Βυζαντινή και μεταβυζαντινή εικονογραφία
Αγιογραφία: Η εκκλησιαστική ζωγραφική τέχνη. Το ρήμα είναι «αγιογραφώ» και το ουσιαστικό «αγιογράφος». Αγιογραφίες ονομάζονται οι εκκλησιαστικές εικόνες.
Η άλλη σημασία της λέξης αγιογραφία (agiografia – Ιταλικά) αφορά τις μελέτες γύρω από τη ζωή ενός Αγίου (κείμενα, εικόνες κά)
Εικονογραφία είναι ο κλάδος της ιστορίας της τέχνης που μελετά τον εντοπισμό, την περιγραφή και την ερμηνεία του περιεχομένου των εικόνων. Η λέξη εικονογραφία προέρχεται από την ελληνική λέξη εικόνα και γράφω. Μια άλλη σημασία της είναι η ζωγραφική των εικόνων στην βυζαντινή και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση.
Έχουμε συνηθίσει να συναντούμε τις δύο λέξεις όταν περιγράφονται θρησκευτικές ζωγραφικές εικόνες βυζαντινής τέχνης ή βυζαντινής τεχνοτροπίας.

Τα κυριότερα στάδια της βυζαντινής τέχνης είναι:
  • παλαιοχριστιανική τέχνη και πρωτοβυζαντινή περίοδος (3ος-7ος αιώνας)
  • εικονομαχία – βυζαντινή περίοδος (8ος-12ος αιώνας)
  • ύστερη Βυζαντινή τέχνη (1204-1453, άλωση της Κωνσταντινούπολης
  • Μεταβυζαντινή περίοδος, που αρχίζει μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και φτάνει (για τον ελλαδικό χώρο) μέχρι τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους.

Στη Βυζαντινή εικονογραφία ή αγιογραφία, ο τεχνίτης ζωγράφιζε διαμορφώνοντας με τη φαντασία του τις μορφές ή αναζητούσε πρότυπα από τη φύση (νατουραλισμός). Έτσι ζωγραφίζονταν οι εικόνες σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες της Μεσογείου μέχρι την εικονομαχία.
Μετά τον 8ο αιώνα η αγιογραφική τέχνη στην ανατολή διαφοροποιείται. Σύμφωνα με την Ζ” Οικ. Σύνοδο, εικόνα είναι η μορφή ενός προσώπου. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι ορατό. Δείχνει ότι το πρόσωπο υπάρχει, είναι μοναδικό και αναγνωρίσιμο ανάμεσα σε άλλα ομοειδή. Συνεπώς, η ζωγραφική τέχνη δε δημιουργεί μορφές αλλά αναπαράγει τις ήδη υπάρχουσες. Ο τεχνίτης μπορεί να διαλέξει μόνο το ζωγραφικό τρόπο με τον οποίο θα απεικονίσει τις μορφές του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων.

Η φωτογραφική ομοιότητα με το πρωτότυπο (νατουραλισμός) δεν είναι το ζητούμενο στη Βυζαντινή αγιογραφία. Ο τεχνίτης επιλέγει και επαναλαμβάνει ορισμένα βασικά μόνο χαρακτηριστικά, χρησιμοποιώντας το ζωγραφικό σύστημα της ελληνιστικής ζωγραφικής (3ος-1ος π.Χ. αι.) που χαρακτηρίζεται από απουσία βάθους, ανάστροφη προοπτική κ.ά. Το φόντο είναι πλακάτο βαθύ μπλε ή πράσινο ή χρυσό.
Οι αγιογράφοι, επιδιώκουν έτσι να δείξουν ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν υπάρχουν αυτόνομα, αλλά αναφέρονται στον πιστό θεατή που είναι ο ίδιος το κέντρο του έργου τέχνης. Ο λόγος δηλαδή για τον οποίο υπάρχουν εικόνες στην Eκκλησία είναι για να αναζητήσει ο πιστός προσωπική σχέση με τους αγίους, και τελικά με το Θεό. Σε καμία περίπτωση να καθηλωθεί – να ακινητοποιηθεί συναισθηματικά – από θαυμασμό για το έργο τέχνης που έχει απέναντί του ή να θεωρήσει ότι η εικόνα ταυτίζεται με τον άγιο που εικονίζει.

Στις απεικονίσεις οι μορφές ακολουθούν συγκεκριμένους εικονογραφικούς κανόνες (ζωγραφίζονται με πλούσια χρώματα, φαίνονται επίπεδες και έχουν μεγάλα μάτια), ενώ οι στάσεις των Αγίων και τα χρώματα έχουν μια καθορισμένη συμβολική σημασία. Π.χ. η μορφή του Αγίου πρέπει να κοιτάζει τον πιστό κατά πρόσωπο, ώστε να λειτουργεί ως βοήθημα της προσευχής του.

Το χριστιανικό ιδεώδες και η τέχνη
Το νέο χριστιανικό ιδεώδες ζωής δεν άλλαξε στην αρχή τις εξωτερικές μορφές της τέχνης, όμως άλλαξε την κοινωνική της λειτουργία. Για τον αρχαίο κόσμο, ένα έργο τέχνης είχε σημασία πρωταρχικά αισθητική, αλλά για τον χριστιανισμό η σημασία του είναι ολότελα διαφορετική [...]. Ο διδακτικός της χαρακτήρας είναι το πιο τυπικό γνώρισμα της χριστιανικής τέχνης. (A. Hauser, Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, τ. Α’, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1984, 167-168).
Οι βυζαντινοί καλλιτέχνες δεν ενδιαφέρονται για τις σωστές αναλογίες, την προοπτική και την κίνηση. Οι μορφές παρουσιάζονται λιπόσαρκες, σε όρθια και μετωπική στάση, με σκοπό να δώσουν την αίσθηση της πνευματικότητας, της αυστηρότητας και της επισημότητας. Επιδίωξη της τέχνης δεν είναι να προβάλει το μάταιο τούτο κόσμο, αλλά τη μετά θάνατο ζωή και την αιωνιότητα.
Ωστόσο, δε είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο βυζαντινός καλλιτέχνης ξεφεύγει από τους αυστηρούς κανόνες και χρησιμοποιεί στοιχεία της κλασικής τεχνοτροπίας.

Κατεξοχήν θεοκρατικό το Βυζάντιο, χρησιμοποιεί την τέχνη ως ενδιάμεσο μεταξύ ουρανού και γης. H τέχνη γίνεται ο υλικός φορέας του πνευματικού κόσμου. Έτσι, στην απεικόνιση των μορφών δεν πρέπει ο καλλιτέχνης να ενδιαφέρεται για την υλική απόδοση αλλά κυρίως για την πνευματική.
Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο εφαρμόζεται ένα καθαρά ελληνιστικό πρότυπο.
Αργότερα η τέχνη αρχίζει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα ελληνιστικά πρότυπα, το ενδιαφέρον στρέφεται προς τον εσωτερικό κόσμο και ο αγιογράφος αδιαφορεί για την ανατομία των σωμάτων, τα οποία εμφανίζονται χωρίς υλική υπόσταση (εξαϋλωμένα). Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στην απόδοση του προσώπου και ιδίως των ματιών, που υποβάλλουν την πνευματικότητα της μορφής. Δεν ενδιαφέρουν τα ατομικά χαρακτηριστικά του προτύπου, αλλά η σταθερή ιδέα που αυτό εμπεριέχει. Η βυζαντινή εικόνα είναι ιδεαλιστική, απομακρυσμένη από τη φυσική αναπαράσταση. Αυτό χαρακτηρίζεται από τη σαφήνεια των περιγραμμάτων, τη συστροφή του σώματος, τις επιμελημένες πτυχώσεις των ενδυμάτων, που αποδίδουν τον όγκο των σωμάτων, και τη νατουραλιστική απόδοση του χώρου και των μορφών με τη χρήση των χρωμάτων. Τα θέματα έχουν συμβολικό χαρακτήρα με πολλά διακοσμητικά στοιχεία που προέρχονται από απεικονίσεις της αρχαιότητας (σταφύλια, αμπέλια, πλοία, περιστέρια, παγώνια κ.ά.) ή αποδίδουν καθαρά συμβολικά στοιχεία, όπως είναι ο σταυρός, ο ιχθύς, ο αμνός ή ο ποιμένας.
Συχνά ο «κάμπος» (φόντο) της εικόνας καλύπτεται με λεπτά φύλλα χρυσού, που συμβολίζει το φως της αποκάλυψης και αποδίδει το άπειρο. Οι μορφές μοιάζουν να αιωρούνται μέσα σ” αυτό το φως, του οποίου η λαμπρότητα συμβολίζει τη γέφυρα ανάμεσα στο γήινο και στον ουράνιο κόσμο.
Ως προς τη σύνθεση οι εικόνες οργανώνονται: 1) σε τριγωνική και απόλυτα συμμετρική διάταξη, εκατέρωθεν ενός κεντρικού άξονα,
2) ασύμμετρα γύρω από ένα κέντρο βάρους. Και στις δύο περιπτώσεις ο άξονας και το κέντρο βάρους της σύνθεσης τονίζονται για να δοθεί έμφαση στο περιεχόμενο της παράστασης.

Φορητή εικόνα: Έχουμε δύο ειδών φορητές εικόνες: εκείνες που αναπαριστούν σκηνές από την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων και έχουν ως πρότυπα τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά, και εκείνες που παρουσιάζουν μεμονωμένα πρόσωπα των οποίων η τεχνοτροπία είναι επηρεασμένη από τις νεκρικές προσωπογραφίες της Αιγύπτου, τα Φαγιούμ. Ο ρόλος της θρησκευτικής εικόνας θεωρείται «διαμεσολαβητικός» προς το Θεό για την προστασία των πιστών. Μερικές φορές αυτή η διαμεσολάβηση εκδηλώνεται με θαύματα, εξού και οι «θαυματουργές» εικόνες. Οι εικόνες ήταν συνήθως ζωγραφισμένες επάνω σε ξύλο δουλεμένο με αυγοτέμπερα ή με την εγκαυστική τεχνική.Στα σημεία αυτά τοποθετείται μια μεγαλύτερη μορφή ή σκηνή που αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη στη σύνθεση.

Οι εικόνες ενός ναού χωρίζονται σε εικονογραφικές ομάδες- κύκλους, ανάλογα με τη σημασία, το θέμα και τη θέση τους στο ναό.
  • δογματικό κύκλος (Οι εικόνες της εισόδου, του τρούλου και της κόγχης του ιερού) .
  • λειτουργικός κύκλος (Οι εικόνες του ιερού)
  • Στον ιστορικό ή εορταστικό κύκλο (οι εικόνες που βρίσκονται στα υπόλοιπα μέρη του ναού)
(Αναζητούμε περισσότερα με τον όρο εικονογραφικός κύκλος ναού)