ τὸ ῥητὸν ἀναφέρων ὁ μέγας Βασίλειος τῷ πζ΄. αὐτοῦ Κανόνι, μερικοὺς μὲν γάμους ἐμποδισμένους εἰς τοὺς Κανόνας του ἀπηρίθμησεν (…) σιωπήσας τοὺς περισσοτέρους, ὡς ὄντας αἰσχρούς· ἵνα μὴ μὲ τὰ τούτων ὀνόματα μολύνῃ τὸν λόγον, περιεκτικῶς δὲ μὲ τὸ τῆς ἀκαθαρσίας γενικὸν ὄνομα πάντας τοὺς παρανόμους γάμους ἀμυδρῶς ἐφανέρωσε (τοῦτο δὲ ὁποῦ λέγει ἡ Σύνοδος, ὅτι εἶπεν ὁ Βασίλειος, ὁ Βασίλ. τὸ λέγει, πῶς τὸ εἶπεν ἡ θεία Γραφή, δηλαδὴ ὁ Θεῖος Παῦλος, εἰπὼν· ‘Πορνεὶα δὲ καὶ ἀκαθαρσία, μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καὶ τὰ ἑξῆς’)· ἐκ δὲ τῆς σιωπῆς ταύτης ἡ φύσις τῶν ἀνθρώπων ἐσυγχύσθη ἀπὸ συγγενικὰ αἵματα, διὰ τοῦτο ἡμεῖς καθαρώτερα περὶ τοῦτου ὁρίζομεν διὰ τοῦ παρόντος Κανόνος, ὅτι ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, ὅποιος λάβῃ εἰς γυναῖκα τὴν ἐξαδέλφην του, ἢ πατὴρ καὶ υἱὸς, ἐὰν λάβωσι μητέρα καὶ θυγατέρα, ἢ δύω ἀδελφὰς, ἢ δύω ἀδελφοὶ, ἐὰν λάβουν μητέρα καὶ θυγατέρα, ἢ δύω ἀδελφάς: οὗτοι πάντες νὰ χωρίζωνται πρῶτον ἀπὸ τὸ παράνομον αὐτὸ συνοικέσιον, καὶ ἔπειτα ἑπτὰ χρόνους νὰ κανονίζωνται. Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος ἐν τῷ ξή. αὐτοῦ Κανόνι γενικῶς ὁρίζει νὰ κανονίζεται μὲ τὸ ἐπιτίμιον τῶν μοιχῶν, δηλ. ιέ. χρόνους ὁ γάμος ὁποῦ γένει ἀπὸ ἐμποδισμένην συγγένειαν. Ὅρα καὶ τὴν περὶ συνοικεσίων διδασκαλία.»[20]
Ἂς δοῦμε ὅμως κάποια σημεῖα ἀπὸ τὸν 87ο Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν κύρια ἀφετηρία τοῦ 54ου τῆς Ἕκτης. Καταρχήν, ὁ Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει αὐτοὺς τοὺς γάμους ὡς «ἀσελγὲς ἐπιθύμημα» καὶ διδάσκει ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ φρίττει ἀκούγωντας τέτοια ἐρωτήματα γιὰ τέτοιους γάμους[21]. Στὴν συνέχεια μᾶς ἀναφέρει ὅτι τὸ «παρ’ ἡμῖν ἔθος», δηλαδὴ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔθιμο, τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο, ἀπαγορεύει τέτοιους γάμους, καὶ αὐτὸ ἔχει δύναμιν νόμου « διὰ τὸ ὑπὸ ἁγίων ἀνδρῶν τοὺς θεσμοὺς ἡμῖν παραδοθῆναι», ἐπειδὴ δηλαδὴ μᾶς τὸ παρέδωσαν Ἅγιοι ἄνδρες. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπάντηση καὶ στὸ ἐπιχείρημά σας περὶ τῆς μέχρι πρότινος πρακτικῆς σὲ τέτοια ζητήματα, ὅτι δηλαδὴ ἐπιτρέπονταν τέτοιοι γάμοι, πρακτικὴ, ποὺ, ἂν ὄντως ἐφαρμόστηκε,  ἀντιβαίνει στὴν πρακτικὴ καὶ τὸ ἦθος τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μᾶς παρέδωσαν ἄλλους Νόμους.
Κατόπιν, ἀφοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδη τῶν «ἀκαθάρτων παθῶν», στὰ ὁποῖα συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ ἄθεσμοι γάμοι, τὰ ἐφηύρε «τὸ τῶν δαιμονίων διδασκαλεῖον»,[22] μᾶς παραθέτει καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς περὶ τοῦ θέματος ἀναφέροντας τὸ χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς «οὐκ εἰσελεύσῃ πρὸς πάντα οἰκεῖον σαρκός σου ἀποκαλύψαι ἀσχημοσύνην αὐτοῦ» (Λευϊτικὸν 18, 6), στὸ ὁποῖο ἀπαγορεύονται περιεκτικὰ ὅλοι οἱ ἄθεσμοι γάμοι. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας μᾶς λέει τὰ ἑξῆς: «Ἐκεῖνο γὰρ ὁποῦ αὐτὸς λέγει· Δὲν θέλεις εἰσέλθεις εἰς κάθε συγγενῆ (635/636) σου διὰ νὰ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀσχημοσύνην του, κάθε παράνομον συνοικέσιον, ἐκ συγγενείας καὶ οἰκειότητος περιέχει·».[23]
Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω ὁ γάμος, περὶ τοῦ ὁποίου ἐρωτᾶτε, δὲν μπορεῖ καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τελεσθῇ ὡς ἀπαγορευόμενος ὑπὸ πλείστων κανόνων ἐμμέσως καὶ εὐθέως ὑπὸ τοῦ 54ου τῆς Ἕκτης λόγω συγγενείας ἐξ ἀγχιστείας 4ου βαθμοῦ.
Ἐπειδὴ ἐπικαλεῖστε ὅτι κάποιοι ἔχουν τελέσει τέτοιους γάμους σᾶς ἐπαναλαμβάνουμε τοὺς Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν στοὺς Ἱερεῖς νὰ τελοῦν ἀθέμιτους γάμους καὶ τοὺς καθαιροῦν, ἐφ’ ὅσον τέλεσαν τέτοιους γάμους, δηλαδὴ τὸν 3ον τῆς Ἕκτης, τὸν 5ον τοῦ Ἁγίου Θεοφίλου καὶ, τὸν σημαντικότερο, τὸν 11ον τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας :

«Ἐάν τις καλέσῃ Κληρικὸν εἰς τὸ συζεῦξαι γάμον, ἀκούσῃ δὲ τὸν γάμον παράνομον, ἢ θειογαμίαν, ἤγουν ἀδελφὴν τελευτησάσης γυναικὸς τὴν μέλλουσαν ζεύγνυσθαι, εἰ ὀφείλει ἀκολουθῆσαι ὁ Κληρικὸς, ἢ προσφορὰν ποιῆσαι;
Ἀπόκρισις: Ἅπαξ εἴπατε. Ἐὰν ἀκούσῃ ὁ Κληρικὸς τὸν γάμον παράνομον, εἰ οὖν ὁ γάμος παράνομός ἐστιν, οὐκ ὀφείλει ὁ Κληρικὸς κοινωνεῖν ἁμαρτίας ἀλλοτρίαις[24]
Ἑρμηνεία Ἁγίου Νικοδήμου: «Ἐρωτήθη ὁ Ἅγιος, ἀνίσως τινὰς Ἱερεὺς καλεσθῇ εἰς τὸ νὰ εὐλογήσῃ γάμον, ἔπειτα μάθῃ, ὅτι αὐτὸς ὁ γάμος εἶναι παράνομος (τυχὸν, διὰ τί ὁ ἀνὴρ μέλλει νὰ λάβῃ εἰς γυναῖκα τὴν θείαν του, ἢ τὴν ἀδελφὴν τῆς ἀποθανούσης γυναικός του, … ἢ καὶ ἄλλην συγγένισάν του), ἐὰν αὐτὸς ὁ Ἱερεὺς πρέπει νὰ τοὺς εὐλογήσῃ, ἢ νὰ λειτουργήσῃ [ὑποσημείωση 3: Ἡ λειτουργία ὁποὺ λέγει ἐδῶ ὁ Κανὼν νὰ γίνεται μετὰ τὴν εὐλογίαν τοῦ γάμου, ἐγίνετο βέβαια διὰ νὰ μεταλάβῃ τὰ θεῖα Μυστήρια τὸ εὐλογηθὲν ἀνδρόγυνον, …], ταῦτα, λέγω, ἐρωτηθεὶς, ἀποκρίνεται διὰ τοῦ παρόντος Κανόνος, ὅτι, ἂν Ἱερεὺς μάθῃ πῶς ὁ γάμος εἶναι παράνομος, δὲν πρέπει οὔτε νὰ τοὺς εὐλογήσῃ, …, καὶ ἀκολούθως δὲν πρέπει καὶ αὐτὸς νὰ συγκοινωνῇ εἰς τὰς ξένας ἁμαρτίας, ἤτοι εἰς τὸν παράνομον γάμον τους, καὶ εἰς τὰ ἐπιτίμια τοῦ τὸν τοιοῦτον γάμον ἱερολογήσαντος Ἱερέως.»[25].
Ἡ ἄρνησις καὶ ἡ καταπάτησις τῆς συγγένειας (ἐξ ἀγχιστείας συγγένεια) ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου, συνιστᾷ ἐν τέλει ἄρνησιν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου. Ὅταν ὑπάρχει Μυστήριον τοῦ Γάμου, αὐτόματα τὸ ἀνδρόγυνο ἀποκτᾷ συγγένεια μὲ τοὺς ἐκατέρωθεν συγγενεῖς, ἀλλὰ καὶ οἱ συγγενεῖς τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναῖκας μεταξύ τους («οἱονεὶ ἀγχιστεία»). Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀφορίζει αὐτοὺς ποὺ τέλεσαν αὐτὸν τὸν «γάμο»: διότι ἀρνοῦνται τὰ Μυστήριά της, καὶ τὶς ἔννομες ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες ποὺ ἀπορρέουν απὸ αὐτά.
Ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα τέτοιων γάμων, ποὺ ὁδήγησαν τοὺς τελέσαντες αὐτὸν σὲ τραγικὲς συνέπειες, (παράνοια, αὐτοκτονίες κ. λπ.).
Σὲ ὅ, τι ἀφορᾷ τὴν ἐρώτησή σας «γιατὶ προσφάτως ἄλλαξαν οἱ κανόνες;» ὀφείλουμε νὰ ἀπαντήσουμε ὅτι εἶναι δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς μοναδικῆς κιβωτοῦ τῆς σωτηρίας, εἶναι δηλαδὴ ὅρος σωτηρίας, ὅτι οἱ Ἱεροὶ κανόνες εἶναι ἀκατάλυτοι, ἔχουν αἰώνιο κύρος καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς ἀλλάξει, ἢ νὰ τοὺς τροποποιήσει, ἢ νὰ τοὺς ἀντικαταστήσει, ἢ νὰ τοὺς καταργήσει, διότι τότε, ἐφ’ ὅσον δὲν μετανοήσει, ἐκπίπτει τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁδηγεῖται στὴν αἵρεση.  Ὁ 2ος Κανὼν τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι σαφὴς ὡς πρὸς αὐτό. Ἀφοῦ ἀναφέρει τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ποὺ ἀποτελοῦν τὸ Κανονικὸν Δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας, καταλήγει στὴν ἑξῆς ἀπαγόρευση καὶ προειδοποίηση:
«… μηδενὶ ἐξεὶναι τοὺς προδηλωθέντας παραχαράττειν Κανόνας ἢ ἀθετεῖν, ἢ ἑτέρους παρὰ τοὺς προκειμένους παραδέχεσθαι Κανόνας ψευδεπιγράφως ὑπό τινων συντεθέντας τῶν τὴν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τις ἁλῷ Κανόνα τινὰ τῶν εἰρημένων καινοτομῶν, ἢ ἂνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατὰ τὸν τοιοῦτον Κανόνα, ὡς αὐτὸς διαγορεύει τὴν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καὶ δι’ αὐτοῦ ἐν ᾧπερ πταίει θεραπευόμενος.»[26]
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου: «δὲν εἶναι ἄδεια εἰς κᾀνένα, ἅπαντας τοὺς προδηλωθέντας Κανόνας, ἢ νὰ παραφθείρῃ, ἢ νὰ μὴ δέχεται, ἢ ἄλλους ἀντὶ αὐτῶν ψευδεπιγράφως να παραδέχεται. Εἰ δέ τινας ἤθελε φανῇ ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ παραφθείρῃ, ἢ νὰ ἀναιρῇ κᾀνένα Κανόνα ἀπὸ αὐτοὺς, οὗτος νὰ λαμβάνῃ τὸ ἐπιτίμιον ὁποῦ περιέχῃ ὁ Κανὼν ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον παραφθείρει, ἢ ἂναιρεῖ.»[27]
Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτραπεῖ, κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, καὶ αὐτὸ πάλιν ὡς προβλεπόμενον ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ μὲ τὶς προϋποθέσεις ποὺ αὐτοὶ θεσπίζουν, εἶναι ἡ ἀσκηση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας, ἡ ὁποία ὅμως δὲν προβλέπεται γιὰ τὸ συγκεκριμένο ἐκκλησιαστικὸ ἀδίκημα τῆς ἀθεμιτογαμίας. Αὐτὸ συμβαίνει, διότι, πῶς θὰ οἰκονομήσει ἕναν γάμο ἡ Ἐκκλησία, τὸν ὁποῖον, ὅπως ἀποδείχθηκε παραπάνω, δὲν ἀναγνωρίζει ὡς ὑποστατόν, ὡς δηλαδὴ ἔγκυρο Μυστήριο; Πῶς θὰ ἀναγνωρίσει τὸ ἀνύπαρκτο;
Ἡ ἄσκηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ἀποβλέπει στὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς τήρησης τῆς ἀκριβείας, δηλαδὴ τὸ νὰ ὁδηγήσει (ἡ οἰκονομία) ἐκεῖ, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε ἡ ἀκρίβεια. Κάτι τέτοιο ὅμως εἶναι ἀδιανόητον γιὰ τὴν συγκεκριμένη περίπτωση, καθὼς σὲ αὐτὴν, ζητεῖται ἀκριβῶς ἡ ἄρνηση καὶ ἡ κατάλυση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὄχι τὸ νὰ οἰκονομηθεῖ μία ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφὴ ἑνὸς πεπλανημένου λογικοῦ προβάτου τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ ἀναγνώρισις θεσμικά ὡς ὑπαρκτοῦ, κάτι ποὺ εἶναι ἀνυπόστατον, δηλαδὴ οἱ ἄθεσμοι γάμοι, ζητεῖται δηλαδὴ νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς νόμιμον τὸ παράνομον.

Κλείνοντας τὴν ἀπάντησή μας παραθέτουμε τὸ τέλος τοῦ 87ου Κανόνος του Μεγάλου Βασιλείου σχετικὰ μὲ τὴν ἁμαρτία τῆς ἀθεμιτογαμίας:
«Κεφάλαιον δὲ τῶν εἰρημένων. Εἰ μὲν νόμῳ τις ὁρμᾶται πρὸς γάμον, ἤνοικται πᾶσα ἡ Οἰκουμένη, εἰ δὲ ἐμπαθὴς αὐτῷ ἡ σπουδὴ, διὰ τοῦτο καὶ πλέον ἀποκλεισθήτω, ἵνα μάθῃ τὸ ἑαυτοῦ σκεῦος κτᾶσθαι ἐν ἁγιασμῷ μὴ ἐν πάθει ἀτιμίας[28]
Μετάφραση: «Γιὰ νὰ συγκεφαλαιώσω τὰ προηγούμενα. Ἐὰν κὰποιος ἐπιθυμεῖ πολὺ νὰ συνάψει γάμο σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο, τοῦ εἶναι ἀνοιγμένη ὁλόκληρος ἡ Οἰκουμένη [ὅλος ὁ Ὀρθόδοξος κόσμος], ἐὰν ὅμως ἡ ἀναζήτησις εἶναι σὲ αὐτὸν ἐμπαθής, γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο ἂς ἀποκλείεται ἀκόμη περισσότερο, γιὰ νὰ μάθῃ νὰ ἀποκτᾷ τὴν γυναῖκα του μέσα σὲ ἁγιασμό, καὶ ὄχι σὲ πάθος ἀτιμίας [αὐτὸ τῆς ἀθεμιτογαμίας].»
           
E[12]   Γιατί τόση κακή ἀντιμετώπιση  τοῦ «Χάρι Πότερ» ;
Α[12]   Ρόν μελετᾶ ἕνα μαγικό ξόρκι , πού ἡ παρενέργεια τόν κάνει νά ξερνᾶ γλοιώδεις μάζες … .
·              … τό φάντασμα ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ ζεῖ μέσα στά ἀπόβλητα τοῦ ἀποχωρητηρίου.
·              Ἀναφορές σέ περιττώματα δέν εἶναι σπάνιες.
·              Ἡ διούρηση δέν εἶναι πλέον ταμποῦ στά ἀναγνώσματα.
·              Ἡ χυδαιότητα μεταξύ συμμαθητῶν γίνεται συμπεριφορά ρουτίνας.

Ἀλήθεια πὀσο ἐπιμορφωτικές-παιδαγωγικότατες σκέψεις καί πράξεις.(!)

Ὡς ἀπάντηση θά καταπιασθῶ ἀπ’τά λόγια τῆς δικῆς σας ἐρωτήσεως.
Ἄν μέ τόν ὅρο «κακή ἀντιμετώπιση» ἐννοεῖτε τό ἀντίθετο τοῦ «καλή ἀντιμετώπιση» συμφωνοῦμε α) ὡς πρός τό ὅτι καί οἱ δύο , ἐμεῖς καί ἐσεῖς, δίνουμε τήν ἴδια ἐννοιολογική σημασία στό «κακή» καί «καλή» καί β) στό ὅτι ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε δυσμενῶς τό ὅλο συγγραφικό ἔργο  περί τοῦ Χάρι Πότερ.
Φαντασθεῖτε λοιπόν τώρα νά ἐρχόταν κάποιος συγγραφέας καί μέ πολλή ἀπίστευτη μυθιστορηματική φαντασία νά μετέτρεπε ἔντεχνα, παραστατικά καί ὕπουλα, τήν ἔννοια «κακή» ἀντιμετώπιση σέ «καλή» ἤ τήν ἔννοια «καλή» σέ «κακή». Τότε καί βέβαια δέν θά ἐπικοινωνούσαμε. Θά εἴχαμε νά κάνουμε μέ μία σύνθετη σχιζοφρενική κατάσταση, ἄν καί θά ἦταν φανταστική, μυθιστορηματική. Κατ’ἐπέκτασιν, ἄν τό κακό μᾶς τό παρουσίαζε κάποιος γιά καλό, ἔστω φανταστικά καί λογοτεχνικά , δέν θά ἀποκαλούσαμε αὐτό τό γεγονός διαστροφή ;
Ἄν ἡ κλοπή παρουσιαζόταν ἀπό κάποιους συγγραφεῖς ὡς νόμιμο δικαίωμα κατοχῆς,
·              ἡ συκοφαντία ὡς πραγματικότητα,
·              τό ψέμα ὡς κατάθεση τῆς ἀλήθειας,
·              ἡ ὑποκρισία ὡς ντομπροσύνη,
·              ἡ ἀδικία ὡς δικαιοσύνη,
·              ἡ τρομοκρατία ὡς δημοκρατία,
·              ἡ πορνεία ὡς ἔννομη συζυγία,
·              ἡ μοιχεία ὡς ξεκούραστη ἐναλλαγή,
·              ὁ φόνος ὡς λύτρωση,
·              ἡ ἁμαρτία ὡς ἀρετή,
·              δέν θά ἀποκαλούσαμε αὐτήν τήν κατάσταση σχιζοφρένεια;
·              Θά λέγαμε  ἁπλῶς «πρόκειται γιά λογοτεχνία ;»

Κι’ἄς προχωρήσουμε σέ πιό προσωπικό ἐπίπεδο.
Ἄς φέρουμε στό νοῦ μας ἀνθρώπους πού μᾶς ἔχουν κάνει κάποιο ἀντικειμενικῶς κακό. Πολύ μεγάλο κακό. Πῶς θά ἀντιμετωπιζαμε ἕναν πιθανό συγγραφέα πού θά ἡρωοποιοῦσε καί θά ἐξιδανίκευε τούς δράστες πού μᾶς ἔκαναν αὐτό τό κακό, ἰσχυριζόμενος μάλιστα ἐκεῖνος πώς δῆθεν γράφει μυθιστόρημα ; Θά τό ἀφήναμε νά περάσει ἔτσι ἕνα τέτοιο μυθιστόρημα πού θά ἔφθανε μάλιστα σέ τέτοια ἐπιτυχία , πού νά ξεπερνᾶ σέ ἀντίτυπα κυκλοφορίας ἀκόμη καί τήν Ἁγία Γραφή ; Δέν νομίζω. Καί πολύ περισσότερο μάλιστα, ὅταν ξέρουμε πώς ἡ ἀλήθεια εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπ’αὐτήν πού πλασσάρεται ἀλλά καί πώς θίγεται ἡ προσωπική μας ὑπόληψη, ἡ πίστη μας, τά ἰδανικά μας , οἱ ἀρχές μας.
Ἔτσι καί μέ τόν Χάρι Πότερ προβάλλονται τά φίδια, οἱ δράκοι, τά τέρατα, τό τρικέφαλο σκυλί, ὁ μονόκερος, οἱ νυχτερίδες, ἡ νεκροκεφαλή ὡς σύμβολα δυνάμεως ἤ προστασίας. Ὦ τοῦ παραλόγου!  Τό νά γίνει κάποιος φίλος τους, ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ἐξοικείωση μέ τήν φρίκη καί τόν θάνατο, ἀλλά καί ἔντονη ἀνασφάλεια , ἀφοῦ πουλιέται σέ αὐτά γιά νά μπορεῖ ὑποθετικά νά νικᾶ τό κακό.
Οἱ πνευματιστικές τεχνικές ὅπως μαγικά θαύματα, αὐτόματη γραφή, ἀνύψωση ἀνθρώπων καί ἀντικειμένων, μετακίνηση ἀντικειμένων μέ τήν δύναμη τοῦ νοῦ, μεταφορά ἀνθρώπων ἀπό τόπο σέ τόπο, ἡ ἀνάγνωση τῆς σκέψεως τοῦ ἄλλου προβάλλονται  ὡς ἐπιτεύγματα τῶν σπουδαζόντων τή μαγεία. Αὐτά ἑπομένως
·              δέν εἶναι ἀναιρετικά τῶν φυσικῶν ἀνθρωπίνων ἱκανοτήτων;
·              δέν δηλητηριάζουν τήν παιδική ψυχή παροτρύνοντας  νά πειραματισθεῖ κι’αὐτή;
·              δέν πρέπει τά ἀναγνώσματα, εἰδικά τά παιδικά, νά ψυχαγωγοῦν, δηλαδή, νά κατευθύνουν τήν ψυχή πρός τό ἀγαθό, νά παιδαγωγοῦν;
·              δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὡς τόν μοναδικό ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλεῖ κάποιος τήν δύναμη γιά νά κάνει ἐν τῳ ὀνόματί Του ἕνα θαῦμα;

Οἱ δαιμονικές ὀντότητες τοῦ δῆθεν μυθιστορήματος, τελώνια, φαντάσματα, βρυκόλακες, νεράιδες, καλικάντζαροι , ξωτικά, λυκάνθρωποι, προβάλλονται ὡς ἰδανικά ὄντα πού δέν θέλουν ἀπαραίτητα τό κακό μας. Δέν μᾶς ὑποψιάζουν αὐτά; δέν μᾶς προβληματίζουν γιά τίς ὑπεράνθρωπες ἱκανότητές τους; ἀλλά καί δέν ἀνησυχοῦμε ὡς γονεῖς γιά τό περιεχόμενο μέ τό ὁποῖο ἀσχολοῦνται καί ἀνατρέφονται τά παιδιά μας ;
Τά  πραγματικά μαθήματα τῆς μυθιστορηματικῆς ,κατά τά ἄλλα, σχολῆς τῶν μάγων, ἀριθμολογία, βοτανολογία, βοτανική, ἀστρολογία, φροντίδα μαγικῶν πλασμάτων, προβάλλονται ὡς τά ἀπαραίτητα ἐφόδια τῆς μορφώσεως ἑνός παιδιοῦ. Μᾶς ἀφήνουν ἀδιάφορους, ἁπλῶς και μόνο μέ ἕνα «δέν βαριέσαι, λογοτεχνία εἶναι»;
Ἔτσι λοιπόν μέ τόν Χάρι Πότερ, ἡ μαγεία μέ τά παρακλάδια της (δαιμονοκαταληψία, αἷμα, θάνατος) ἐν γένει παρουσιάζεται ὡς καλή ἀλλά καί ὅταν εἶναι καλή , αὐτός πού τήν ἀποκτᾶ ἔχει μαγική δύναμη καί ὑπερφυσικές ἱκανότητες ἐξολοθρεύσεως τῶν ἀντιπάλων του . Ὅπως ὁ Χάρι Πότερ πού ἐκδικεῖται καί μισεῖ τούς ἐχθρούς του. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ὅτι αὐτή ἡ δύναμη προέρχεται ἀπό τόν διάβολο καί ὅτι αὐτή ἡ συμπεριφορά κάθε ἄλλο ἀπό Χριστιανική  εἶναι (ἀγάπη στόν ἐχθρό); Ἤ καί ἐδῶ θα ποῦμε «μυθιστόρημα εἶναι»;
Ἔτσι γιά πλάκα  τότε, στά ψεύτικα, θά μάθουμε καί πῶς γίνεται μιά τελετούλα ἀνθρωποθυσίας. Ἔτσι, στό παραμῦθι. Μπορεῖ καί νά τήν κάνουμε, ἔτσι στά ψέματα(!!!)
Γιατί νά μήν προβαλλόταν μέ μεγάλη ἀγωνία οἱ περιπέτειες ἑνός παιδιοῦ πού καταφέρνει νά ἐπιβιώνει μέσα ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες διαβιώσεως, κοινωνίας, καιροῦ; Τόσο πιά ἀπαραίτητη εἶναι ἡ μαγεία; Καί μήν ποῦμε «Πουλάει», διότι ὅ,τι ἀγοράζουμε τρῶμε…
Τελειώνουμε μέ λίγα λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: «ἐνῶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νίκησε μέ τόν σταυρικό του θάνατο ὅλους τούς δαίμονες, οἱ Χριστιανοί τούς ἀναδεικνύουν πάλι νικητές καί τροπαιούχους μέ τίς διάφορες μαγεῖες τους. Ποιός μπορεῖ νά μή χύσει πικρά δάκρυα ὅταν συλλογισθεῖ πώς ἐνῶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀπάλλαξε ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου τόν κόσμο καί τούς Χριστιανούς, αὐτοί , μέ τή μαγεία τόν ξαναφέρνουν στόν κόσμο καί τόν ξανακάνουν τύραννό τους.
Ἄραγε μόνο  μυθιστορηματικά; (ἡ ὑπογράμμιση δική μας)
Παράβαλε καί Κ.Γ. Παπαδημητρακοπούλου «Μαθήματα μαγείας καί σατανισμοῦ ἀπό τόν Χάρι Πότερ», ἐκδ. Φωτοδότες
… ὡς ἐπίσης γιά νά δεῖτε λίγο ἀπό τό πνεῦμα τῆς συγγραφέως δεῖτε http://www.cesnur.org/recens/potter_062.htm
           
E[13]   Μήπως θά μπορούσατε νά παραθέσετε βιβλιογραφία καί ἱκανά ἐπιχειρήματα πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τή θέση τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία, ἰδιαιτέρως γιά τό ἄν εἶναι ὠφέλιμο νά ψάλλει ἡ γυναῖκα στίς ἀκολουθίες ή ὄχι;
Α[13]   Τή θέση τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἡ ἱερά Παράδοση.  Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει ὅτι στήν καινή πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, στούς βαπτισμένους χριστιανούς δέν ὑπάρχουν διακρίσεις : « Πάντες γάρ υἱοί Θεοῦ ἐστέ διά τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ·         ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε...           οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ·  πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. εἰ δέ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραάμ σπέρμα ἐστέ καί κατ’  ἐπαγγελίαν κληρονόμοι» ( Γαλ. 3, 26-28).  Ἡ προσεκτική ἀνάγνωση τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι ἀνοικτός γιά κάθε ἄνθρωπο ὀρθοδόξως βαπτισμένο καί ζῶντα κατα Χριστόν, ἡ κληρονομία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ προσφέρεται σέ κάθε ἄνθρωπο πού υἱοθετήθηκε διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἀπό τόν Χριστό ἀνεξαρτήτως φύλου, φυλῆς καί κοινωνικῆς θέσεως.  Ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ἀπό τόν Ἀπόστολο ἀρχετυπικά, μέ τίς προδιαγραφές πού τόν ἔπλασε ὁ Θεός, ὡς πορευόμενον πρός τό «καθ’  ὁμοίωσιν» χωρίς τίς διακρίσεις πού ἔφερε ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό.
Παρά ταῦτα δέν μποροῦμε νά παραβλέψουμε τή μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τή θέση πού ὥρισε ὁ Θεός γιά τόν ἄνδρα καί τή γυναῖκα. Στή Γένεση ὁ Θεός λέγει στή γυναῖκα : «  πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σου κυριεύσει»  ( γεν. 3,16).  Ὁ Κύριος βέβαια ἀνεβάζει τή γυναῖκα στή θέση πού τῆς πρέπει. Συνομιλεῖ μέ τή Σαμαρείτιδα καί τῆς ἀποκαλύπτει τήν Ἀλήθεια,  προστατεύει τή μοιχαλίδα ἀπό τό λιθοβολισμό ( Ἰω. 8, 3-11), ἐπαινεῖ τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μαρία γιά τήν πρός Αὐτόν πίστη καί ἀγάπη,  τήν μετανοοῦσα πόρνη γιά τή μετάνοια καί τήν ἀγάπη της, ἐνῷ πρῶτα στίς Μυροφόρες φάνερώνεται ἀναστημένος. 
Παρά ταῦτα γιά τό εὐόλισθο τῆς γυναίκας, τόν ὑπερβολικό συναισθηματισμό της τήν ἀδυναμία της καί τή μικροψυχία της γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν Α´ Ἐπιστολή του ( «  οἱ ἄνδρες...ὡς ἀσθενεστέρῳ σκεύει τῷ γυναικείῳ ἀπονέμοντες τιμήν») ἄν καί ὁ Κύριος ἔχει πολλές μαθήτριες δέν παραλαμβάνει γυναῖκα στόν χορό τῶν 12 Ἀποστόλων.  Δέν ἀποστέλλει γυναῖκες ὡς Ἀποστόλους γιά νά κηρύξουν στά ἔθνη.  Δέν παραδίδει σ’  αὐτές τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας οὔτε τήν τέλεση τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.  Πολλές φορές ἐμφανίζονται γυναῖκες στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί στίς Ἐπιστολές ἀλλά πάντοτε ἐπικουρικά, ὡς βοηθοί τῶν Ἀποστόλων. Οἱ κάποιες ἅγιες γυναῖκες καί ἰσαπόστολοι ὅπως ἡ Ἁγία Θέκλα, ἡ συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ μυροφόρος Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἁγία Φωτεινή ἡ Σαμαρεῖτις, Ἁγία Νίνα τῆς Γεωργίας πού κηρύττουν ἀποτελοῦν τήν ἐξαίρεση πού ἀπαντᾶται στά ἀποστολικά καί τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια καί ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα.  Ἡ διακονία αὐτῶν τῶν Ἁγίων σέ καμμιά περίπτωση δέν ἀποτελεῖ θεσμοθετημένη διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος ὁ μή διακρίνων ἄνδρα καί γυναῖκα μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς πρός τή δυνατότητα ἁγιασμοῦ καί θεώσεως, μέσα στά πλαίσια τοῦ γάμου θέτει τή γυναῖκα σέ ὑπακοή τοῦ συζύγου της, ἐμφανίζοντας τόν γάμο ὡς εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ( Ἐφεσ. 5, 22-24). Ἀπό τήν ἄλλη βέβαια ἀπαιτεῖ ἀπό τόν σύζυγο νά προσφέρει τήν ἀγάπη του στή γυναῖκα του ( Ἐφεσ. 5, 25-33), τοῦ κάμει γνωστό ὅτι τό σῶμα του τό ἐξουσιάζει ἡ γυναῖκα του ( Α´Κορ. 7,4) τόν ἐμποδίζει νά χωρίζει τή γυναῖκα του ( Α´ Κορ. 7, 11), ἐνῷ ὅπως προείπαμε ὁ Ἀπ. Πέτρος ζητεῖ ἀπό τό σύζυγο νά ἀπονέμει τήν πρέπουσα τιμή στή σύζυγό του.
Ὅσον ἀφορᾶ στη θέση τῆς γυναίκας στήν σύναξη τῆς ἐκκλησίας ὁ Ἀπόστολος γράφει : «  Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν· οὐ γάρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ’  ὑποτάσσεσθαι, καθώς καί ὁ νόμος λέγει. εἰ δέ μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τούς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν· αἰσχρόν γάρ ἐστι γυναιξίν ἐν ἐκκλησίᾳ λαλεῖν» ( Α´ Κορ. 14, 34-35).  Μετάφραση : «   Ὅπως εἶναι ἡ τάξη καί στίς ἄλλες ἐκκλησίες, οἱ γυναῖκες σας κατα τή σύναξη τῶν πιστῶν ἄς σιωποῦν, γιατί δένἔχει ἐπιτραπεῖ σ’  αὐτές νά ὁμιλοῦν, ἀλλά πρέπει νά ὑποτάσσονται, καθώς λέγει καί ὁ Νόμος.  Κι ἄν θέλουν νά μάθουν κάτι ( τό ὁποῖο ἄκουσαν καί δέν κατάλαβαν) ἄς ρωτοῦν γι’ αὐτό στό σπίτι τούς ἄνδρες τους.  Εἶναι ἀπρεπές στίς γυναῖκες νά ὁμιλοῦν στη σύναξη τῶν πιστῶν». 
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τό στίχο αὐτό λέγει ὅτι     «  οἱ γυναῖκες πρέπει νά σιωποῦν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί νά μή λαλοῦν τίποτε, οὔτε νά ψάλλουν, οὔτε νά διδάσκουν».
Καί ἀλλοῦ λέγει ὁ Ἀπόστολος : « γυναικί δέ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδέ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ’  ἐν ἡσυχίᾳ»  ( Α´Τιμ. 2, 12). Μετάφραση : «  Δέν ἐπιτρέπω σέ γυναῖκα νά διδάσκει, οὔτε νά ἐξουσιάζει τόν ἄνδρα της, ἀλλά νά μένει ἥσυχη».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὡς εξῆς τά ἀνωτέρω: «  Ἐδίδαξεν ἅπαξ ἡ γυνή (δηλ. τόν Ἀδάμ στόν Παράδεισο) καί πάντα κατέστρεψε, διά τοῦτο, φησί, μή διδασκέτω.  Τοσοῦτον γάρ αὐτήν σιγηράν εἶναι δεῖ, φησίν, ὡς μή μόνον περί βιωτικῶν, ἀλλά μήτε περί πνευματικῶν φθέγγεσθαι ἐν Ἐκκλησίᾳ ·  τοῦτο κόσμος, τοῦτο αἰδώς, τοῦτο μᾶλλον αὐτήν τῶν ἱματίων κοσμῆσαι δύναται».
Μετάφραση : Μιά φορά δίδαξε ἡ γυνή ( τόν ἄνδρα μέσα στόν Παράδεισο) καί κατέστρεψε τά πάντα. Γι’  αὐτό, λέγει, νά μή διδάσκει.  Καί πρέπει νά εἶναι τόσο σιωπηλή ὥστε ὄχι μόνο γιά βιωτικά, ἀλλά οὔτε γιά πνευματικά νά ὁμιλεῖ στήν Ἐκκλησία.  Αὐτό ( δηλαδή ἡ σιγή της) εἶναι ὁ στολισμός, αὐτό εἶναι ἡ αἰδώς της, αὐτό μπορεῖ νά κοσμήσει τή γυναῖκα πιό πολύ ἀπ’ τά ( ὡραῖα) ροῦχα».
Βέβαια ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἐξηγεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἀπαγόρευση ἀφορᾷ μόνο στήν διδασκαλία τῶν γυναικῶν κατά τή σύναξη τῶν πιστῶν, ἐνῷ, καθώς λέγει, «  κατ’  ἰδίαν ὅμως νά διδάσκει δέν ἐμποδίσθη· διότι καί ἡ Πρίσκιλλα κατήχησε τόν Ἀπολλώ (Πραξ, 18, 26)·  ὁμοίως καί ἡ πιστή καί Χριστιανή γυνή τόν ἄπιστον ἄνδρα της κατηχεῖ διά τῆς διδασκαλίας» (Α´ Κορ. 7, 16).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀπευθυνόμενος στούς ἱερεῖς λέγει : «  Γυναιξί δέ παραγγέλλειν ἐν ἐκκλησίᾳ μή λαλεῖν ὅλως, ἀλλ’  ἐν πᾶσιν σιγᾶν καί εὔχεσθαι»     ( Μ. Αθανασίου Σύνταγμα διδασκαλίας πρός μονάζοντας καί πάντας χριστιανούς, ΒΕΠ 35, 168), δηλαδή «  νά παραγγέλλεις στίς γυναῖκες νά μήν ὁμιλοῦν καθόλου στην ἐκκλησία ἀλλά νά σιγοῦν τελείως καί νά προσεύχονται».
Τέλος οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ΣΤ´ Οἰκ. Συνόδου ὑπενθυμίζουν στούς πιστούς τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου καί ἐπιτάσσουν : «  Μή ἐξέστω ταῖς γυναιξίν ἐν τῷ καιρῷ τῆς Θείας λειτουργίας λαλεῖν, ἀλλά κατά τήν φωνήν Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, σιγάτωσαν.  Οὐ γάρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ’  ὑποτάσσεσθαι, καθώς καί ὁ νόμος λέγει.  Εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τούς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν»  ( Κανών Ο´ (70).
Ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων κατανοοῦμε ὅτι στίς γυναῖκες δέν ἐπιτρέπεται νά ὁμιλοῦν, νά διδάσκουν καί νά ψάλλουν στήν ἐκκλησία. Στό σπίτι τους μποροῦν νά ρωτοῦν τούς ἄνδρες τους, νά συζητοῦν πνευματικά ζητήματα. Μέ τόν τρόπο αὐτό καλλιεργεῖται ἡ σεμνότητα καί ἡ κοσμιότητά τους, κατά τόν ἱερό Νικόδημο. Μποροῦν ὅμως κατ’  ἰδίαν νά διδάσκουν τούς ἄλλους ὁδηγώντας τους στό Χριστό.  Μποροῦν νά ψάλλουν στά σπίτια τους ἤ στά γυναικεῖα μοναστήρια.  Αὐτά ἐπιτάσσει ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἡ ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἄν δέν τούς ἐπιτρέπεται νά διδάσκουν καί νά ψάλλουν, πολύ περισσότερο δέν μποροῦν οἱ γυναῖκες νά διεκδικοῦν ἱερωσύνη, ὅπως συνέβη στούς ἑτεροδόξους, πού κατέλυσαν μέ τίς παπαδίνες καί ἐπισκοπίνες κάθε ὑποτυπώδη τάξη πού διέθεταν, πού γκρέμισαν τήν Ἁγία Γραφή γιά ἄλλη μιά φορά.  Ὑπῆρχε βέβαια στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι τόν 11ο αἰῶνα ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν, οἱ ὁποῖες διατηροῦσαν ἕνα βοηθητικό ρόλο διακονίας παρόμοιο μέ τοῦ νεωκόρου προσφέροντας ὑπηρεσίες εἰδικά κατά τό βάπτισμα τῶν γυναικῶν, ὁ ὁποῖος ὅμως θεσμός περιέπεσε σέ ἀχρησία. Διαβάστε σχετικά τό κείμενο τοῦ Ἀρχιμ. Σαράντου Σαράντου «  Χειροτονίες διακονισσῶν» στήν ἱστοσελίδα μας, ὅπου γίνεται λόγος καί γιά τή θέση τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία.

E[14]   Πεῖτε μου παρακαλῶ γιατί ἕνα μικρό παιδί πού ἀπογοητευμένο αὐτοκτονεῖ πρέπει νά τιμωρηθεῖ γιά δεύτερη φορά; Τί λέει ἡ Ἐκκλησία καί οἱ Κανόνες; Γιατί κάποιος ἐγκληματίας κηδεύεται κανονικά;
Α[14]   διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ ὅ, τι ἀφορᾷ τὸ θέμα τῶν  αὐτοκτονούντων εἶναι σαφής, διατυπωμένη στὸν 14ον Κανόνα τοὺ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας:
«Ἐάν τις μὴ ἔχων ἑαυτὸν χειρίσηται, ἢ κρημνήσῃ ἑαυτὸν, εἰ γίνεται προσφορὰ περὶ αὐτοῦ ἢ οὐ;
Ἀπόκρισις: Ὑπὲρ αὐτοῦ διακρῖναι ὁ Κληρικὸς ὀφείλει, εἰ τὸ ἀληθὲς, ἔκφρων ὢν, πεποίηκε τοῦτο. Πολλάκις γὰρ οἱ διαφέροντες τῷ πεπονθότι, θέλοντες τυχεῖν τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ εὐχῆς, καταψεύδονται καὶ λέγουσιν, ὅτι οὐκ εἶχε ἑαυτόν. Ἐνίοτε δὲ ἀπὸ ἐπηρείας ἀνθρώπων, ἢ ἄλλως πως ἀπὸ ὀλιγωρίας πεποίηκε τοῦτο, καὶ οὐ χρὴ προσφορὰν ἐπάνω αὐτοῦ γενέσθαι· αὐτοφονευτὴς γὰρ ἑαυτοῦ ἐστι. Δεῖ οὖν πάντως τὸν Κληρικὸν μετὰ ἀκριβείας ἐρωτῆσαι, ἵνα μὴ ὑπὸ κρίμα πέσῃ.»[29]
Ἑ ρ μ η ν ε ί α  τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.  «Ἐρωτήθη ὁ θεῖος οὗτος Πατὴρ, ἂν πρέπῃ νὰ γένῃ λειτουργία καὶ μνημόσυνον διὰ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ ἐφόνευσεν, ἢ ἐκρήμνισεν, ἢ ἔπνιξεν, ἢ ἐκρέμασεν, ἢ κατὰ ἄλλον τρόπον ἐθανάτωσε τὸν ἑαυτόν του, μὴ ἔχωντας τὸν νοῦν σῶον καὶ ὑγιᾶ, εἴτε ἀπὸ δαιμόνιον, εἴτε ἀπὸ ἀσθένειαν, καὶ ἀποκρίνεται μὲ τὸν παρόντα Κανόνα λέγων, ὅτι, ὅποιος Ἱερεὺς καὶ ὅποιος ἄλλος Κληρικὸς προσκαλεσθῇ εἰς τὸ νὰ τὸν μνημονεύσῃ, πρέπει νὰ ἐξετάζῃ καλὰ μὲ ἀκρίβειαν, ἂν τῇ ἀληθείᾳ ὤντας ἔξω ἀπὸ τὰς φρένας του ὁ τοιοῦτος, ἐθανάτωσεν τὸν ἑαυτόν του· διότι, πολλαῖς φοραῖς οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ οἰκεῖοι τοῦ τοιούτου, θέλοντες νὰ μνημονευθῇ καὶ νὰ ψαλθῇ ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς, καὶ λειτουργία νὰ γένῃ ὑπὲρ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν του, λέγουν ψεύματα, ὅτι ἦτο ἔξω φρενῶν, καὶ διὰ τοῦτο ἐθανάτωσε τὸν ἑαυτόν του. Μερικαῖς φοραῖς δὲ θανατόνει τινὰς τὸν ἑαυτόν του, ἢ ἀπὸ κᾀμμίαν βλάβην καὶ ἐνόχλησιν ὁποῦ ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἢ ἀπὸ ὀλιγοψυχίαν καὶ λύπην ὑπερβολικὴν, ἢ ἄλλην κᾀμμίαν ἀφορμὴν, θέλωντας καὶ ἔχωντας τὸν νοῦν τοῦ ὑγιᾶ, διὰ τὸν ὁποῖον δὲν πρέπει νὰ γένῃ λειτουργία καὶ μνημόσυνον, ἐπειδὴ καὶ ἐστάθη αὐτὸς τοῦ ἑαυτοῦ του φονεύς. [ὑποσημείωση 1 … Σημείωσαι δὲ ὅτι τὸν διορισμὸν τοῦ παρόντος Κανόνος προλαβὼν ἐπεκύρωσε καὶ ὁ Πρεσβύτερος ἑνὸς Μοναστηρίου τοῦ Ἁγίου Παχωμίου· ἐπρόσταξε γὰρ οὗτος νὰ μὴ μνημονεύωνται αἱ δύω ἐκεῖναι Μοναχαὶ, ὁποῦ ἐφονεύθησαν ἀφ’ ἑαυτῶν (καὶ ὅρα εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Παχωμίου ἐν τῷ Λαυσαϊκῷ)]».[30]

Γιατὶ λοιπὸν ἐμεῖς νὰ ἐπιβαρύνουμε περισσότερο τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ παραβιάζοντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες; Ἂς ἀφήσουμε τὴν κρίση στὸν Τριαδικὸ Θεό, καὶ ἂς μὴν ἐπεμβαίνουμε ἐμεῖς μὲ ἀνθρώπινες σκέψεις ἀθετώντας τὶς ἐντολές Του.
Ἐπίσης, δὲν ἀποτελεῖ ἡ κήδευσις τῶν αὐτοχείρων, πέρα βέβαια ἀπὸ τὴν περίπτωση τῶν παρανοϊκῶν, ἕνα κακὸ παράδειγμα πρὸς μίμησιν γιὰ ἄλλους, ποὺ θὰ βρίσκονται ἀντίστοιχα σὲ δύσκολες καταστάσεις, θλίψεις καὶ πειρασμούς;

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ διδασκαλία ἑνὸς Ἁγίου Γέροντος, τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους Ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν.
«-Γέροντα, μερικοὶ ἄνθρωποι, ἂν συναντήσουν κάποια μεγάλη δυσκολία στὴν ζωή τους, ἀμέσως σκέφτονται νὰ αὐτοκτονήσουν.
-Μπαίνει ὁ ἐγωισμὸς στὴν μέση. Οἱ περισσότεροι ποὺ αὐτοκτονοῦν, ἀκοῦν τὸν διάβολο ποὺ τοὺς λέει, πώς, ἂν τερματίσουν τὴν ζωήν τους, θὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ βάσανο ποὺ περνοῦν, καὶ ἀπὸ ἐγωισμὸ αὐτοκτονοῦν. Ἂν λ.χ. κάνει κάποιος μιὰ κλεψιὰ καὶ ἀποδειχθῆ ὅτι ἔκλεψε, ‘πάει, λέει, τώρα ἔγινα ρεζίλι’ καί, ἀντὶ νὰ μετανοήση, νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ ἐξομολογηθῆ, γιὰ νὰ λυτρωθῆ, αὐτοκτονεῖ. Ἄλλος αὐτοκτονεῖ, γιατὶ τὸ παιδί του εἶναι παράλυτο. ‘Πῶς νὰ ἔχω παράλυτο παιδὶ ἐγώ;’, λέει καὶ ἀπελπίζεται. Ἄν εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀναγνωρίζη, ἂς μετανοήση. Πῶς βάζει τέρμα στὴν ζωή του καὶ ἀφήνει τὸ παιδὶ στὸ δρόμο; Δὲν εἶναι πιὸ ὑπεύθυνος μετά;
- Γέροντα, συχνὰ ἀκοῦμε γιὰ κάποιον ποὺ αὐτοκτόνησε ὅτι εἶχε ψυχολογικὰ προβλήματα.
- Οἱ ψυχοπαθεῖς, ὅταν αὐτοκτονοῦν, ἔχουν ἐλαφρυντικά, γιατὶ εἶναι σαλεμένο τὸ μυαλό τους. Καὶ συννεφιὰ νὰ δοῦν, νιώθουν ἕνα πλάκωμα. Ἄν ἔχουν καὶ μιὰ στενοχώρια, ἔχουν διπλὴ συννεφιά. Γι’ αὐτοὺς ὅμως ποὺ αὐτοκτονοῦν χωρὶς νὰ εἶναι ψυχοπαθεῖς –καθὼς καὶ γιὰ αἱρετικούς-, δὲν εὔχεται ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ τοὺς ἀφήνει στὴν κρίση καὶ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερεας δὲν μνημονεύει τὰ ὀνόματά τους στην Προσκομιδὴ οὔτε τοὺς βγάζει μερίδα, γιατὶ μὲ τὴν αὐτοκτονία ἀρνοῦνται, περιφρονοῦν τὴν ζωὴ ποὺ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὰν νὰ τὰ πετοῦν ὅλα στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε πολλὴ προσευχὴ γιὰ ὅσους αὐτοκτονοῦν, γιὰ νὰ κάνη κάτι ὁ Καλὸς Θεὸς καὶ γι’ αὐτούς, γιατὶ δὲν ξέρουμε πῶς ἔγινε καὶ αὐτοκτόνησαν, οὔτε σὲ τί κατάσταση βρέθηκαν τὴν τελευταία στιγμή. Μπορεῖ, τὴν ὥρα ποὺ ξεψυχοῦσαν, νὰ μετάνοιωσαν, νὰ ζήτησαν συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔγινε δεκτὴ ἡ μετάνοιά τους, ὁπότε τὴν ψυχή τους τὴν παρέλαβε ἄγγελος Κυρίου.
Εἶχα ἀκούσει ὅτι ἕνα κοριτσάκι σὲ ἕνα χωριὸ πῆγε νὰ βοσκήση τὴν κατσίκα τους. Τὴν ἔδεσε στὸ λιβάδι καὶ πῆγε πιὸ πέρα νὰ παίξη. Ξεχάστηκε ὅμως στὸ παιχνίδι καὶ ἡ κατσίκα λύθηκε καὶ ἔφυγε. Ἔψαξε, ἀλλὰ δὲν τὴν βρῆκε καὶ γύρισε στὸ σπίτι χωρὶς τὴν κατσίκα. Ὁ πατέρας του θύμωσε πολὺ, τὸ ἔδειρε καὶ τὸ ἔδιωξε ἀπὸ τὸ σπίτι. ‘Νὰ πᾶς νὰ βρῆς τὴν κατσίκα, τοῦ εἶπε. Ἄν δὲν τὴν βρῆς νὰ πᾶς νὰ κρεμασθῆς’. Ξεκίνησε τὸ ταλαίπωρο νὰ πάη νὰ ψάξη. Βράδιασε καὶ αὐτὸ ἀκόμη δὲν εἶχε γυρίσει στὸ σπίτι. Οἱ γονεῖς, βλέποντας ὅτι νύχτωσε, βγῆκαν ἀνήσυχοι νὰ βροῦν τὸ παιδί. Ἔψαξαν καὶ τὸ βρῆκαν κρεμασμένο σὲ ἕνα δένδρο. Εἶχε δέσει στὸν λαιμό του τὸ σχοινὶ τῆς κατσίκας καὶ κρεμάστηκε στὸ δένδρο. Τὸ κακόμοιρο εἶχε φιλότιμο καὶ πῆρε κατὰ γράμμα αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ πατέρας του. Τὸ ἔθαψαν μετὰ ἔξω ἀπὸ τὸ κοιμητήρι.
Ἡ Ἐκκλησία φυσικὰ καλὰ ἔκανε καὶ τὸ ἔθαψε ἀπ’ ἔξω, γιὰ νὰ φρενάρη ὅσους αὐτοκτονοῦν γιὰ τὸ παραμικρό, ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς καλὰ θὰ κάνη, ἂν τὸ βάλη μέσα στὸν Παράδεισο.»
(Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι, τ. Δ΄, Οἰκογενειακὴ ζωή, ἔκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 20032, σσ. 262-264, ὑπογραμμίσεις δικές μας.)

E[15]   Κάθε πότε πρέπει να κοινωνούμε;
Α[15]   διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ ὅ, τι ἀφορᾷ τὸ θέμα τῶν  αὐτοκτονούντων εἶναι σαφής, διατυπωμένη στὸν 14ον Κανόνα τοὺ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας:
Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι κατά τόν ἅγιο Ἱγνάτιο Ἀντιοχείας «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν». Ὁ Κύριος μας συνιστᾶ : «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον».  Ὅλοι οἱ Πατέρες συνιστοῦν στούς Χριστιανούς νά μετέχουν συχνά στή Θ. Κοινωνία. 
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρακινεῖ: « Ἄς μήν ἀμελοῦμε γιατί ἔχουμε ἀξιωθεῖ μεγάλης ἀγάπης καί τιμῆς. Δέν βλέπετε τά μωρά μέ πόση προθυμία ἁρπάζουν τό μαστό τῆς μητέρας τους; Μέ τήν ἴδια προθυμία ἄς προσερχόμεθα σ᾽ αὐτή τήν Τράπεζα ( δηλ. στή Θεία Εὐχαριστία), μᾶλλον μέ ἀκόμη μεγαλύτερη  κι ἄς ἑλκύσουμε σάν τά μικρά παιδάκια τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μόνο μιά ὁδύνη ἄς ἔχουμε, τό νά μή μετάσχουμε σ᾽ αὐτή τήν τροφή».  
Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει στήν πατρικία Καισαρία: «Βεβαίως καί τό νά κοινωνεῖ κανείς καί νά μεταλαμβάνειτοῦ ἁγίου Σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ καθημερινά εἶναι καλό καί ἐπωφελές, γιατί αὐτός ὁ ἴδιος λέγει σαφῶς : <ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον>.  Καί ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι τό νά μετέχει συνεχῶς τῆς ζωῆς δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά νά ζεῖ πολλαχῶς;
Ἐμεῖς πάντως κοινωνοῦμε τέσσερεις φορές τήν ἑβδομάδα. Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή καί Σάββατο, ἀλλά ἐπίσης καί σέ ἄλλες ἡμέρες, ὅταν ὑπάρχει μνήμη κάποιου Ἁγίου».
Τί σημαίνει ὅμως συχνότητα; Πῶς καί ἀπό ποιόν καθορίζεται; Μήπως ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κάθε Χριστιανός μπορεῖ νά κοινωνεῖ κάθε μέρα;
Ὅταν μελετοῦμε πρέπει μέ προσοχή, ταπείνωση καί διάκριση νά ἐξάγουμε τά συμπεράσματά μας.  Π.χ. ὁ ἱερός Χρυσόστομος μέ ὅσα γράφει προσπαθεῖ νά ἐμφυσήσει προθυμία γιά συχνή Θ. Μετάληψη γιατί καί τότε πολλοί χριστιανοί, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει, μετελάμβαναν μόνο τό Πάσχα. Τούς παρακινεῖ νά ἔρχονται συχνότερα ἀλλά μέ την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία. 
Ἐπίσης ὁ Μ. Βασίλειος γράφει στήν Πατρικία ὅτι εἶναι «καλό καί ἐπωφελές» νά κοινωνεῖ κανείς καθημερινά, ἐνῷ στόν ἑαυτό του καί στά πνευματικά του τέκνα βάζει τό ὅριο τῶν τεσσάρων ἡμερῶν τήν ἑβδομάδα.  Ἀπό τήν ἄλλη μέ πολλούς Κανόνες του ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβάλλει πολυετῆ ἐπιτίμια ἀκοινωνησίας σέ φονεῖς, μοιχούς, πόρνους, ἀρσενοκοίτες, (ὁμοφυλοφύλους) μάγους, κλέπτες κλπ.  Ἀντιστοίχως και ἄλλοι ἐκ τῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων καθώς καί Ἁγίων Πατέρων ἐπιβάλλουν ἀκοινωνησία πότε γιά μικρό καί πότε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα γιά διάφορα ἁμαρτήματα.
Ἔχουμε ἐπίσης τούς Χριστιανούς πού δέν βαρύνονται μέ μεγάλα ἁμαρτήματα καί οἱ ὁποῖοι σύμφωνα με τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πρέπει νά μεταλαμβάνουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του. Προκύπτει λοιπόν τό ἐρώτημα: Ποιός καί μέ ποιά κριτήρια θά ὁρίσει τήν προσέλευση στά Ἄχραντα Μυστήρια;
Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι τόσο ἁπλή γιά ἕνα τόσο σοβαρό ζήτημα, ὅπως ἡ κοινωνία μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό. Νομίζουμε ὅτι γιά τό «πότε πρέπει νά κοινωνοῦμε» καθορίζεται ἀπό τρεῖς παράγοντες.
α) Ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὀφείλουν λοιπόν οἱ χριστιανοί νά γνωρίζουν, ὅσο τούς εἶναι δυνατόν, τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.        
β) Ἡ συνείδηση τοῦ Χριστιανοῦ. « Ἐπιμέλησαι συνειδήσεως», συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής.  Ἡ κατόπιν προσευχῆς αὐτοεξέταση μέ φρόνημα ταπεινό εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά πλησιάσουμε τό Ἅγιο Ποτήριο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει : «δ ο κ ι μ α ζ έ τ ω   δ έ   ἄ ν θ ρ ω π ο ς   ἑ α υ τ ό ν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω»( Α΄Κορ. 11, 28). Στόν προηγούμενο στίχο διαβάζουμε: «ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου». Ἑπομένως ἡ δοκιμή τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά μήν κοινωνοῦμε ἀνάξια ἐπειδή «ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου». Κατακρίνεται λοιπόν καί ἁμαρτάνει ὅποιος κοινωνεῖ ἀνάξια καί πολλές φορές μπορεῖ νά ἀρρωστήσει καί νά πεθάνει ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος: «διά τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι καί κοιμῶνται ἱκανοί».  Ἄς μή λησμονοῦμε καί τά λόγια τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως : « ἄνθραξ ( τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ) γάρ ἐστί τούς ἀναξίους φλέγων».
γ) Ὁ πνευματικός πατήρ.  Ἡ γνώση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προσεκτική αὐτοεξέταση δέν εἶναι ἀρκετά γιά νά μᾶς ὁδηγήσουν στή μετοχή τῶν φρικτῶν μυστηρίων.  Τήν κρίση τή δική μας δέν τήν ἐμπιστευόμαστε πλήρως.  Δέν μποροῦμε μόνοι μας νά ἀποφασίσουμε πότε θά κοινωνήσουμε.  Ὁ πνευματικός μας σάν φιλόστοργος πατέρας, ἀπαραιτήτως πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μᾶς ὁδηγεῖ, ὅπως και σέ ὅλη τήν πνευματική μας ζωή και σ᾽ αὐτό τό κρίσιμο θέμα.  Ἐκεῖνος μᾶς ὑποδεικνύει κάθε πότε θά κοινωνοῦμε. Ἐκεῖνος σάν ἔμπειρος γιατρός μᾶς δίδει σάν φάρμακα τά ἐπιτίμια καί μᾶς ἐπιβάλλει γιά κάποια ἁμαρτήματά μας τήν ἀποχή ἀπό τή Θ. Κοινωνία.  Μᾶς βάζει τόν Κανόνα  δηλαδή τήν προσευχή, τίς μετάνοιες τή νηστεία πού πρέπει νά κάνουμε προτοῦ κοινωνήσουμε.
Παρά ταῦτα ἐπισημαίνουμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ κατά τό δυνατόν γνώση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας πού θά μᾶς βοηθήσει νά ἐπιλέξουμε τόν πνευματικό πατέρας στόν ὁποῖο θά ἐμπιστευθοῦμε τήν ψυχή μας, καθώς καί ἡ κατά Θεόν ἐξέταση τῆς συνειδήσεώς μας. Τά λέγομε αὐτά διότι αὐτούς τούς ἐσχάτους καιρούς πολλοί ψευδοδιδάσκαλοι κυκλοφοροῦν ἀνάμεσά μας.  Ὑπάρχουν «πνευματικοί» πού συνιστοῦν ἄκριτα τή συχνότατη Θ. Κοινωνία χωρίς προϋποθέσεις νηστείας, ἐγκρατείας, μετανοίας. Ὑπάρχουν «πνευματικοί» πού ὑβρίζουν, χλευάζουν καί περιφρονοῦν τούς ἱερούς Κανόνες. Ὑπάρχουν «πνευματικοί» πού ἐπιτρέπουν σέ ὅσους ἔχουν προγαμιαῖες ἐρωτικές σχέσεις, σέ ὅσους δηλαδή πορνεύουν ἤ μοιχεύουν σέ ὅσες κάμουν ἐκτρώσεις καί σέ ὅσους γίνονται συνεργοί σ᾽αὐτές, νά κοινωνοῦν διότι δῆθεν ἄλλαξαν τώρα τά δεδομένα!
Ἡ γνώση λοιπόν ἔστω τῆς βασικῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, τῶν βασικῶν ἱερῶν Κανόνων, τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ἀπαραίτητη σάν κριτήριο αὐτῶν τῶν κακοδόξων ἀπόψεων καί πρακτικῶν καί σάν γνώμονας ἀκόμη καί γιά νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό ἱερέα πού διακατέχεται ἀπό ἀντιπαραδοσιακό πνεῦμα.
Ἀλλά καί ἡ συνείδησή μας δέν πρέπει νά ὑπνώττει.  Ἀκόμα καί ὅταν ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μας γιά τή Θεία Μετάληψη πάλι πρέπει ταπεινά νά δοκιμάζουμε τόν ἑαυτό μας καί ἔτσι νά προσερχομεθα στή Θεία Εὐχαριστία.
Σέ κάθε περίπτωση πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσωπική μας ἐλευθερία δέν ἀναιρεῖται. Ἡ εὐθύνη μας δέν καταργεῖται στό ὄνομα μιᾶς «ὑπακοῆς» σέ ψευδο-πνευματικούς πού διακηρύσσουν ἀντιευαγγελικές καί ἀντορθόδοξες ἀπόψεις, ἔστω κι ἄν αὐτοί ὑπέχουν περισσότερες εὐθῦνες ἔναντι τοῦ Θεοῦ.

E[16]   Κατ’ αρχήν συγχαρητήρια για την ιστοσελίδα σας, την οποία γνώρισα από το πολύ καλό περιοδικό «Παρακαταθήκη».
        Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ρωτήσω σχετικὰ μὲ τὶς θρησκευτικὲς ὀργανώσεις (ΣΩΤΗΡ-ΖΩΗ κλπ), πὼς ἔχουν δημιουργηθεῖ, ποιὸς ὁ ρόλος τους στὴν Ἐκκλησία, ἂν εἶναι καλύτερα νὰ γίνουμε μέλη τους ἢ νὰ ἐνταχθοῦμε σὲ αὐτές. Ἐπιτρέψτε νὰ ἐκθέσω καὶ τὸν προβληματισμό μου, γιατί νὰ λειτουργοῦν ὅταν ὑπάρχουν ἐνορίες στὶς ὁποῖες γίνονται κηρύγματα, κατηχητικὰ κλπ. Τέλος, γιατί τοὺς προσάπτονται κατηγορίες γιὰ εὐσεβισμό, ἀπαράδεκτες καινοτομίες («ἀφιερωμένοι»), ἀνέραστη - ἠθικιστικὴ ζωὴ κλπ, ὄπως ἀπὸ τὸν καθηγητὴ κ. Γιανναρά. Σᾶς εὐχαριστῶ.
[ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ στήν ἀπάντηση]
Α[16]       Πρίν ἀπ᾽ ὅλα πρέπει νά ποῦμε ὅτι πολλοί ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας σχετίζονται μέ τίς χριστιανικές ὀργανώσεις εἴτε ὡς τακτικά μέλη τους εἴτε ὡς συμμετέχοντες στούς κύκλους τους στίς ὁμάδες νέων κλπ.  Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς εἶναι εὐλαβέστατοι καί ἀξιόλογοι. Ὅσα θά εἰπωθοῦν δέν ἀφοροῦν τά πρόσωπα ἀλλά τό πνεῦμα, ἡ νοοτροπία τῶν χριστιανικῶν ὀργανώσεων, άδελφοτήτων κλπ..
Οἱ ὀργανώσεις αὐτές ἀρχίζουν νά ἐμφανίζονται πρός τό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα κυρίως μέ τόν Ἀπόστολο Μακράκη πού ξέφυγε ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. ἀκολουθοῦν ἡ «Ζωή» στήν πρώτη δεκαετία τοῦ 20ου αίῶνα δημιούργημα τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Εὐσεβίου Ματθοπούλου καί οἱ Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Ἑνώσεις τοῦ π. Ἀγγέλου Νησιώτου. Στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽60 ἔχουμε τήν ἀπόσχιση ἀπό τή «Ζωή» τμήματος της πού ὀνομάζεται «Σωτήρ», ἐνῷ τήν ἴδια περίοδο ἱδρύεται καί ἡ ἀδελφότης «Σταυρός».
Οἱ ὀργανώσεις αὐτές, σχηματικῶς μιλώντας, ἀποτελοῦν τόν τρίτο πυλῶνα καί τόν πιό πρακτικό ἀπό ὅπου εἰσῆλθε στήν πατρίδα μας ὁ ἐκδυτικισμός, ὁ εὐσεβισμός καί ἡ ἀλλοτρίωση ἀπό τήν ὀρθόδοξη παιδεία καί Παράδοση.  Εἶχε προηγηθεῖ α) ἡ ἀλλοίωση τῆς Παιδείας ἀπό τόν Κοραή καί τούς δυτικοθρεμμένους λογίους καί β) ἡ βίαιη διακυβέρνηση τῶν Βαυαρῶν μέ τούς άντορθόδοξους νόμους, τή διάλυση τῶν μοναστηριῶν καί τήν δικτατορική παρέμβαση στήν Ἐκκλησία.
Οἱ ἱδρυτές τῶν ὀργανώσεων ξεκίνησαν μέ ἁγνές προθέσεις, ἀλλά μέ κρυφή ὑπερηφάνεια καί περιφρόνηση στήν Ὀρθόδοξη παραδοση. Οὐσιαστικά ἀρνήθηκαν τίς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις καί μαζί μ᾽ αὐτό τόν ἀληθινό σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς πού εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη διά τῆς ἀσκήσεως, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.  Θαμπωμένοι ἀπό τά «ἀποτελέσματα» τῶν μεθόδων ἱεραποστολῆς τῶν παπικῶν καί προτεσταντῶν, τίς οἰκειοποιήθηκαν.  Ρίχτηκαν σέ μιά ἀγχώδη δράση μέ κηρύγματα, κατηχητικά κύκλους μελέτης ἁγίας Γραφῆς, κατασκηνώσεις κλπ. ἀκολουθώντας τά δυτικά πρότυπα.  Ἔδωσαν πίστη στήν ἀλλαγή συμπεριφορᾶς καί παρέβλεψαν τή διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.  Πίστεψαν στή δύναμη τῶν πολλῶν λόγων, τῶν ἐπιστημονικῶν ἀποδείξεων καί τῆς πειθοῦς γιά νά μεταστρέψουν τούς ἀνθρώπους, νά τούς φέρουν κοντά στό Θεό. Ἀλλά μέ τόν τρόπο αὐτό πέτυχαν νά βελτιώσουν μόνο ἐξωτερικά τούς ἀνθρώπους πού τούς πλησίαζαν.  Ἡ εὐσέβεια πού συμπεριλαμβάνει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή μετατράπηκε σέ εὐσεβισμό σέ «μόρφωσιν εὐσεβείας».  Τό νά πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία εἰ δυνατόν στό ναό τῆς ἀδελφότητος, νά ἐξομολογούμαστε στόν πνευματικό τῆς ἀδελφότητος, νά διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή, νά μή λέμε ἄσχημα λόγια καί πρό πάντων νά διαβάζουμε τά ἔντυπα τῆς ὀργανώσεως καί νά πηγαίνουμε στούς κύκλους αὐτό ἀποτελοῦσε τό Ακαί τό Ω τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. 
Ὅλο αὐτό τό εὐσεβιστικό κλῖμα ἀρνιόταν καί περιφρονοῦσε τήν ὀρθόδοξη λατρεία, τίς ἀκολουθίες στό Ναό καί κατ᾽ οἶκον, τίς ἀγρυπνίες, τό κομποσκοῖνι, τά συναξάρια καί τά ἀσκητικά βιβλία, τίς ἄνευ ἔλαίου νηστεῖες, τή μοναχική ζωή.  Ὅλα αὐτά τά μέσα πού ἡ ὀρθόδοξη παράδοση  διαθέτει γιά τήν κάθαρση καί τόν ἁγιασμό μας θεωρούνταν ξεπερασμένα καί μουχλιασμένα.  Στή θέση τους μπῆκε ἡ αὐτοσχέδια προσευχή καί τά κηρύγματα στίς αἴθουσες ἀπό λαϊκούς θεολόγους, τά γλυκερά θρησκευτικά τραγουδάκια, ὅπου ἀπουσίαζαν ἡ Παναγία καί οι Ἅγιοι, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς στά σπίτια τῶν μελῶν ἐπί τῇ βάσει τῶν θρησκευτικῶν ἐντύπων τῶν ὀργανώσεων, ἡ ὀργάνωση «ἱεραποστολικῶν» ἐξορμήσεων, ἡ διανομή περιοδικῶν, τά βιβλιοπωλεῖα μέ βιβλία καί περιοδικά τῶν ὀργανώσεων.
Μέ ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια δυστυχῶς διαμορφώθηκαν καί «εἰδικοί» ἄνθρωποι πού δέν μποροῦσαν νά ἐνσωματωθοῦν στή ζωή τῆς Ἐνορίας τους. Δέν μποροῦσαν νά δεχθοῦν ὡς ἀληθινούς χριστιανούς τούς μή ἀνήκοντες σέ κάποια χριστιανική ὀργάνωση.  Χαρά καί ἀνακούφιση ἔβρισκαν μόνο στού κύκλους τῶν ἀδελφοτήτων.  Τούς ἱερεῖς τῶν ἐνοριῶν ἔβλεπαν σάν ἐπαγγελματίες χωρίς ἱεραποστολικό ζῆλο. Μόνο μέσα στούς ναούς τῶν ὀργανώσεων ἔνοιωθαν ὅτι ἐτελεῖτο ὀρθά ἡ λατρεία, μέ ἀπόλυτη τάξη καί πειθαρχία.  Ἔψαλλαν ὅλοι μαζί, οἱ μυστικές ἱερατικές εὐχές φωνάζονταν εἰς ἐπήκοον πάντων, τό ἑρμαφρόδιτο εἶδος ψαλμωδίας τύπου Σακελλαρίδη κυριαρχοῦσε.
Μέ αὐτές τίς μεθόδους τῶν ὀργανώσεων «στέγνωσε» τό ὀρθόδοξο ἀσκητικό φρόνημα μέσα στίς πόλεις.  Σχεδόν ὅλοι οἱ ζηλωτές χριστιανοί πού διψοῦσαν νά διακονήσουν τήν Ἐκκλησία ἀφομοιώθηκαν σάν στελέχη ἤ κληρικοί τῶν χριστιανικῶν ὀργανώσεων.  Ἀκόμη καί οἱ ἔγγαμοι κληρικοί γιά νά εἶναι ἀποδεκτοί ἀπό τούς «συνειδητούς» χριστιανούς ἔπρεπε νά διάκεινται φιλικά πρός τίς ὀργανώσεις, νά ἔχουν τό πνεῦμα τους, νά τίς ἐπαινοῦν καί νά σχετίζονται μαζί τους. Ὁμάδες νέων, κατηχητικά τῶν ἐνοριῶν πολλές φορές καί ἱεροκήρυκες ἐλέγχονταν στήν ἐποχή τῆς ἀκμῆς τῶν ὀργανώσεων ἀπό αὐτές.
Ὅσον ἀφορᾶ στά βιβλία οἱ ὀργανώσεις ἐξέδιδαν στεγνά ἠθικιστικά βιβλία χωρίς ὀρθόδοξη ἰκμάδα καί ἄρωμα.  Ἀκόμη καί τά βιβλία πού σχετίζονταν μέ τούς Μ. Βασίλειο καί ἱερό Χρυσόστομο κλπ. ἦσαν γραμμένα ἀπό τήν ὀπτική γωνία τῆς «δράσεως». Ἐξέδιδαν ἀκόμη οἱ χριστιανικές ὀργανώσεις μυθιστορήματα καί διηγήματα πού ἐξεθείαζαν τό ἔργο τους καί τή βοήθεια πού παρεῖχαν, καθώς καί διηγήματα καθολικῶν καί προτεσταντῶν πολύ συγκινητικά γιά τή μεταστροφή ἀπίστων καί ἁμαρτωλῶν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Παράλληλα διέθεταν καί φοιτητικά οἰκοτροφεῖα πού ἀποτελοῦσαν φυτώρια εὐσεβιστικῆς ἀγωγῆς καί στελεχῶν τῶν ὁμάδων τῶν Κατηχητικῶν καί τὼν κατασκηνώσεων.
Βέβαια δέν ἔπαψε νά ὑπάρχει τό πιστό λεῖμμα πού ἀκολουθοῦσε τήν ὀρθόδοξη παράδοση.  Μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἅγιο Νεκτάριο, τόν Ἅγιο Νικόλαο τόν Πλανᾶ, τόν π. Φιλόθεο τόν Ζερβᾶκο, τόν π. Αθανάσιο τόν Χαμακιώτη, τόν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, τό Φώτη Κόντογλου κλπ. πολλοί ἄνθρωποι προτίμησαν τήν τεθλιμμένη ὁδό τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὀρθόδοξα βιβλία ἐξέδιδαν τότε οἱ ἐκδόσεις «Ἁγιορείτικη Βιβλιόθηκη», ἐνῷ καί ὁ «Αστήρ» στό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽50 ἐξέδωσε τήν Φιλοκαλία, ἔργα τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, καί τοῦ Φώτη Κόντογλου.
Αὐτή πάντως ἡ ἀποκοπή πού ἐπέφεραν οἱ χριστιανικές ὀργανώσεις ἀπό τίς ὀρθόδοξες ρίζες εἶχε καί ἔχει θλιβερές συνέπειες στή ζωή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.  Ἔπαψαν οἱ χριστιανοί νά νηστεύουν, νά ἀγρυπνοῦν, νά κάμουν μετάνοιες, νά συχνάζουν μέ ζῆλο στίς ἀκολουθίες. Αὐτά ὅμως εἶναι πού διεγείρουν στήν ψυχή τόν θεῖο ἔρωτα, πού φέρουν τή Χάρη στήν ψυχή καί τή θεραπεύουν.  Καί σ᾽ αὐτό ἔχει δίκιο ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς, ὅταν μιλάει γιά ἀνέραστη χριστιανική ζωή. (Βέβαια ὁ ἐν λόγῳ καθηγητής ὑπερτονίζοντας τό ἐρωτικό στοιχεῖο καί μεταφέροντάς το στόν ἀνθρώπινο ἔρωτα πολλές φορές ξεφεύγει σέ νικολαϊτικές ἀπόψεις, δηλαδή σέ ἕναν ἄκρατο ἐρωτισμό).  Μέσα ἀπό τή συναισθηματική προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ πού καλλιέργησαν οἱ ὀργανώσεις, ἡ ψυχή μένει νεκρή. Καλλιεργεῖται ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ αὐτάρκεια τοῦ θρησκευομένου, τό κλείσιμο στόν κύκλο τῶν ὁμοϊδεατῶν του. 
Αὐτή ἡ ὀργανωσιακή νοοτροπία ἐπηρέασε πολλούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι δίδουν σημασία σέ ἐκείνους τούς χριστιανούς κληρικούς καί λαϊκούς πού ἀναπτύσσουν δράση ἀνάμεσα στούς νέους ἤ στό φιλανθρωπικό τομέα ἤ σέ κηρύγματα κλπ.  Με λίγα λόγια διέστρεψε τά κριτήρια τῶν πιστῶν, τά πνευματικά τους αἰσθητήρια. Παραθεωρήθηκε ἡ ἁγιότητα.  Ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος δέν ἦταν γιά τήν ὀργανωσιακή νοοτροπία ὁ ταπεινά προσευχόμενος νηστεύων καθαιρόμενος καί τηρῶν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὁ παρών σέ κάθε δράση καί ἐκδήλωση τῆς ὀργανώσεως μέ στόχο τήν εὐρύτερη προώθηση τῆς δύναμης της.
Βέβαια αὐτά συνέβαιναν ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή τῆς ἀκμῆς τῶν ὀργανώσεων γιατί ἀπό τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽60 ἄρχισε μιά ἄνθηση τοῦ μοναχισμοῦ τῆς ἐκδόσεως πατερικῶν καί ἀσκητικῶν κειμένων πού ἄλλαξαν αὐτό τό νοσηρό-προτεσταντικό κλῖμα.  Πολλοί ἄνθρωποι ἐστράφησαν στήν ὀρθόδοξη ἄσκηση, στό μοναχισμό καί ἀναζήτησαν μιά γνησιότερη ζωή.  Σ᾽ αὐτό συνετέλεσαν τά μοναστήρια μας καί οἱ ἁγιασμένοι ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας, ὅπως ὁ π. Παϊσιος, ὁ π. Πορφύριος καί ὁ π. Ἰάκωβος.
Παράλληλα καί οἱ χριστιανικές ὀργανώσεις βελτίωσαν τή νοοτροπία τους, δέχθηκαν πολλά στοιχεῖα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί ἀπέβαλαν τό ἔντονο ἀντιμοναχικό τους πνεῦμα.
Παρά ταῦτα ἡ εὐσεβιστική μιζέρια παρέμεινε καί μεταπήδησε στήν ἐνοριακή ζωή, καθώς σέ κάποιες ἐνορίες τό βάρος τῆς ποιμαντικῆς ἐργασίας τῶν ἱερέων πέφτει σέ μιά πολυδιαφημιζόμενη δράση, πού ἀπαιτεῖ διαρκῆ συγκέντρωση χρημάτων, ἀναζήτηση χορηγῶν καί δημόσιες σχέσεις.  Αὐτά ἀλλοιώνουν τό γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα κληρικῶν καί λαϊκῶν πού ἀφήνουν τήν νηπτική δηλαδή τήν ἐσωτερική ἐργασία, τήν ἀκριβῆ καί ὄχι «κουτσουρεμένη» τέλεση ἤ συμμετοχή στίς ἀκολουθίες καί τήν καθαρή ἐξομολόγηση καί ἐπιδίδονται σέ ποικίλες ἐπαφές καί συναντήσεις σέ ἐνασχόληση μέ κοσμικά θέματα, ὅπως ἡ προστασία τοῦ περιβάλλοντος, στήν προώθηση τῆς ψυχολογικῆς μεταχειρίσεως τῶν ἐνοριτῶν, σέ ὑποκριτικά χαμόγελα καί μιά βολική θρησκευτική ζωή.
Ἀκόμα καί ἡ προσπάθεια γιά τή λεγόμενη «λειτουργική ἀνανέωση», πού περιλαμβάνει στήν προοπτική της τήν μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων, τήν ἀλλαγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τήν ἀλλαγή τῆς τελετουργικῆς τάξεως κλπ. ἔχει τίς ρίζες της στόν εὐσεβισμό τῶν ὀργανώσεων.  Αὐτές ἦσαν οἱ ὁποῖες «ἤρξαντο χειρῶν ἀδίκων» τόσο πρακτικά, μέ τήν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν στούς ναούς τῶν ὀργανώσεων μέ ἕνα διαφορετικό πνεῦμα «συμμετοχῆς» τῶν πιστῶν, ὅσο καί θεωρητικά μέ τή διδασκαλία καθηγητῶν πού ἦσαν μέλη τους καί τήν ἔκδοση σχετικῶν βιβλίων καί ἄρθρων.
Πολλοί ἀναγνῶστες διαβάζοντας τά ἀνωτέρω θά λυπηθοῦν καί θά θυμώσουν νομίζοντάς μας ἀχάριστους γιά ὅσα προσέφεραν οἱ ὀργανώσεις.  Ἀλλά...δέν φθάνει νά προσφέρεις, ἀλλά πρέπει νά προσφέρεις καί τό καλλίτερο. Ἡ θυσία τοῦ Ἄβελ ἔγινε δεκτή ἀπό τόν Θεό γιατί προσέφερε ὅ, τι καλλίτερο εἶχε ἐνῷ τοῦ Κάϊν τά δῶρα γιά τήν κακή τους ποιότητα δέν ἐγένοντο δεκτά.  Οἱ χριστιανικές ὀργανώσεις ἀποκοπτόμενες ἀπό τόν ὀργανικό τους σύνδεσμο μέ τήν Ἐκκλησία, προσέφεραν στό λαό τοῦ Θεοῦ ὄχι τό καλλίτερο, τή ζωογόνο ὀρθόδοξη νηπτική καί πατερική παράδοση, ἀλλά τά ξυλοκέρατα τῆς Δύσεως καί ὁδήγησαν πολλούς ἀνθρώπους σέ πνευματικό μαρασμό.  Τήν τελική βέβαια ἀξιολόγηση θά τήν κάμει ὁ Χριστός γιατί καί μέσα στίς ὀργανώσεις ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν ἀγαθῆς διαθέσεως ἄνθρωποι ἀγωνιζόμενοι γιά τήν ψυχή τους καί τί καλό τῶν ἄλλων.  Ἐκεῖνο πού καταδικάζεται, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ ἀρρωστημένη νοοτροπία πού ζημίωσε πολλές ψυχές.
Μετά τά ἀνωτέρω φρονοῦμε ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐντάσσεται κανείς στίς ὀργανώσεις αὐτές.  Μπορεῖ κάλλιστα νά παραμένει ἐντεταγμένος φυσικά στήν ἐνορία καί τή ζωή της ἐνισχύοντας κατά τό δυνατόν κάθε πνευματική προσπάθεια καί πρό πάντων ζώντας ἐν πνεύματι ἐλευθερίας, μέσα στή Χάρη πού παρέχουν τά ἱερά Μυστήρια καί οἱ ἱερές Ἀκολουθίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου